Στη Ρωμαϊκή περίοδο, στη συνέχεια δε και στη Βυζαντινή εποχή, αντί να χρησιμοποιούν μόνο τη ζωγραφική για να χρωματίζουν τα έργα τους, εγκαινίασαν την ευρεία χρήση χρωματιστών λίθων. Έτσι, άρχισε η εντατική αναζήτηση και η εξόρυξη των χρωματιστών πετρωμάτων στην επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία συνεχίστηκε και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Βέβαια, η χρήση χρωματιστών πετρωμάτων στην αρχιτεκτονική δεν ήταν καινούρια. Ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή μετέφεραν ερυθρό λίθο από το ακρωτήριο Ταίναρο για να κοσμήσουν την πρόσοψη του Θησαυρού του Ατρέα, αν και η χρήση χρωματιστών λίθων εκείνη την περίοδο ήταν περιορισμένη.
Στη γλυπτική, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν τα νερά (ή φλέβες) που έχει το μάρμαρο για να τονίσουν ορισμένα στοιχεία, όπως τις πτυχές των ενδυμάτων. Ακόμα, κατασκεύαζαν περίτεχνα έργα δύο διαστάσεων (πίνακες) με την τεχνική της ένθεσης (opus sectile), σύμφωνα με την οποία μια παράσταση αποδίδεται με κομμάτια χρωματιστών λίθων που κόβονται το καθένα στο σχήμα του θέματος. Τα ψηφιδωτά, αν και γνωστά από τότε, απέκτησαν τη μεγάλη τους δόξα κατά τη Βυζαντινή περίοδο.