Από τον 7ο π.Χ. αιώνα είχε αρχίσει η λατρεία των Κυκλαδιτών στο Δεσποτικό, την ακατοίκητη νησίδα που βρίσκεται κοντά στην Αντίπαρο. Κτίριο, που χρονολογείται σ΄ αυτήν την εποχή, με μία τετράπλευρη εσχάρα για την τέλεση τελετουργιών στο εσωτερικό του έφεραν στο φως οι φετινές αρχαιολογικές έρευνες, που ολοκληρώθηκαν μέσα στον Ιούλιο συνεχίζοντας την αποκάλυψη του κτιριακού συγκροτήματος του ιερού, που ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα και την αδελφή του Αρτεμη και έχει δώσει ως σήμερα εκπληκτικά ευρήματα.
Άλλωστε από την ομάδα του αρχαιολόγου κ. Γιάννου Κουράγιου που πραγματοποιεί τις ανασκαφές στο Δεσποτικό έχουν ήδη αποκαλυφθεί δώδεκα κτίρια σ΄ αυτό το νησί και άλλα πέντε στο, απόστασης μιας ανάσας, νησάκι Τσιμιντήρι, καθώς στην αρχαιότητα αυτά τα δυο ενώνονταν με ισθμό. Το μαρτυρεί μάλιστα και η ύπαρξη βωμού, που ήταν αφιερωμένος στην Εστία Ισθμία.
Εξήντα πέντε τμήματα αγαλμάτων, Κούρων συγκεκριμένα -εκτός από ένα κεφάλι Κόρης – έχουν αποκαλυφθεί ως σήμερα στο ιερό του Δεσποτικού, αν και η τελευταία χρονιά έδωσε μόνον το μαρμάρινο τμήμα ενός ποδιού. Σε φυσικό μέγεθος και με ιδιαίτερα μυώδη διάπλαση, αυτό το θραύσμα έρχεται να προστεθεί σε όλα τα υπόλοιπα αποδεικνύοντας τον πλούτο σε γλυπτά αυτού του μεγάλου κυκλαδίτικου ιερού, που ιδρύθηκε από την Πάρο στα αρχαϊκά χρόνια με σκοπό την εδραίωση της κυριαρχίας της στο Αιγαίο.
Βρέθηκαν όμως επίσης, δύο σχεδόν ακέραια αρχαϊκά κύπελλα, πέντε αποσπασματικά σωζόμενα αγγεία, τρεις λύχνοι, ένα πήλινο προσωπείο, ένα πήλινο ζωόμορφο ειδώλιο και κάποια μεταλλικά αντικείμενα. Πλήθος άλλωστε ήταν τα θραύσματα αρχαϊκής κεραμεικής που φέρουν διακοσμήσεις ενώ στο θραύσμα ενός κρατήρα διαβάστηκε η εγχάρακτη επιγραφή ΠΟΛΟ.
Ιδιαίτερα σημαντική αλλά και αναπάντεχη ήταν εξάλλου η αποκάλυψη της ταφής ενός άνδρα στην εξωτερική γωνία του ναού και στο επίπεδο της θεμελίωσης του. Η ταφή ήταν χωρίς κτερίσματα αλλά η θέση της προβληματίζει αφού είναι σε άμεση γειτνίαση με το κατεξοχήν λατρευτικό δωμάτιο του ναού.
«Αν αποδειχθεί ότι ο σκελετός χρονολογείται στην Αρχαϊκή περίοδο, ίσως πρόκειται για κάποιον εργάτη που δούλευε στο ιερό και ο οποίος σκοτώθηκε εκεί και θάφτηκε ακριβώς δίπλα στα θεμέλιά του», λέει ο κ. Κουράγιος προσθέτοντας πως: «Αν είναι μεταγενέστερος, ίσως ανήκει σε αυτούς, που στην Ύστερη Αρχαιότητα ή στους Βυζαντινούς χρόνους κατέστρεψαν το ναό, για να πάρουν το οικοδομικό υλικό του». Η ανασκαφή εκτός του τεμένους εξάλλου αποκάλυψε άλλη μία ταφή, με τρεις σκελετούς, που χρονολογήθηκαν από ένα δακρυδόχο αγγείο στην Υστερη Ρωμαϊκή περίοδο, όταν το κτίριο στο οποίο βρέθηκε, είχε πια περιπέσει σε αχρηστία.
«Η λειτουργία του ιερού και στα γεωμετρικά χρόνια επιβεβαιώθηκε από την ανασκαφή, που έγινε μπροστά από το στυλοβάτη του ναού, στο επίπεδο των θεμελίων του», λέει ο κ. Κουράγιος. Εκεί αποκαλύφθηκε τμήμα κτιρίου μεγάλων διαστάσεων με επιμελημένη τοιχοποιία, αγγεία που χρονολογούνται στην Υστερη Γεωμετρική – Πρώιμη Αρχαϊκή εποχή αλλά και η τραπεζιόσχημη κατασκευή από πλάκες γνευσίου, η οποία θεωρείται ένα είδος τελετουργικής εσχάρας.
Η ανασκαφή στο Νότιο Συγκρότημα εξάλλου, που αποτελείται από έντεκα δωμάτια έδωσε νέα στοιχεία για τις διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις του, καθώς και για τα πρωιμότερα κτίσματα. Γιατί, όπως διαπιστώθηκε κάτω από το λεγόμενο «τραπεζιόσχημο κτίριο» προϋπήρχε και εδώ παλαιότερο, από το οποίο ανασκάφηκαν δύο δωμάτια. Στο ένα από αυτά υπήρχε η τραπεζιόσχημη κατασκευή από πλάκες γνευσίου, η οποία θεωρείται ένα είδος τελετουργικής εσχάρας ενώ στο άλλο βρέθηκαν ακέραια αγγεία, που χρονολογούνται στην Ύστερη Γεωμετρική – Πρώιμη Αρχαϊκή εποχή, καθώς και μεγάλη ποσότητα γραπτών οστράκων.
Όπως λέει ο ανασκαφέας «Και τα δύο δωμάτια είχαν καλυφθεί με λίθους από την κατάρρευση των τοίχων. Φαίνεται πως μετά την, για άγνωστους λόγους, καταστροφή τους, το δομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε ως υπόστρωμα για τη διαμόρφωση της περιοχής νότια και ανατολικά του τραπεζιόσχημου κτιρίου και του λουτρού του ιερού, το οποίο αποτελεί μοναδική περίπτωση αρχαϊκού λουτρού σε ιερό».
Τέλος στο δάπεδο του προστώου του εστιατορίου αποκαλύφθηκε μαρμάρινος τελετουργικός βόθρος του 550 π.Χ. περίπου αποτελούμενος από τέσσερεις καλοδουλεμένες πλάκες και παρόμοιος με αυτόν που είχε βρεθεί στο αρχαϊκό ιερό των Υρίων Νάξου.
Αν και τα ευρήματα του ιερού πάντως υποδηλώνουν τη χρήση του ήδη από τη Γεωμετρική περίοδο (9ος-8ος αι.π.Χ.), το ιερό γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του τον 6ο αι. π.Χ., όταν απέκτησε ναό με μνημειακό χαρακτήρα και κοσμήθηκε με λαμπρούς αναθηματικούς Κούρους, αφιερώματα των πιστών στο θεό Απόλλωνα. Άλλωστε η λατρεία αυτού του θεού, που συχνά συνοδευόταν από αυτή της δίδυμης αδερφής του ήταν μία από τις κυριότερες στις Κυκλάδες. Σύμφωνα με την παράδοση μάλιστα στα νησιά υπήρχαν 22 ιερά αφιερωμένα στον θεό Απόλλωνα. Σαφώς το ένα από αυτά ήταν και του Δεσποτικού.
Το γεγονός ωστόσο ότι αυτό το σημαντικό ιερό δεν αναγράφεται στις αρχαίες γραπτές πηγές δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Ιδρυτές του όμως φαίνεται ότι ήταν οι Πάριοι, δεδομένου μάλιστα ότι όλες οι έως τώρα ενδείξεις -κεραμική, εισηγμένο μάρμαρο, γλυπτική, αρχιτεκτονική, γεωγραφική θέση- στρέφονται στο πλέον κοντινό και ισχυρό εκείνη την εποχή νησί, την Πάρο. «Η ίδρυση του ιερού θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα γενικότερο οικοδομικό πρόγραμμα που συμπεριελάμβανε και άλλα θρησκευτικά κτίρια στο ίδιο το νησί της Πάρου, μετά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., όπως ο ναός της Αθηνάς στο κάστρο της Παροικιάς και το ιερό των Δηλίων θεοτήτων, Απόλλωνα και Άρτεμης», λέει ο κ. Κουράγιος. « Η ίδρυση ενός τόσο μεγάλου ιερού εκτός πόλεως και μάλιστα σε μία θέση με στρατηγική σημασία, αναμφίβολα υποδηλώνει την ανάγκη των Παρίων για επέκταση και επαναπροσδιορισμό της γεωγραφικής και πολιτικής κυριαρχίας τους στην περιοχή», προσθέτει.
Να σημειωθεί ότι το ιερό λειτούργησε και κατά τη διάρκεια των Κλασικών χρόνων, όταν εισήχθη και η λατρεία της θεάς Εστίας, προστάτιδας του οίκου και των ναυτικών και συνεχίσθηκε στα Ελληνιστικά χρόνια έως τις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα ενώ στη Ρωμαϊκή εποχή η θέση είχε πλέον καθαρά οικιστική χρήση.
Σήμερα το Δεσποτικό είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος και όπως λέει ο κ. Κουράγιος πρωταρχικός στόχος του τώρα είναι η αναστήλωση και η προστασία του και τέλος η ανάδειξή του σε πρότυπο αρχαιολογικό πάρκο. Στη φετινή ανασκαφή συμμετείχαν εξάλλου οι αρχαιολόγοι Κορνηλία Νταϊφά, Σπύρος Πετρόπουλος και οι αρχιτέκτονες Aenne Ohnesorg και Κατερίνα Παπαγιάννη από το Πολυτεχνείο του Μονάχου. Χορηγοί ήταν το Ίδρυμα Ι. Λάτση, το Ιδρυμα Α.Π. Κανελλόπουλου και το Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη καθώς και η Γενική Γραμματεία Νησιωτικής Πολιτικής του υπουργείου Ναυτιλίας.