Μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα έκθεση , που τελεί υπό την αιγίδα της κυπριακής προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, παρουσιάζουν από αύριο το βράδυ και μέχρι τις 12 Αυγούστου ο Δήμος Λεμεσού σε συνεργασία με το ΄Ιδρυμα Ευαγόρα και Κάθλην Λανίτη, το Τμήμα Αρχαιοτήτων και την Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού.
Τίτλος της έκθεσης, την οποία επιμελείται η δρ. Νάτια Αναξαγόρου, Προϊστάμενη Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Δήμου Λεμεσού, είναι «Maniera Cypria: Λεμεσός, Μυθιστορία και Μνήμη». Η συλλογή των αρχαίων αντικειμένων έγινε από την κ. Νάντια Αναξαγόρου και τον κ.Γιώργο Βιολάρη.
Στην έκθεση , όπως εξηγεί η κ. Αναξαγόρου, αρχαία ανασκαφικά ευρήματα, βγαλμένα από τη γη της Αμαθούντας, του Πύργου, της Ερήμης, της Επισκοπής και του Κουρίου, αντιπροσωπευτικά δείγματα μεσαιωνικής εγχάρακτης, εφυαλωμένης κεραμικής και βυζαντινής εικονογραφίας, απ’ την περιφέρεια Λεμεσού (Μονάγρι, Κοιλάνι, Πελένδρι, Αμίαντος, Αρακαπάς) παρατίθενται και συνδιαλέγονται με έργα σύγχρονων Κυπρίων εικαστικών, που φέρουν και πραγματεύονται τη συλλογική ιστορική, μυθολογική και αγιογραφική μνήμη του τόπου, αντλώντας μορφοπλαστικά και εννοιολογικά από τη Maniera Cyrpia ( κυπριακή τεχνοτροπία) του χτες και συνθέτοντας τη Maniera Cypria του σήμερα.
Στην έκθεση φιλοξενούνται οι εικαστικοί δημιουργοί: Άγγελος Μακρίδης, Σούζαν Βάργκας, Παναγιώτης Βίττης, Δημητράκης Γεροκώστας, Θεόδουλος Γρηγορίου, Γιώτα Ιωαννίδου, Ελίνα Ιωάννου, Κυριάκος Καλλής, Τζων Κόρμπιτζ, Μαριάννα Κωνσταντή, Λία Λαπίθη, Μαρία Λοϊζίδου, Ελέν Μπλακ, Αντώνης Νεοφύτου, Ελένη Νικοδήμου, Λευτέρης Ολύμπιος, Στας Παράσκος, Kύπρος Περδίος, Χριστόφορος Σάββα, Γιώργος Σκοτεινός, Ρήνος Στεφανή, Σωκράτης Σωκράτους, Λευτέρης Τάπας, Χρίστος Φουκαράς, Νίκος Χαραλαμπίδης, Σάββας Χριστοδουλίδης, Ανδρέας Χρυσοχός.
Στοιχεία για ορισμένα από τα έργα της έκθεσης μεταφέρουμε συνοπτικά από τον κατάλογο της, που κυκλοφορεί ελληνικά και αγγλικά, σε επιμέλεια της κ. Νάντιας Αναξαγόρου:
– Το σταυρόσχημο χαλκολιθικό ειδώλιο (Ερήμη-Παμπούλα, 3500-2800 π.Χ.) αποβαίνει, μέσα από την εύστοχα συμπυκνωμένη επανερμηνεία του Άγγελου Μακρίδη, αρχέτυπη και σύγχρονη συνάμα, ένθρονη γυναίκα, φτερωτή, κυοφορούσα, βρεφοκρατούσα ή μάνα αγνοουμένου και μια μυθική υπερκόσμια οντότητα αμφισημίας, με τη διπολική αποτύπωση των Διοσκούρων, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, σε μια μικρογλυπτική σειρά-ορόσημο για τη μετέπειτα πορεία της κυπριακής τέχνης.
-Ζωγραφίζοντας με μια υφολογική προσέγγιση, που κινείται ανάμεσα στον αναπαραστατικό εξπρεσιονισμό και τον ποιητικό συμβολισμό, ο Χρίστος Φουκαράς μετατρέπει το σταυρόσχημο ειδώλιο σε καβαλάρη και δρακοντοκτόνο Άι-Γιώργη, που σεργιανίζει ανάμεσα στις βουνοπλαγιές, τις χαράδρες και τις κοιλάδες της κυπριακής υπαίθρου, σε μια ευφάνταστη πρόσμειξη της αγιολογικής μνήμης και των φανταστικών αφηγήσεων.
-Στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙΙ ανήκει και το σύνθετο ερυθροστιλβωτό αγγείο, από τον Πύργο (2100-2000 π.Χ.) θαυμαστό δείγμα της εντόπιας λαϊκής δημιουργίας, με σκηνές ανθρώπων και ζώων στην καθημερινότητα, τις οικιακές και τις αγροτικές τους ασχολίες (πάτημα σταφυλιών, ζύμωμα, όργωμα κ.α.) που επαναλαμβάνεται, χιλιετίες μετά, στην εκφραστική πυκνότητα των «ναϊβ» κεραμικών μικροσυνθέσεων του Δημητράκη Γεροκώστα. Τα ήθη και τα έθιμα, οι παραδόσεις και οι τελετουργίες, ο έρωτας, ο κάματος της δουλειάς κι η αναψυχή, τα πανηγύρια κι οι γιορτές, οι στιγμές της χαράς και της λύπης διοχετεύονται επίσης στη ζωγραφική του Στας Παράσκου, που με ένα φωβιστικό-συμβολικό χειρισμό του χρώματος, αποτυπώνει επίπεδες, στατικές φιγούρες, σχηματοποιημένες σε εμφατικά περιγράμματα, που συχνά χάνουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου και γίνονται ανώνυμες οντότητες μιας συλλογικής συνείδησης, φέρνοντας στο νου αυτές του Πύργου.
-Πλέκοντας ένα συρμάτινο πουλί, ο Χριστόφορος Σάββα επανεφευρίσκει τη γραμμικότητα της Δίχρωμης Kεραμικής της Κυπρο-Γεωμετρικής περιόδου ΙΙΙ με τις πτηνόμορφες αναπαραστάσεις (850-750 π.Χ.) καθώς επίσης και την αέρινη σχηματοποίηση πουλιών στη Δίχρωμη Κεραμική IV της Κυπρο-Αρχαϊκής (750-600 π.Χ.) εισάγοντας στην κυπριακή γλυπτική την ανάλαφρη αυτή, ελαστική και εύπλαστη κατασκευή, προορισμένη για μια κινητική αιώρηση.
-Τα γυναικεία ειδώλια της Αμαθούντας, κατά πάσα πιθανότητα θεότητες ή Αφροδίτες, πραγματεύεται η Λία Λαπίθη μέσα από μια βιντεοσκοπημένη συνομιλία του Ντίμη Σουκιούρογλου με την ερευνήτρια και συγγραφέα του βιβλίου «Κύπρις, η Αφροδίτη της Κύπρου», Ζακλίν Καραγιώργη, σύμφωνα με την οποία από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ. γυμνές, ανατολικής προέλευσης φιγούρες της Αστάρτης, με τα χέρια να κρατούν το στήθος, αφθονούν στην Αμαθούντα ενώ κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. επικρατούν αττικίζουσες μορφές, ενδεδυμένες με χιτώνες. Περί το τέλος του 4ου μέχρι και τον 1ο αιώνα π.Χ. εμφανίζονται τα ελληνιστικά ειδώλια, τύπου Ταναγραίας, που αναπαριστούν άλλοτε γυναίκες ημίγυμνες και άλλοτε με κομψές πτυχώσεις υφασμάτων.
-Η «Κόρη» του Άγγελου Μακρίδη παραπέμπει στο ειδώλιο γυναικείας μορφής της Αμαθούντας (310-30 π.Χ.), πιθανή αναπαράσταση της Αφροδίτης ή μιας από τις ιέρειές της, που αποτελεί υφολογικό απότοκο της αττικής επίδρασης στην κοροπλαστική της εποχής. Μέσα από την ευφυή εφευρετικότητα του Άγγελου Μακρίδη, η αρχαία κόρη χωρίς κεφάλι και χέρια, απολήγει ημίγυμνη, κομψή κι απέρριτη γυναικεία στήλη, με το μακρύ κι απλό, κεντημένο με κλωστές, φόρεμά της ν΄αντικαθιστά τον αρχετυπικό κυματιστό χιτώνα.
Στο έργο του Νίκου Χαραλαμπίδη «Avec Marcel Duchamp dans les champs», μια Ταναγραία (310-30 π.Χ) από την Αμαθούντα, απεικονίζεται πλάι στον Duchamp, όρθια και μεγαλοπρεπής, ανάμεσα σε μια παρέα χωρικών, σε ώρα ανάπαυσης στους αγρούς, σκηνή που καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές του χωροχρόνου, σμίγοντας την ελληνιστική τέχνη μ’αυτήν της ρωσικής πρωτοπορίας και καταθέτοντας ένα αφιέρωμα στον Marcel Duchamp ως τον καλλιτέχνη και διανοούμενο, που κατέρριψε τα ειδολογικά σύνορα, ανοίγοντας το δρόμο για μια διαθεματική πρόσληψη των μέσων και των προσεγγίσεων στην εικαστική δημιουργία.
Στη «Γέννηση της Αφροδίτης» ο Σάββας Χριστοδουλίδης δανείζεται την πασίγνωστη μορφή της Αναδυομένης Αφροδίτης από το ομώνυμο έργο του Sandro Botticelli. Η δική του Αφροδίτη, σήμα κατατεθέν της Κύπρου, του χτες και του σήμερα, προϊόν τουριστικής χρήσης και εμπορικής κατανάλωσης σε καταστήματα σουβενίρ, αναδύεται μέσα από ένα καλάθι με καρρότα, εναποθετημένο σε μια λωρίδα από χαρτόνι.
Ακολουθώντας την περιπέτεια του έτοιμου, βιομηχανοποιημένου αντικειμένου, που εισήγαγε στην τέχνη ο Marcel Duchamp, ο καλλιτέχνης επιχειρεί ν΄απελευθερώσει τη χαμένη δύναμη της έκφρασης σε μια μαζική κουλτούρα, μέσα από μια αναρχικά παιχνιδιάρικη και χιουμοριστική κοινωνική σάτιρα.
-Ο Ρήνος Στεφανή μεταγράφει στη δική του ζωγραφική διάλεκτο τους ιππείς της Επισκοπής, μεταμορφώνοντάς τους σε περιεκτικές και επιγραμματικές οντότητες αγίων, σε μια ευρηματική ανάμιξη στοιχείων από την αρχαιότητα και την αγιολογική παράδοση. Ο αρχαϊκός αναβάτης μετασχηματίζεται σε Άγιο Γεώργιο, που ταξιδεύει με το άλογό του, απ΄άκρη σ΄άκρη σε όλο το νησί, διασχίζοντας χωριά με πλήθη πιστών, στίβες από δέντρα και κάρβουνα, σε δάση και ορυχεία, προστατεύοντας απ΄τις δυνάμεις του κακού και σκοτώνοντας το δράκοντα.
-Το πήλινο ειδώλιο πολεμιστή (600-480 π.Χ.) από την Επισκοπή/ Καλορίζικη και άλλα μικρογλυπτά πάνω στο ίδιο θέμα, φαίνεται να έχουν σημαντικά επιδράσει στη ζωγραφική απόδοση της καταστροφής του 1974. Οι στρατιώτες κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής γίνονται εμβληματικοί αρχαϊκοί πολεμιστές, στο μνημειώδες έργο του Γιώργου Σκοτεινού «Απογευματινός βομβαρδισμός», όπου ιστορικές επιδρομές, πόλεμοι και κατακτήσεις από το παρελθόν σμίγουν μ΄αυτές του παρόντος. Οι πολεμιστές αποβαίνουν επίσης ιερατικές οντότητες, ως ειρηνευτές των Ηνωμένων Εθνών, παρατηρητές σε μια επαναληπτική αποτύπωση προσφυγικών σκηνών, στη ζωγραφική δουλειά του Λευτέρη Ολύμπιου ‘Οι από μηχανής θεοί’.
-Η εικόνα του Αγίου Μάμαντος, του 13ου αιώνα, από τον Αμίαντο, αντιπαραβάλλεται στην εμβληματική συμπύκνωση του «Λευκού Αγίου» του Άγγελου Μακρίδη, που σχηματοποιεί το περίγραμμα μιας πρόσθιας, κατά το ήμισυ, αποτύπωσης της όποιας μορφής αγίου, σε μια ακατέργαστη και αχρωμάτιστη επιφάνεια ξύλου, με πλήρη απάλειψη των χαρακτηριστικών του προσώπου και του σώματος.
-Κτίζοντας ένα νέο εικαστικό πεδίο ανάμεσα στη σύγχρονη τέχνη και την τοπική αγιογραφική παράδοση, με την κομνήνεια επίδραση αλλά και τις συροπαλαιστινιακές επιρροές, ο Παναγιώτης Βίττης επιχειρεί μια μινιμαλιστική απόδοση της γραμμικότητας, της περιορισμένης χρωματικής γκάμας και της έλλειψης όγκου και βάθους. Μετατρέπει έτσι την εικόνα των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας, του 13ου αιώνα, από το Κοιλάνι, σε μια σχηματοποίηση, που εγκαταλείπει τη λεπτομέρεια για μια αδρή, δυσδιάστατη επεξεργασία της φόρμας, με πλήρη απάλειψη των χαρακτηριστικών του προσώπου, σ΄ένα εξπρεσιονιστικό ρευστό φόντο, που πάλλεται από φως.
– Η εικόνα της Αγίας Μαρίνας, του 13ου αιώνα, από τη Μονή Παναγίας Αμασγούς στο Μονάγρι, με το εμφανές κενό στο κεντρικό της τμήμα, μια αφαίρεση στη ζωγραφική επιφάνεια, δουλεμένη μέσα από την πατίνα και τη μαστοριά του χρόνου, βρίσκει τη σύγχρονη αντιστοιχία της στο έργο «Βυζαντινή χρωματική αποδόμηση» του Αντώνη Νεοφύτου, που αφαιρεί μέσα από πολλαπλές διαστρωματώσεις, ουδετεροποιώντας το επουσιώδες και το περιττό και κρατώντας τη βασική τονική γκάμα της κομνήνειας εικονογραφίας.
* Η συγγραφή των λημμάτων έγινε από τους Γιώργο Βιολάρη και Ελισάβετ Στεφανή. H έκθεση θα είναι ανοικτή για το κοινό Τρίτη- Κυριακή 10.00 π.μ.-13.00. και 17.00.-21.00