Μια σπίθα που εξελίχθηκε σε καταστροφική πυρκαγιά σε αποθήκη ιδιωτικής μεταφορικής εταιρείας στη Σίνδο Θεσσαλονίκης λίγο πριν από τις εκλογές της 6ης Μαΐου, έχει «ανάψει φωτιές» στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.

Το κρατικό Μουσείο Φωτογραφίας  έχασε στην πυρκαγιά κάπου 2.000 φωτογραφίες 200 φωτογράφων – 60% Ελλήνων -, από τις οποίες μόνο 1.000 ήταν σύγχρονες εκτυπώσεις και άρα ανακτήσιμες. Και κινείται πλέον ανάμεσα στον «θρήνο» για την απώλεια του μεγάλου ατού του (του αρχείου σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας από το 1970) και στην απόκρουση κατηγοριών ότι είναι «ύποπτη» η καθυστέρηση δημοσιοποίησης της καταστροφής, εκφράζοντας παράλληλα τη διάθεση να θωρακίσει οριστικά τα πολύτιμα αρχεία του σε ειδικά χαλύβδινα – και ανθεκτικά σε φυσικές καταστροφές – κοντέινερ.

Το αρχειακό υλικό του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης δεν είναι ευκαταφρόνητο: 100.000 ενσταντανέ μετρούν τα πολύτιμα αρχεία του Φρεντ Μπουασονά (το ελληνικό τμήμα), του Κώστα Μπαλάφα, εκτυπώσεις της Nelly’s, τα αρχεία των Σωκράτη Ιορδανίδη, Γιάννη Στυλιανού, Δημήτρη Λέτσιου.

Όλα αυτά φυλάσσονται σε ειδικό διαμορφωμένο «ψυγείο» στο κτίριο του μουσείου, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και φυσικά σώθηκαν από την πυρκαγιά στην αποθήκη, όπου φυλάσσονταν λόγω έλλειψης χώρου, έναντι τιμήματος αποθήκευσης και ασφαλίστρων (μάλλον χαμηλών, με αποτέλεσμα η αποζημίωση να μην αρκεί για να καλύψει πλήρως τη ζημιά) από το πενιχρό προϋπολογισμό του μουσείου – κοντά στις 400.000 ευρώ.

Η υπόθεση της καταστροφής του φωτογραφικού θησαυρού ήρθε στο φως της δημοσιότητας (κυρίως αυτής, διότι οι παροικούντες γνώριζαν) με επιστολή 19 φωτογράφων,  έργα των οποίων αποκαλύφθηκε πως φυλάσσονταν στην μοιραία αποθήκη – σε άλλη πτέρυγά της φέρονται να καταστράφηκαν και κάποια εκθέματα του Λαογραφικού Μουσείου Μακεδονίας Θράκης. Μεταξύ των φωτογράφων περιλαμβάνονται παλαιότεροι διευθυντές του Μουσείου αλλά και παλαιοί υποψήφιοι για τη θέση που ανταγωνίστηκαν τον σημερινό διευθύνοντα Βαγγέλη Ιωακειμίδη.

Πρώτο βέλος στη φαρέτρα των διαμαρτυρομένων η καθυστέρηση ανακοίνωσης του συμβάντος, που προκαλεί υποψίες και αποτελεί και «βαρύτατο πλήγμα τόσο για την ιστορία όσο και την τέχνη της σύγχρονης ελληνικής φωτογραφίας».

Πληροφορίες λένε πως ζητήθηκε και από αρμόδιους του υπουργείου Πολιτισμού διακριτικότητα («είναι πολύ λεπτή υπόθεση» και ασφαλιστικά, ειπώθηκε) μέχρις ότου ολοκληρωθεί το προανακριτικό έργο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και οι άνθρωποι του μουσείου καταγράψουν και ταυτοποιήσουν το κατεστραμμένο υλικό. Μέχρι στιγμής η αποθήκη, η στέγη της οποίας έχει καταρρεύσει, θεωρείται τόπος συλλογής στοιχείων.

Δεύτερο βέλος, ο χώρος φύλαξης: «Πώς και γιατί το ΜΦΘ εμπιστεύτηκε την πολύτιμη συλλογή στις αποθήκες μεταφορέα, αντί να τηρήσει τις διεθνείς προδιαγραφές αρχειακής μουσειακής αποθήκευσης;», ρωτούν οι «19».

Ο διευθύνων Βαγγέλης Ιωακειμίδης υποστηρίζει πως και άλλα εικαστικά ιδρύματα, όπως το ΔΕΣΤΕ ή το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης φυλάσσουν έργα σε ανάλογες αποθήκες.

«Υπήρχαν άλλες λύσεις φύλαξης», αντιτείνει ο επιμελητής στο μουσείο Ηρακλής Παπαϊωάννου, όπως το – εν αγαστή συνεργασία – Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (κι ας έχει να φυλάξει και να ασφαλίσει και την τεράστια Συλλογή Κωστάκη, με έργα της Ρωσικής Πρωτοπορίας), το Τελλόγλειο Ιδρυμα ή το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Στο πώς θα αντικατασταθούν έστω οι περισσότερες φωτογραφίες από εκείνες που κάηκαν προτιμά να εστιάσει ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης, του οποίου η θητεία έχει λήξει από τον Ιανουάριο του 2011 και δεν έχει ανανεωθεί ή αντικατασταθεί. Πρόκειται για φωτογραφίες που και δεν είναι σύγχρονες εκτυπώσεις: έχουν τυπωθεί μετά το 1970 από τους καλλιτέχνες με αναλογικά μέσα, σε ειδικά, παλαιά χαρτιά (κάποια εξαιρετικά δυσεύρετα) και με τεχνικές που δεν εφαρμόζονται πλέον.

Εκείνο που κερδίζει το μουσείο, υποστηρίζει ο κ. Ιωακειμίδης, είναι η τεχνογνωσία. Αναγκαστικά, καθώς θα «σπουδάσουν» οι άνθρωποί του αυτές τις τεχνικές σε ειδικά κέντρα του εξωτερικού, όπως το γαλλικό Maison Europeenne de la Photographie, το Μουσείο Φωτογραφίας του Σαρλερουά στο Βέλγιο κ.ά.

Πώς θα αντικατασταθεί ο θησαυρός; Ελπίζεται, με τη συνεργασία των ξένων και ελλήνων φωτογράφων, από αρνητικά που θα έχουν την… καλοσύνη να διαθέσουν στο μουσείο, προσέχοντας πάντοτε την εμπορική πλευρά του ζητήματος: αν ένας φωτογράφος εκπροσωπείται από γκαλερί και έχει χαθεί φέρ’ ειπείν το ένα από τα μοναδικά έξι αντίγραφα ενός έργου του, προϋποτίθεται δέσμευση ότι απλώς θα αντικατασταθεί το ένα χαμένο ανάτυπο και δεν θα… αυξηθούν τα αντίγραφα, ρίχνοντας βεβαίως και την αρχική αξία.

«Πόσο εύκολο είναι να αντικαταστήσει κάποιος έργα του διάσημου φωτογράφου του Magnum Γιόζεφ Κουντέλκα, που φέρεται ότι έγιναν παρανάλωμα του πυρός ή του Καναδού Έντουαρντ Μπερτίνσκι;», λένε οι «πολέμιοι». Ή αναντικατάστατες Polaroid, όπως του Γιάννη Ψυχοπαίδη, που επίσης χάθηκαν μαζί με άλλες;

Εδώ από την πλευρά του διευθύνοντος έρχεται μια καλή είδηση, που δείχνει και πως κάποιοι στο εξωτερικό αντέδασαν απέναντι στην ελληνική καταστροφή, μεσούσης της κρίσης: ο Αλέν Φρεσέρ, διευθυντής του γαλλικού Στούντιο Κινηματογράφου, Φωτογραφίας και Βίντεο και φίλος του φιλέλληνα σκηνοθέτη Ζαν-Λικ Γκοντάρ, εξέφρασε την πρόθεση να δώσει στο μουσείο έργα ανάλογα με αυτά που χάθηκαν…