Από μασίφ χρυσό, από κράμα χρυσού ή επιχρυσωμένα, τα διαδήματα της αρχαιότητας συνόδευαν βασιλείς και βαθμοφόρους στη ζωή και στη μεταθανάτια κατοικία. Η μακεδονική γη «έφερε» στο φως αρκετά, που παραμένουν αταύτιστα.
Περίτεχνο ή κακότεχνο, πλούσια ή «φορτωμένα» διακοσμημένο, λεπτοδουλειά μακεδονικού εργαστηρίου ή παραφορτωμένο χρυσάφι, προϊόν θρακικών ή ανατολικομακεδονικών εργαστηρίων, το στεφάνι που βρέθηκε στα χέρια αρχαιοκαπήλων (συνοδευόμενο και από ολόχρυσο βαρύτιμο βραχιόλι) μόλις προχθές και χρονολογήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. προστίθεται στην ανεξάντλητη συλλογή αρχαίων στεφανιών της μακεδονικής γης. Εντυπωσιακά είναι τα πρώτα στοιχεία για το στεφάνι και δημιουργούν ερωτηματικά όσον αφορά την προέλευση, τη χρήση, την ιδιοκτησία και το ποιόν του, καθώς πρόκειται για το βαρύτερο (960 γραμμάρια — όταν το βαρύτερο μέχρι σήμερα, που βρέθηκε στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, ζύγιζε 714 γραμμάρια) από όσα χρυσά στεφάνια έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής.
Το νέο εύρημα είναι μία ακόμη απόδειξη ότι η χρυσοφόρος «εχέδωρη» μακεδονική γη κατέχει την πρώτη θέση σε ανάλογα ευρήματα, ακόμη και σήμερα.
«Φτιαγμένα κυρίως από χρυσάφι, αλλά και από μπρούντζο ή ασήμι, τα στεφάνια είναι πλουσιότερα και πιο περίτεχνα κατά το β’ μισό του 4ου αιώνα (εποχή του Φιλίππου Β’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου), ενώ στη συνέχεια σχηματοποιούνται και απλοποιούνται», παρατηρεί η αρχαιολόγος της ΙΣΤ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων Δέσποινα Ιγνατιάδου.
«Είναι αντικείμενα που γοητεύουν κοινό και αρχαιολόγους, είναι περιζήτητα από τους συλλέκτες, ενώ κρύβουν πολλά μυστικά. Είναι πολλά τα ζητήματα που δεν έχουμε ακόμη αποκρυπτογραφήσει σε σχέση με τα στεφάνια και ιδίως με τη χρήση τους. Αν και τα βρίσκουμε σε τάφους, δεν είναι ταφικά αντικείμενα. Χρησιμοποιούνται και στην πραγματική ζωή, σε τελετές-μυστήρια (πολιτικού, διοικητικού ή θρησκευτικού τύπου) ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα», σημείωσε η ίδια σε ημερίδα για τα στεφάνια του μακεδονικού βασιλείου στη Θεσσαλονίκη.
Είναι χαρακτηριστικό πως στα δώδεκα χρόνια, χάρη σε έναν συνδυασμό επίσημων ανασκαφών, λαθρανασκαφών, δράσης και σύλληψης αρχαιοκαπήλων, η μακεδονική γη «απέδωσε» δώδεκα εντυπωσιακά χρυσά στεφάνια. Αρχής γενομένης τον Αύγουστο του 2000 με την παράδοση στην αρχαιολογική υπηρεσία του εντυπωσιακού χρυσού στεφανιού με φύλλα κισσού από αγρότη, ο οποίος όπως αποκαλύφθηκε μετείχε σε κύκλωμα αρχαιοκαπήλων από την περιοχή της Νέας Απολλωνίας. Το στεφάνι επρόκειτο να πωληθεί αντί του ποσού των 150 εκατομμυρίων δραχμών, αλλά οι διαπραγματεύσεις χάλασαν και ο αρχαιοκάπηλος προτίμησε να το παραδώσει αντί να συλληφθεί. Το στεφάνι εκτέθηκε πρόσφατα στο Μουσείο του Λούβρου, στην έκθεση για την αρχαία Μακεδονία, και κοσμεί σήμερα την πλούσια συλλογή (την πλουσιότερη παγκοσμίως) χρυσών μακεδονικών στεφανιών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Τον Νοέμβριο του 2007 επαναπατρίστηκε το εντυπωσιακό χρυσό στεφάνι με φύλλα μυρτιάς που είχε κλαπεί από την περιοχή της Αμφίπολης Σερρών από αρχαιοκάπηλους πριν από 15 χρόνια και πουλήθηκε από τους ίδιους στην επιμελήτρια του Μουσείου Γκετί του Λος Άντζελες Μάριον Τρου.
Ακολούθησε μόλις τον Ιούνιο του 2008 η αποκάλυψη οκτώ χρυσών στεφανιών —τα τέσσερα πλεγμένα μεταξύ τους— των ελληνιστικών χρόνων, τοποθετημένων κατά πρωτόγνωρο για τους αρχαιολόγους τρόπο σε γυναικεία ταφή (δεν συνηθιζόταν ούτε σε τάφους βασιλέων), σε έναν από τους 840 τάφους του ανατολικού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, στη διασταύρωση των τροχιογραμμών του Μετρό, στο ύψος της Βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ήρθε στο φως το εντυπωσιακότερο και πλέον «μυστηριώδες» στεφάνι του μακεδονικού βασιλείου. Βρέθηκε στο ιερό της Εύκλειας στη Βεργίνα και αποδόθηκε αρχικά —με πολλές επιστημονικές αντιρρήσεις— στον νόθο γιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ηρακλή, γιο της Βυρσίνης.
Το περίεργο —επίσης αταύτιστο— στεφάνι, που βρέθηκε προχθές στα χέρια των αρχαιοκαπήλων, ανεβάζει τον… γνωστό τουλάχιστον αριθμό των εντοπισθέντων στεφανιών σε δώδεκα!