Ευτυχώς, αυτή τη φορά, δεν θάφτηκε κάτω από την άσφαλτο ή το μπετόν, όπως στην περίπτωση του παρόμοιου οικισμού στη Μάνδρα, που τον «κατάπιε» ο νέος δρόμος Λάρισας-Τρικάλων. Ο προϊστορικός οικισμός στη θέση Παλιόσκαλα της λίμνης Κάρλας (Βοιβηίδος) βρίσκεται σε στάδιο όχι απλά αποκάλυψης, αλλά γενικότερης ανάδειξης του χώρου. Επικράτησε άλλη λογική από την πολιτεία…
Η Παλιόσκαλα προβάλλει κι ως μια ευκαιρία τουριστικής ανάδειξης της ευρύτερης περιοχής γύρω από τη λίμνη, με τη δυνατότητα εκδρομών, ποδηλασίας, πεζοπορίας και βέβαια της επαφής των σύγχρονων με τον άγνωστο, στους πολλούς, λιμναίο πολιτισμό. Στην περιοχή εργάζεται για χρόνια ο αρχαιολόγος της ΙΕ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Γιώργος Τουφεξής, ο οποίος παραχώρησε σημαντικά και άγνωστα στοιχεία για το συγκεκριμένο χώρο, που έβγαλαν στην επιφάνεια τα έργα μερικής επανασύστασης της λίμνης.
Για τον προϊστορικό οικισμό της 5ης και 4ης χιλιετίας π.Χ. στην Παλιόσκαλα εκκρεμεί έργο του ΕΣΠΑ ύψους 900.000 ευρώ, με πέρας τα τέλη του 2013, που περιλαμβάνει μελέτη συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξής του.
Η μελέτη της αρχιτέκτονα της ΙΕ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Μαρίας Δαφούλα, περιλαμβάνει: Χώρο στάθμευσης και υποδοχής, περίφραξη αρχαιολογικού χώρου, κτίριο υποδοχής κοινού και φύλαξης, διάδρομο περιήγησης του χώρου, εργασίες συντήρησης των προϊστορικών κτισμάτων.
Τι είναι λοιπόν αυτός ο οικισμός, σύμφωνα με τον κ. Γ. Τουφεξή: «O οικισμός της τελικής Νεολιθικής περιόδου στη θέση Παλιόσκαλα βρισκόταν στην ανατολική όχθη της λίμνης Κάρλας (αρχαίας Βοιβηίδος) που αποξηράνθηκε το έτος 1962. Απλωμένος στους δυτικούς πρόποδες του Μαυροβουνίου, ο οικισμός έχει τη μορφή κυκλικής μαγούλας με διάμετρο περίπου 200 μ. και μέγιστο ύψος περίπου 6 μ., βρίσκεται δε περίπου 4,5 χλμ. νότια του χωριού Καλαμάκι (Δήμος Κιλελέρ).
»Η ανασκαφική έρευνα στον οικισμό πραγματοποιήθηκε το έτος 2002 σε έκταση 3,5 στρεμμάτων ενόψει της κατασκευής του Συλλεκτήρα Σ3 του Ταμιευτήρα Κάρλας, ο οποίος κατά την αρχική υδραυλική μελέτη διερχόταν μέσω του οικισμού. Μετά την ανασκαφή, το ΥΠΠΟΤ αποφάσισε τη διατήρηση του οικισμού και ο Συλλεκτήρας Σ3 μετατοπίστηκε δυτικά αυτού.
»Ο οικισμός περιβάλλεται από λιθόκτιστους περιβόλους σε ομόκεντρη διάταξη, δημιουργώντας ένα περικεντρικό σύστημα οργάνωσης του ενδοκοινοτικού χώρου. Οι εξωτερικοί περίβολοι στο βορειοανατολικό, ανατολικό και νότιο τμήμα καθώς και κάποιοι στο κεντρικό τμήμα του οικισμού είναι πρωτίστως αναλημματικοί, καθώς έχουν μόνον εξωτερικό μέτωπο και κλίση προς το κεντρικό και ψηλότερο τμήμα του οικισμού, συγκρατώντας το έδαφος, είναι δε κατασκευασμένοι με ασβεστολιθικές πέτρες μικρού και μεσαίου μεγέθους συνδεόμενες με λίγη λάσπη. Ο εξωτερικός αναλημματικός τοίχος στο νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα σώζεται κατά τόπους σε ύψος 2,30 μ. Οι αναλημματικοί περίβολοι φαίνεται ότι κατά ένα μέρος αποσκοπούσαν στην προστασία του οικισμού από τις απρόβλεπτες αυξομειώσεις της στάθμης της παρακείμενης λίμνης αλλά και των επιφανειακών υδάτων από τις παρακείμενες κλιτύες του όρους Μαυροβούνι, που αποτελούσαν μέρος της λεκάνης απορροής της λίμνης, διασφαλίζοντας πιο στεγνό περιβάλλον για την ανάπτυξη του οικισμού.
»Το κεντρικό τμήμα του οικισμού καταλαμβάνει ένα κτίσμα με μεγαροειδή κάτοψη, το εσωτερικό του οποίου καλύπτεται εξ ολοκλήρου από λίθους σε πυκνή διάταξη αλλά η ανασκαφή του δεν έχει ολοκληρωθεί. Εν μέρει πάνω σ’ αυτό θεμελιώθηκε ένα μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα με διαφορετικό προσανατολισμό, το οποίο δεν σχετίζεται με τον προϊστορικό οικισμό αλλά χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους. Το «μεγαροειδές» κτίσμα περιβάλλεται στενά από δύο ομόκεντρους λιθόκτιστους περιβόλους, κοντά ο ένας στον άλλο. Γύρω από το οικιστικό αυτό σύνολο διαμορφώνεται μια στενή περιοχή με μικρά τετράπλευρα όμορα κτίσματα, η οποία φαίνεται ότι περιβαλλόταν, επίσης, από τουλάχιστον δύο άλλους λιθόκτιστους περιβόλους. Εξωτερικά της περιοχής αυτής διαμορφώνεται ένα ευρύχωρο πλάτωμα-άνδηρο που περιβάλλεται από έναν ισχυρό λιθόκτιστο περίβολο με πλάτος κατά τόπους 1,5 μ. Μία είσοδος πλάτους 2 μ. στο ανατολικό τμήμα του περιβόλου καταργήθηκε σε δεύτερη φάση από έναν άλλο τοίχο που κτίστηκε πάνω σ’ αυτόν. Στο ευρύχωρο πλάτωμα ανασκάφηκαν κατασκευές, διάφορα κτίσματα και κατοικίες με επιμέρους αρχιτεκτονικές φάσεις. Οικιστικά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν και πέραν του εξωτερικού αναλημματικού περιβόλου στο νοτιοανατολικό τμήμα της ανασκαφής, υποδεικνύουν ευρύτερη διασπορά της κατοίκησης γύρω από το κεντρικό τμήμα του οικισμού.
Στα πολλά μικρά ευρήματα της ανασκαφής περιλαμβάνονται πήλινα ειδώλια, μαρμάρινα κεφάλια ακρόλιθων ειδωλίων, ένα σπάνιο περίαπτο από όστρεο, πελεκητά εργαλεία κυρίως από πυριτόλιθο, αρκετοί λίθινοι πελέκεις καθώς και ένας χάλκινος, μυλόπετρες, πήλινα σφοντύλια, οστέινα εργαλεία κ.ά.
»Με βάση τη μελέτη των ευρημάτων και τις ραδιοχρονολογήσεις, ο οικισμός χρονολογείται στη Νεότερη και Τελική Νεολιθική περίοδο, σύμφωνα δε με τις διαθέσιμες ραδιοχρονολογήσεις μεταξύ 4690-3803 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι κατά την αρχική του κατοίκηση ο οικισμός ήταν για κάποιο διάστημα σύγχρονος με το γνωστό οικισμό του Διμηνίου στην περιοχή του Βόλου».
Η Κάρλα
«Ένα βασικό ζήτημα που θέτει η ανασκαφή στον οικισμό της Παλιόσκαλας, είναι η έκταση της λίμνης Βοιβηίδας ή Κάρλας στα προϊστορικά χρόνια. Πριν την αποξήρανση της λίμνης στη δεκαετία του 1960, ο οικισμός της Παλαιόσκαλας βρισκόταν στην ανατολική όχθη της, όπως πιθανότατα και κατά τη διάρκεια της προϊστορικής κατοίκησης στον εν λόγω οικισμό. Η παρουσία της λίμνης καθώς και των ελωδών εκτάσεων και βάλτων γύρω από αυτήν εξηγεί και τον μικρό αριθμό προϊστορικών οικισμών στην περιοχή αυτή συγκριτικά με την ιδιαίτερα πυκνή διασπορά των οικισμών της νεολιθικής και χαλκής εποχής στο υπόλοιπο τμήμα της Ανατολικής Θεσσαλικής πεδιάδας, αν και δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η ύπαρξη λιμναίων οικισμών εντός της λίμνης. Η αυξομείωση της στάθμης της λίμνης μέχρι τους σύγχρονους χρόνους ήταν συνεχής και απόρροια της ιδιαίτερης υδρογραφίας και φυσιογραφίας της και γι’ αυτό προτάθηκαν διάφορες απόψεις για την έκτασή της στην προϊστορική περίοδο. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες απόψεις η στάθμη της λίμνης μετά τη Μέση Νεολιθική περίοδο δεν ξεπέρασε σε υψόμετρο τα 50 μ., ενώ στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής βρισκόταν περίπου στα 64 μ. ή ότι κυμαινόταν εν γένει μέχρι το υψόμετρο 44 μ. Η δεύτερη άποψη συμφωνεί περισσότερο με τα δεδομένα του οικισμού της Παλιόσκαλας, οι χαμηλότερες κλιτύες του οποίου βρίσκονται σε υψόμετρο περίπου 47/46 μ. Μετά την κατασκευή ευρύτερων αντιπλημμυρικών έργων στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα που διευθέτησαν τα υπερχειλίζοντα νερά του Πηνειού Ποταμού που κατέληγαν στη λίμνη, η στάθμη της σταθεροποιήθηκε σε μέγιστο υψόμετρο 47,65 μ. και τα χαμηλότερα τμήματα του οικισμού της Παλιόσκαλας βρίσκονταν κατά περιόδους υπό κατάκλιση. Η λίμνη περιβάλλεται από ορεινούς όγκους μόνο στην ανατολική και νότια πλευρά της, ενώ προς δυσμάς και βορρά απλώνεται η πεδιάδα της θεσσαλικής λεκάνης. Σε περιόδους περιορισμένης έκτασης της λίμνης είναι πιθανόν να υπήρχαν στην περιοχή βραχύβιοι προϊστορικοί οικισμοί που δεν είναι σήμερα ορατοί, καθώς θάφτηκαν από τις αποθέσεις της λίμνης.
»Ο οικισμός στην Παλιόσκαλα βασίζεται σε μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία και στην εκμετάλλευση του λιμναίου υδάτινου στοιχείου. Οι πτυχωτές πλαγιές του Μαυροβουνίου με τις μικρές κοιλάδες ανάμεσά τους είναι κατάλληλες για μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. Οι υγρές περιοχές της λίμνης προσέφεραν καλή βοσκή το καλοκαίρι, το ίδιο και οι πλαγιές του Μαυροβουνίου το χειμώνα. Από την άλλη, το κυνήγι στο υδροχαρές περιβάλλον της λίμνης και στο βουνό, ήταν ιδιαίτερα πλούσιο. Ικανοποιητική ποσότητα οστών ζώων, μυλόλιθοι αλλά λίγοι σπόροι στα δείγματα επίπλευσης, αιχμές και βλήματα σφενδονών, ταιριάζουν στην παραπάνω εικόνα. Από την άλλη, οι εκτάσεις που προέκυπταν από την υποχώρηση της στάθμης της λίμνης ήταν τόσο εύφορες που στα πρόσφατα χρόνια πριν την αποξήρανση της λίμνης υπήρχαν καλλιέργειες από την άνοιξη έως το καλοκαίρι, ενώ η σπορά θα μπορούσε να γίνει ακόμα και χωρίς όργωμα στις φυσικές αυλακιές που σχημάτιζε το νερό κατά την υποχώρησή του. Αν και προς το παρόν, εντοπίστηκαν στον οικισμό ελάχιστα οστά ψαριών, η αλιεία στη λίμνη πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Το γεγονός ότι απουσιάζουν “σύνεργα ψαρέματος” (αγκίστρια, βαρίδια κ.λπ.), υποδεικνύει ότι για το ψάρεμα χρησιμοποιούνταν δίχτυα ή παγίδες, κατά την πρακτική των ψαράδων της Κάρλας».