Σημαντικό αρχαιολογικό υλικό προς διερεύνηση αποτελούν οι αρχαίοι τάφοι που ήρθαν στο φως με αφορμή την έναρξη εργασιών για την επαναδημιουργία του ταμιευτήρα της Κάρλας και χρονολογούνται στο τέλος της Μέσης Εποχής Χαλκού.
Οι έντεκα συνολικά τάφοι βρέθηκαν σε βάθος δύο περίπου μέτρων, είναι ιδιαίτερα επιμελημένοι, περιείχαν περισσότερες της μίας ταφές, καθώς και πολυάριθμα αγγεία της συγκεκριμένης περιόδου, ιδιαίτερης, ωστόσο, αισθητικής και τεχνοτροπίας.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της ερευνητικής ομάδας, οι οποίες ανακοινώθηκαν, εξάλλου, στο 4ο Συνέδριο για το Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, τα συγκεκριμένα αγγεία μαρτυρούν εμπορική επικοινωνία με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου.
Στην εισήγηση των αρχαιολόγων της ΙΓ′ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καλλιόπης Αλματζή και Δημήτρη Αγνουσιώτη, επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «το στοιχείο που καθιστά ιδιαίτερα τα συγκεκριμένα ευρήματα είναι η ποιότητά τους και η σπανιότητά τους για την περιοχή.
Η ύπαρξη μινυακών (συγκεκριμένος τύπος αγγείων που βρέθηκαν για πρώτη φορά στις ανασκαφές του H.Schliemann στον Ορχομενό της Βοιωτίας) και αμαυρόχρωμων αγγείων στην περιοχή της Κάρλας και γενικότερα της ανατολικής Θεσσαλίας, δεν αποτελεί τον κανόνα για όλους τους οικισμούς».
Όπως μαρτυρούν τα ευρήματα των συγκεκριμένων αρχαίων τάφων «κάποιες ομάδες ορισμένων οικισμών είχαν αποκτήσει πρόσβαση σε ορισμένα δίκτυα ανταλλαγών και συμμαχιών με άλλους οικισμούς, καταδεικνύοντας μια μορφή επιδεικτικής κατανάλωσης, σε μια απόπειρα προβολής, διαφοροποίησης και ενδυνάμωσης της κοινωνικής τους ταυτότητας, μέσα σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό» σύμφωνα με την επισήμανση των δύο αρχαιολόγων της ΙΓ′ Εφορείας.
Οι τάφοι, που όπως προαναφέρθηκε, ανήκουν στην Μέση Εποχή του Χαλκού και στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, δηλαδή στο 1700-1600 πΧ, δείχνουν τη σαφή τάση που επικρατούσε κατά στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σε σχέση με τα κτερίσματα.
Όπως προαναφέρθηκε, στους τάφους βρέθηκαν πολυάριθμα αγγεία, καθώς και σφονδύλια, πήλινα διακοσμητικά με κωνικό σχήμα, τα οποία τοποθετούνταν κατά κύριο λόγο πάνω στα ρούχα των νεκρών και στο ύψος των ποδιών, στο πλαίσιο των ιδιαίτερων ταφικών εθίμων που επικρατούσαν κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι δέκα τάφοι ήταν ενηλίκων και ο ένας παιδικός, στον οποίο δεν βρέθηκαν, ωστόσο, οστά, παρά μόνο κτερίσματα.
Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα στα αγγεία που βρέθηκαν, περίπου είκοσι συνολικά, είναι μονόχρωμα, με πολύ στιλπνή επιφάνεια, πολύ καλής ποιότητας, τα οποία εκτιμάται ότι είναι εισαγόμενα, ενώ ορισμένα άλλα διακοσμημένα αγγεία, τα λεγόμενα αμαυρόχρωμα, εισάγονται από άλλες περιοχές της Θεσσαλίας είτε από τη νότια Ελλάδα.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τέτοιου τύπου αγγεία δεν συναντώνται στους οικισμούς αλλά σε τάφους, γεγονός που σημαίνει ότι είναι ιδιαίτερα αντικείμενα τα οποία εισάγονται, προκειμένου να συνοδεύσουν τους νεκρούς, στο μακρύ τους ταξίδι στον άλλο κόσμο.
Υλικό προς διερεύνηση
Οι τάφοι που ήρθαν στο φως το 2010 στην περιοχή της Κάρλας, στο πλαίσιο κατασκευής του έργου «Αγωγός μεταφοράς και διανομής νερού λίμνης Κάρλας», είναι κατασκευασμένοι από ασβεστολιθικές ή σχιστολιθικές πλάκες.
Οι νεκροί είναι τοποθετημένοι σε συνεσταλμένη στάση, με τα χέρια λυγισμένα και τοποθετημένα στον θώρακα και τα πόδια επίσης λυγισμένα και το κεφάλι τοποθετημένο αριστερά. Στους τάφους όπου εντοπίστηκαν περισσότερες της μιας ταφές, παρατηρείται παραμερισμός των οστών παλαιότερων ταφών στην ανατολική πλευρά του τάφου, δηλαδή στην περιοχή των ποδιών, προκειμένου να τοποθετηθεί το σώμα του νέου νεκρού. Σε ορισμένους μάλιστα τάφους, υπήρχε αναμόχλευση των οστών από πλημμύρα. Τα αγγεία, τα οποία τοποθετούνταν είτε στα πόδια είτε στο θώρακα του νεκρού, είναι ως επί το πλείστον χειροποίητα.
Οι ομαδικοί ενταφιασμοί και η επαναχρησιμοποίηση των ίδιων τάφων είναι έθιμο που καθιερώνεται κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και αποτελεί μια ξεκάθαρη προσπάθεια ορισμένων οικογενειών, προκειμένου να τονίσουν τις συγγενικές σχέσεις, είτε εξ αίματος, είτε εξ αγχιστείας, ταυτόχρονα δε και της καταγωγής τους, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησής τους από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας.
Παράλληλα «οι συγκεντρώσεις τάφων που πιθανότατα συνιστούν συστάδες, δηλώνουν πιθανόν την πρόθεση οριοθέτησης του ταφικού τους χώρου, για να τονίσουν τον κοινωνικό τους ρόλο. Το φαινόμενο αυτό θα κορυφωθεί στην περιοχή κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, με τους ομαδικούς ενταφιασμούς σε μικρούς θολωτούς και σε θαλαμοειδείς τάφους, καθώς υπάρχουν πολλά παραδείγματα από τις θέσεις Κορυφούλα, Άγιος Αθανάσιος, Τσιγγενίνα και Βελεστίνο» υπογραμμίζουν οι αρχαιολόγοι της ΙΓ′ ΕΠΚΑ.
Το σημαντικό αρχαιολογικό υλικό που ήρθε στο φως, θα αποτελέσει, όπως όλα δείχνουν, κομβικό σημείο περαιτέρω έρευνας, καθώς θα πραγματοποιηθεί οστεολογική εξέταση των οστών, προκειμένου να διαπιστωθεί το φύλο και η ηλικία των νεκρών, οι οποίοι ανέρχονται σε τριάντα περίπου και ως εκ τούτου αποτελούν ικανό δείγμα προς διερεύνηση στο πεδίο της παλαιοανθρωπολογίας.
Οι επιστημονικές πληροφορίες που αντλούνται από το συγκεκριμένο νεκροταφείο, σε συνδυασμό με αντίστοιχα δεδομένα από άλλα νεκροταφεία που έχουν βρεθεί στην περιοχή της Θεσσαλίας και με τα λιγοστά στοιχεία που αντιστοιχούν στα οικιστικά σύνολα, αναδεικνύουν ως ένα βαθμό το γενικότερο κλίμα της συγκεκριμένης περιόδου, που χαρακτηρίζεται από αλλαγές και ανακατατάξεις σε σχέση με τις πρωιμότερες φάσεις της Μέσης Εποχής Χαλκού.
Παράλληλα όμως, «δημιουργούν υπόνοιες για την ύπαρξη ανταγωνιστικών κοινωνικών ομάδων και κοινοτήτων, που δρουν στο πλαίσιο προσπάθειας αναπροσδιορισμού ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων», όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά η κ. Αλματζή και ο κ. Αγνουσιώτης.
Εξίσου σημαντικό είναι, εξάλλου, το γεγονός ότι η προσφορά αγγείων πόσης και πρόχυσης στους νεκρούς είναι μια πρακτική που παρατηρείται κατά κόρον σε ορισμένους τάφους της συγκεκριμένης περιόδου και πιθανότατα εντάσσεται στο πλαίσιο μιας απόπειρας ενδυνάμωσης της κοινωνικής ταυτότητας μέσα από τελετουργίες κατανάλωσης υγρών.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι τάφοι που βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή της Κάρλας, δίνουν σημαντικά στοιχεία σχετικά με τα έθιμα και τις συνήθειες που παρατηρούνταν πριν από 3.700 χρόνια περίπου, αποτυπώνοντας με εύγλωττο τρόπο τη μακρά διαδρομή που ακολουθήθηκε στο πεδίο της μακραίωνης εξέλιξης και του πολιτισμού.