Η μέχρι σήμερα αρχαιολογική έρευνα στους παραποτάμιους αλλά και πιο ορεινούς οικισμούς της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα, έφερε στο φως μια μεγάλη σειρά αρχαιολογικών ευρημάτων και πληροφοριών, που σκιαγραφούν την εικόνα της κατοίκησης στην περιοχή από την προϊστορική εποχή μέχρι και το τέλος της αρχαιότητας.

Οι περισσότεροι οικισμοί εντοπίζονται σε υπερυψωμένα παραποτάμια πλατώματα ή λοφίσκους, πολύ συχνά δίπλα σε μεγάλα ρέματα, από τα οποία και υδροδοτούνταν. Συγκέντρωση και διαχρονική κατοίκηση παρατηρείται σε περιοχές που βρίσκονται πάνω στους οδικούς άξονες, σε συνάρτηση πάντα με τα ποτάμια περάσματα (σημ. 1).

Όλες οι ανασκαφές υπαγορεύτηκαν από σωστικούς λόγους. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται για θέσεις που έχουν διαβρωθεί σε ποικίλο βαθμό από τα νερά της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου (σημ. 2). Η παρουσίαση που ακολουθεί, γίνεται από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά και από τα αριστερά της ροής του ποταμού, κατά μήκος του οποίου αναπτύχθηκαν οι περισσότεροι οικισμοί.

α) Ανασκαμμένοι οικισμοί στα αριστερά του ρου του Αλιάκμονα

Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Αιανής, θέση Πολεμίστρα: Κάτω από ένα παχύ στρώμα (4 μ.) αλλουβιακών αποθέσεων, στην παρειά που σχηματίστηκε από τη διάβρωση της λίμνης, εντοπίστηκε οικισμός της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και υστερότερο νεκροταφείο (σημ. 3), της Μέσης Εποχής του Χαλκού, που σχετίζεται με τον οικισμό της περιόδου που αναπτύχθηκε σε όμορα μικρότερα πλατώματα. Κάποια ψηλότερα σημεία της περιοχής κατοικήθηκαν στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και τη Ρωμαϊκή εποχή.

Το 1994 πραγματοποιήθηκε συστηματική επιφανειακή έρευνα, στρωματογραφική μελέτη της θέσης και ανασκαφή του ενός από τα δύο εντοπισμένα κτίσματα.

Το κτίσμα, του οποίου η αρχική φάση είχε καταστραφεί από φωτιά, είχε λιθόκτιστο θεμέλιο και κρηπίδα, σωζόμενου ύψους 0,80 μ., κατασκευασμένα με την τεχνική του «ψαροκόκαλου», αρκετά διαδεδομένη στο πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η ανωδομή του ήταν από πλιθιά. Είχε επιμήκη κάτοψη, μήκους μέχρι 11 μ., με βάση το σωζόμενο μήκος των 9 μ. του ενός μακρού τοίχου, και πλάτος 3 μ. τουλάχιστον, προστώο στη μία (βόρεια) στενή πλευρά, διαστάσεων 1×3 μ., και πιθανό προσανατολισμό βόρεια-νότια, με είσοδο στα βόρεια. Στη νοτιοδυτική γωνία του προστώου βρέθηκε εγχυτρισμός μικρού παιδιού. Πάνω από το στρώμα καταστροφής του κτίσματος διασώθηκε τμήμα υστερότερου λίθινου κυκλικού περιβόλου. Η ραδιοχρονολόγηση τοποθετεί τα ευρήματα στο 1968-1765 π.Χ.

Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Αιανής, θέση Πάλλα Ράχη: Η θέση κατοικήθηκε κατά τη Μέση, Νεότερη και Τελική Νεολιθική περίοδο, την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού αλλά και κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.

Το 1999, στο πλαίσιο κατασκευής της εθνικής οδού Κοζάνης-Ρυμνίου, διενεργήθηκε σωστική ανασκαφική έρευνα, η οποία έφερε στο φως διαλυμένες οικιστικές επιχώσεις των προϊστορικών χρόνων (σημ. 4).

Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Ελίμειας, τοπική κοινότητα Σπάρτου, θέση Δασύλλιο: Το 1995 ερευνήθηκαν διαλυμένες οικιστικές επιχώσεις της Μέσης Εποχής του Χαλκού και των βυζαντινών χρόνων. Στην αρχική φάση ανάγεται μια συγκέντρωση καμένου οικοδομικού υλικού και οστράκων, ενώ στη βυζαντινή εποχή δύο απορριμματικοί λάκκοι.

Δήμος Κοζάνης, δημοτική ενότητα Ελίμειας, τοπική κοινότητα Σπάρτου, θέση Παλιόχανο: Πρόκειται για διαβρωμένο οικισμό της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Η θέση κατοικήθηκε επίσης και κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους.

Το 1996 εντοπίστηκε και ανασκάφηκε τμήμα υπόγειου ή ισόγειου χώρου κατοικίας της Μέσης Εποχής του Χαλκού, η οποία καταστράφηκε από φωτιά. Είχε ευθύγραμμη κάτοψη και ήταν κατασκευασμένη από πηλό και ξύλα. Στο φυσικό επικλινές έδαφος, που αποτελούσε και το δάπεδο του σωζόμενου χώρου, είχαν ανοιχτεί αρκετοί μικροί, κωνικοί λάκκοι, για άμεση αποθήκευση ή στήριξη αποθηκευτικών αγγείων. Διασώθηκαν έξι από αυτούς, ο ένας από τους οποίους περιείχε απανθρακωμένα βελανίδια. Κάτω από το στρώμα καταστροφής βρέθηκαν δύο πήλινα κανθαρόσχημα αγγεία, υφαντικά βάρη και τμήματα πιθοειδών αγγείων. Η ραδιοχρονολόγηση τοποθετεί το κτίσμα στο 1880-1746 π.Χ.

Στον ίδιο χώρο εντοπίστηκε και ανασκάφηκε διαλυμένος εγχυτρισμός της ίδιας περιόδου και, το 2001, μια σύγχρονη πιθανόν ταφή και δύο απορριμματικοί λάκκοι των βυζαντινών χρόνων.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Μεσσιανής, θέση Φαράγγι: Το 1998 ερευνήθηκαν οικιστικές επιχώσεις διαβρωμένου από τη λίμνη οικισμού της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής, καθώς και των αρχών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Η θέση κατοικήθηκε επίσης και κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους.

Ανασκάφηκαν 11 λάκκοι, οι περισσότεροι της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, ένας της Νεότερης Νεολιθικής και ένας των ελληνιστικών χρόνων. Ακόμη, 6 πιθοειδείς αποθηκευτικές κατασκευές, της Τελικής Νεολιθικής ή (πιθανότατα) της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.

Όλοι σχεδόν οι λάκκοι της Εποχής του Χαλκού ήταν απορριμματικής χρήσης και ένας πιθανόν και ταφικής. Περιείχαν πλήθος ευρημάτων, όπως όστρακα αγγείων, κόκαλα ζώων, μικροευρήματα και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Διαφοροποίηση εμφανίζει ένας επιμήκης λάκκος, διαστάσεων 2,50×3,50 μ. και σωζόμενου βάθους 0,25 μ., τα χαρακτηριστικά του οποίου παραπέμπουν σε χώρο κατοικίας.

Η λειτουργία του μερικώς ανασκαμμένου νεολιθικού λάκκου δεν έχει αποσαφηνιστεί. Πιθανόν πρόκειται για υπόγειο χώρο κτίσματος, με δευτερογενή απορριμματική χρήση.

Οι πιθοειδείς κατασκευές είναι ανοιγμένες στο φυσικό και έχουν σχήμα κυλινδρικό, με επίπεδο πυθμένα. Τα τοιχώματά τους φέρουν παχύ επίχρισμα, πάχους 10 εκ. περίπου, από πορτοκαλόχρωμο πηλό. Η εξωτερική διάμετρός τους είναι 0,60 μ., ενώ το σωζόμενο ύψος τους 0,30-0,50 μ. Ερμηνεύονται ως αποθηκευτικοί χώροι (εικ. 1).

Ο οικισμός κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, λόγω της κατοίκησής του στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου και στις αρχές της Εποχής του Χαλκού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η κεραμική της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, η οποία δεν είναι η τυπική της κοιλάδας του Αλιάκμονα, αλλά χαρακτηριστική του πολιτισμού Baden, της Ουγγαρίας και Βουλγαρίας.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Ροδίτη, θέση Παλιάμπελα: Ο οικισμός έχει μορφή πολύ χαμηλής τούμπας και έκταση 30 στρεμμάτων. Εντοπίζεται στα βόρεια όρια της κοιλάδας, 5 χλμ. από τον Αλιάκμονα, σε πλάτωμα που διαμορφώνεται στους πρόποδες του ορεινού όγκου, στα αριστερά ενός μεγάλου ρέματος. Η περιορισμένης έκτασης σωστική ανασκαφή που διενεργήθηκε αποκάλυψε αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Αρχαιότερης Νεολιθικής, ενώ το επιφανειακό υλικό από την ευρύτερη περιοχή υποδηλώνει κατοίκηση σε όλη τη Νεολιθική εποχή και σε κάποια φάση της Εποχής του Χαλκού.

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που αποκαλύφθηκαν ορίζουν τρεις φάσεις χρήσης του χώρου και συνδέονται με χώρους οικοτεχνικής δραστηριότητας. Πρόκειται για τρία μικρά κυκλικά δάπεδα, σκαμμένα στο φυσικό, μέγιστης διαμέτρου 1,70 μ. και βάθους 10 εκ., με πασσαλότρυπες στην περιφέρειά τους, καθώς και μια μικρότερη κυκλική κατασκευή με έντονα ίχνη καύσης. Ανάμεσα και πάνω στα δάπεδα, ερευνήθηκε μάζα οικοδομικού υλικού από επάλληλα στρώματα πηλού και στάχτης. Το σύνολο διαταράσσεται από έναν μεγάλο υστερότερο λάκκο με μεγάλη ποσότητα αρχαιολογικού υλικού, στον πυθμένα του οποίου είχε ανοιχθεί μικρός λάκκος για την ταφή ενός νηπίου.

Από τα κινητά ευρήματα ξεχωρίζει μια ομάδα 10 μεγάλων πήλινων πηνίων, πιθανότατα υφαντικά βάρη, που εντοπίστηκαν πάνω σε ένα από τα δάπεδα και βεβαιώνουν την ανάπτυξη υφαντικής τέχνης στον οικισμό και στον συγκεκριμένο χώρο (εικ. 2).

Η ραδιοχρονολόγηση τοποθετεί τα ευρήματα στο 6220-5900 π.Χ.

β) Ανασκαμμένοι οικισμοί στα δεξιά του ρου του Αλιάκμονα

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Καμβουνίων, τοπική κοινότητα Φρουρίου, θέση Κάμπος: Στη μικρή παραποτάμια κοιλάδα που διαμορφώνεται στα δυτικά όρια της λεκάνης, η κατασκευή του Υδροηλεκτρικού Έργου Μέσου Αλιάκμονα (Ιλαρίωνα) από τη ΔΕΗ υπαγόρευσε την πραγματοποίηση επιφανειακής έρευνας και σωστικής ανασκαφής, κατά τα έτη 1994-1996. Στην περιοχή διαπιστώθηκε κατοίκηση κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και τους ελληνιστικούς χρόνους.

Στο χώρο των εργασιών ανασκάφηκαν εργαστηριακοί χώροι των ρωμαϊκών χρόνων, συγκεκριμένα, ένας κλίβανος και ένα μικρό τετράγωνο κτίσμα, τα οποία είχαν κατασκευαστεί στη θέση δύο λαξευτών θολωτών τάφων με δρόμο, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Το πλήθος των πήλινων αγγείων με τα οποία ήταν κτερισμένοι οι νεκροί χρησιμοποιήθηκε για το μπάζωμα μιας φυσικής κοιλότητας. Στον ίδιο χώρο ανασκάφηκε επίσης ένας απορριμματικός λάκκος, ο οποίος με βάση μία ραδιοχρονολόγηση τοποθετείται στο 786-549 π.Χ. και συνδέεται με τον όμορο οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Αυλών, θέση Ξερόλακκας ή Καμίνια: Στα βόρεια όρια ενός οικισμού των αρχών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού εντοπίστηκαν οκτώ κλίβανοι, από τους οποίους ανασκάφηκαν οι δύο. Έχουν κυκλική κάτοψη, διαμέτρου 2 μ., με δρόμο στα βορειοδυτικά και ορίζονται από πήλινο τοίχο, σωζόμενου ύψους 0,70 μ. Η χρονολόγησή τους παραμένει αβέβαιη.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Κρανιδίων, θέση Κρυόβρυση: Η θέση έχει διαβρωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά από τα νερά της λίμνης. Ερευνήθηκε κατά τα έτη 1986, 1992, 1993 και 1997. Το επιφανειακό υλικό απλώνεται σε δύο πλατώματα και χρονολογείται στην Αρχαιότερη, Μέση και Τελική Νεολιθική περίοδο, καθώς και στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, τη Γεωμετρική εποχή, τους ελληνιστικούς και βυζαντινούς χρόνους.

Στη σημερινή επιφάνεια του ενός πλατώματος διαγράφεται μεγάλος αριθμός λάκκων ανοιγμένων στο φυσικό, καθώς και μία τάφρος. Ανασκαφικά ερευνήθηκαν επιχώσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής, σε μια φυσική κοιλότητα του εδάφους και πέντε λάκκοι διαφορετικής χρονολόγησης. Οι δύο από αυτούς ανάγονται στη Μέση Νεολιθική και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως απορριμματικοί, όπως και ένας παρόμοιος της βυζαντινής εποχής. Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ανάγονται δύο μικρότεροι, αποθηκευτικής χρήσης, με λιγοστά ευρήματα και τοιχώματα επιχρισμένα με πηλό.

Από το νεκροταφείο που βρίσκεται στον ίδιο χώρο, ερευνήθηκαν οκτώ κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι περισσότεροι διαταραγμένοι, ενώ τα δύο μυκηναϊκά αγγεία που διασώθηκαν το χρονολογούν στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.

Για την κατασκευή τεσσάρων από τους τάφους χρησιμοποιήθηκε σε δεύτερη χρήση ένα σύνολο 11 λίθινων ανθρωπόμορφων στηλών (ακέραιες ή τμήματά τους), που αποδίδουν πολύ σχηματικά την ανθρώπινη μορφή. Η αρχική χρονολόγησή τους δεν είναι βέβαιη, θεωρούμε όμως πιθανή την τοποθέτησή τους στα τέλη των νεολιθικών χρόνων. Ανάλογα ευρήματα από τρεις ακόμα θέσεις της κοιλάδας βεβαιώνουν την αρκετά διαδεδομένη σε κάποια χρονική περίοδο συνήθεια της κατασκευής ανθρωπόμορφων στηλών στην περιοχή και καθιστούν το σύνολο το μεγαλύτερο στον ελλαδικό χώρο.

Στο δεύτερο πλάτωμα εντοπίστηκαν τρία τμήματα τεφροδόχων αγγείων των γεωμετρικών χρόνων, τρία ακόμα αγγεία όμοιας πιθανόν χρήσης και ένας εγχυτρισμός. Ανασκάφηκε επίσης ορθογώνιος κλίβανος με δρόμο για ψήσιμο κεραμίδων στέγης, των ελληνιστικών χρόνων, ενώ διαπιστώθηκε η ύπαρξη τριών ακόμη σύγχρονων, κυκλικών.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Γουλών, θέση Βαρεμένοι ή Νησί: Πρόκειται για παραποτάμιο νεολιθικό οικισμό με μορφή τούμπας και έκταση 30 στρεμμάτων. Η θέση κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο.

Το 2001 ερευνήθηκαν στρώματα κατοίκησης που χρονολογούνται στις αρχές της Μέσης Νεολιθικής και στην Αρχαιότερη Νεολιθική. Ήρθαν στο φως κατόψεις πασσαλόπηκτων κατοικιών της Μέσης Νεολιθικής, μία ταφή καύσης της Αρχαιότερης και δέκα λάκκοι της Μέσης και Νεότερης ή Τελικής Νεολιθικής. Μια σειρά ραδιοχρονολογήσεων τοποθετεί το σύνολο των ευρημάτων στο 6430-5670 π.Χ. και την ταφή καύσης στο 6070-5920 π.Χ.

Τα κτίσματα που αποκαλύφθηκαν έχουν ορθογώνια κάτοψη και προσανατολισμό βορειοανατολικά-νοτιοδυτικά (εικ. 3). Οι διαστάσεις τους είναι μικρές, περίπου 1,50×3 μ., σύμφωνα με το δάπεδο που αποκαλύφθηκε ολόκληρο. Οι τοίχοι έχουν πλάτος 30-40 εκ., ενώ για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν πάσσαλοι διαμέτρου 10-20 εκ., πυκνά τοποθετημένοι ανά 10-20 εκ. μέσα σε τάφρο θεμελίωσης, η οποία στη συνέχεια μπαζώθηκε με πέτρες και χώμα. Στο εσωτερικό τους υπάρχουν λάκκοι, κάποιοι αποθηκευτικής χρήσης.

Ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα βρέθηκαν πολλά πήλινα αγγεία, κάποια με γραπτή διακόσμηση (εικ. 4). Τα κινητά ευρήματα αποτελούν επίσης λίθινα και οστέινα εργαλεία, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, κοσμήματα και άλλα μικροευρήματα.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, θέση Σκαμνιές: Το 1996 ερευνήθηκαν διαλυμένες οικιστικές επιχώσεις της ύστερης εποχής χαλκού και των ελληνιστικών χρόνων.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, θέση Παλιοκαστανιά: Πρόκειται για υπερυψωμένο και διαβρωμένο από τη λίμνη παραποτάμιο πλάτωμα. Η θέση ανασκάφηκε το 2000, το 2004 και το 2010.

Αποκαλύφθηκαν πιθεώνες και ένα κτίσμα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, απορριμματικοί λάκκοι των ρωμαϊκών χρόνων, οι οποίοι συνδέονται με τον οικισμό της περιόδου που εντοπίστηκε σε όμορο πλάτωμα και μια θερμική πηλοκατασκευή της Τελικής Νεολιθικής (4500-3000 π.Χ. περίπου), που ανήκει σε γειτονικό οικισμό. Στη βυζαντινή εποχή η θέση χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, από το οποίο ανασκάφηκε ένας τάφος.

Από τους τρεις εντοπισμένους αποθηκευτικούς χώρους, ο μεγαλύτερος ή ίσως καλύτερα σωζόμενος αποτελείται από 20 πίθους. Όλοι είναι τοποθετημένοι σε λάκκους μέσα στο φυσικό. Έχουν σχήμα ωοειδές, οξυπύθμενο και καστανοκόκκινη επιφάνεια. Σώζονται κυρίως από το ύψος της κοιλιάς και κάποιοι από τον ώμο και κάτω. Μαρτυρούνται τρία μεγέθη, με μέγιστο ύψος το 1,50 μ. και μέγιστη διάμετρο το 1 μ. Κάποιοι φέρουν εγχάρακτη διακόσμηση πάνω στο χείλος ή στην κοιλιά. Καλύπτονταν με λίθινα καπάκια (εικ. 5).

Στο χώρο παρατηρήθηκαν τρεις λιθοσωροί από τους οποίους ερευνήθηκε ο νοτιότερος. Ανήκε σε λιθόκτιστο κτήριο, πιθανόν της Εποχής του Σιδήρου, θεμελιωμένο πάνω στο φυσικό. Έχει προσανατολισμό νοτιοδυτικά-βορειοανατολικά, με αψιδωτή τη νοτιοδυτική στενή πλευρά και είσοδο μάλλον στη βορειοανατολική. Το μέγιστο σωζόμενο μήκος του είναι 11,60 μ., ενώ το πλάτος του έφτανε τα 6,40 μ. Οι εξωτερικοί τοίχοι έχουν πάχος 60 εκ. και είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους λίθους. Το κτήριο διαιρούνταν σε δύο χώρους κατά μήκος, ενώ το σωζόμενο δάπεδο του αψιδωτού χώρου ήταν από πλάκες αλειμμένες με πηλό.

Το σύνολο των δεδομένων του οικισμού οδηγεί σε μια χρονολόγηση σε πρώιμη φάση της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, γύρω δηλαδή στο 1100 π.Χ. Ο οικισμός είναι ο πρώτος που ανασκάφηκε στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, όπου η περίοδος είναι γνωστή μόνο από νεκροταφεία. Τα χαρακτηριστικά του μαρτυρούν πως πρόκειται για έναν σημαντικό οικισμό, με κεντρικό χαρακτήρα στη ζωή των κατοίκων της περιοχής.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, θέση Γέφυρα, «προϊστορικός οικισμός Σερβίων» (σημ. 5): Η θέση βρίσκεται σήμερα στον πυθμένα της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου. Ανασκάφηκε το 1930 και το 1971-1973. Κατοικήθηκε κατά τη Μέση και Νεότερη Νεολιθική περίοδο, την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και τη βυζαντινή εποχή.

Η ανασκαφή έφερε στο φως πασσαλόπηκτα κτίσματα της Μέσης Νεολιθικής, τα οποία σε κάποιες φάσεις έφεραν πιθανότατα και έναν όροφο. Στα δάπεδα διαπιστώθηκε η χρήση σανίδων ξύλου, αντίθετα με τα δάπεδα από πηλό της Νεότερης Νεολιθικής. Οι εστίες και οι φούρνοι εντοπίζονταν έξω από τα σπίτια, σε αύλειους χώρους.

Αποκαλύφθηκαν, επίσης, τάφροι της Μέσης Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού, καθώς και λάκκοι όλων εποχών κατοίκησης της θέσης, με αποθηκευτική ή απορριμματική χρήση, αλλά και για τη στήριξη πασσάλων.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Σερβίων, τοπική κοινότητα Λάβας, θέση Κασιάνη: Ο οικισμός εντοπίζεται στο ψηλότερο σημείο του φυσικού περάσματος του Σαρανταπόρου. Η ανασκαφή υπαγορεύτηκε από σωστικούς λόγους, καθώς η θέση κινδύνευε με κατάρρευση, όπως και έγινε, λόγω της άμεσης γειτνίασής της με το λιγνιτωρυχείο της Εταιρείας ΛΑΡΚΟ, η οποία χρηματοδότησε και την έρευνα.

Πρόκειται για ψηλό λόφο που διαμορφώνεται σε πλατώματα. Κατοικήθηκε κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και την ελληνιστική εποχή. Διερευνήθηκαν διαταραγμένες κυρίως αρχαιολογικές επιχώσεις των δύο νεότερων περιόδων χρήσης του χώρου και σε μικρή έκταση αδιατάρακτο στρώμα της Αρχαιότερης Νεολιθικής.

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μαρτυρούν κατασκευή ελαφριών κτισμάτων κατά την προϊστορική εποχή, από ξύλο με πιθανή επάλειψη λεπτού στρώματος πηλού, και λιθόκτιστα ή με λίθινα θεμέλια και πασσαλόπηκτη ανωδομή στην ελληνιστική.

Σε ένα από τα χαμηλά πλατώματα της θέσης αποκαλύφθηκαν ένας μικρός απορριμματικός λάκκος και ένα πιθάρι των ελληνιστικών χρόνων. Από τα σημαντικότερα κινητά ευρήματα της ανασκαφής είναι τα διάτρητα όστρακα τα οποία ανήκουν σε μικρά αγγεία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, αδιάγνωστης χρήσης.

Η ιδιαίτερη σημασία της ανασκαφής της Λάβας έγκειται κυρίως στο γεγονός του εντοπισμού στη συγκεκριμένη γεωγραφική θέση ενός οικισμού της Αρχαιότερης Νεολιθικής, καθώς όχι μόνο πρόκειται για τον μοναδικό μέχρι τώρα εντοπισμένο οικισμό της περιόδου σε τόσο ψηλό υψόμετρο (950μ.), αλλά και γιατί αυτός βρίσκεται πάνω στο μοναδικό φυσικό πέρασμα που ενώνει διαχρονικά τη Θεσσαλία με τη Δυτική Μακεδονία.

Αξιοσημείωτος είναι και ο ελληνιστικός οικισμός, καθώς δεν αποκλείεται να συνδέεται με τη φύλαξη των δύο φυσικών διόδων που εντοπίζονται στην περιοχή, του Κάστρου Σερβίων και του Στενού «Πόρτες».

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Βελβεντού, θέση Κάτω Μπράβας: Το 1996 ερευνήθηκαν διαλυμένες από τη λίμνη επιχώσεις οικισμού των ελληνιστικών χρόνων. Στο ανασκαμμένο τμήμα του οικισμού διαπιστώθηκε κατοίκηση και κατά τη Νεότερη/Τελική Νεολιθική περίοδο όπως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.

Η ανασκαφή έφερε στο φως τμήματα υπόγειων ή ισόγειων χώρων που αποτελούσαν αποθηκευτικούς χώρους μεγάλων, διώροφων πιθανόν κτισμάτων καθώς και ισόγεια κτίσματα με εστίες στο εσωτερικό τους. Το νεότερο κτίσμα καταστράφηκε ξαφνικά, πιθανόν από σεισμό, στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Στο στρώμα καταστροφής του, εκτός από τα πιθάρια που βρέθηκαν τοποθετημένα σε λάκκους ανοιγμένους στο φυσικό ή σε πρωιμότερα στρώματα κατοίκησης, βρέθηκαν και πολλά μεγάλα αγγεία, κάποια πεσμένα από τον πάνω όροφο (εικ. 6).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αποθετικοί λάκκοι, που ανοίχτηκαν μετά την καταστροφή του κτηρίου για να θαφτούν κάποια από τα ιερά αντικείμενα του χώρου. Έτσι διασώθηκε μια σειρά οκτώ πήλινων λατρευτικών ίσως ειδωλίων, εντυπωσιακών για το μέγεθος και την καλλιτεχνική τους εμφάνιση, που αποδίδουν κεφάλια ή προτομές γυναικείων μορφών, πιθανότατα κάποιες θεές ή νύμφες, σχεδόν σε φυσικό μέγεθος (εικ. 7). Τα ευρήματα αυτά, τα δεδομένα της κεραμικής και κάποια τυχαία ευρήματα από όμορα αγροτεμάχια, συνδέουν το κτίσμα με πιθανό χώρο ιερού, αφιερωμένου πιθανόν στη λατρεία του Δία Ύψιστου.

Δήμος Σερβίων-Βελβεντού, δημοτική ενότητα Βελβεντού, θέση Βασιλάρα Ράχη: Η θέση κατοικήθηκε κατά τη Νεότερη και Τελική Νεολιθική περίοδο, καθώς και την Πρώιμη και Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Ο οικισμός αναπτύχθηκε στη νοτιοδυτική πλαγιά και την κορυφή ενός μικρού λόφου ανάμεσα σε δύο ρέματα. Έχει μορφή ψηλής τραπεζιόσχημης τούμπας και έκταση 20 περίπου στρέμματα. Κατά το 1994-1996 πραγματοποιήθηκε σωστική ανασκαφική έρευνα, λόγω των ποικίλων καταστροφών που έχει δεχτεί κατά καιρούς η θέση.

Η ανασκαφή σε πέντε τομές έφερε στο φως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κυρίως της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Πρόκειται για πασσαλόπηκτες κατοικίες με δάπεδα από πηλό και με εστίες, πλατφόρμες και σε μια περίπτωση με έναν μικρό θολωτό φούρνο στο εσωτερικό τους (εικ. 8). Τα δάπεδα των εστιών και των φούρνων ήταν από πηλό πάνω στον οποίο υπήρχε επιφάνεια από όστρακα μεγάλων αγγείων επαλειμμένων με πηλό. Σε μία τομή τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα διακόπτονται από ένα μεγάλο υστερότερο λάκκο, με μεγάλη ποσότητα λίθων, ανάμεσά τους και πολλές μυλόπετρες.

Τμήμα καμένου, κυκλικού δαπέδου με τρεις επάλληλες φάσεις, διαμέτρου 1,30 μ., και έντονα ίχνη ισχυρής καύσης, ανήκει πιθανότατα σε θερμαντική κατασκευή (ίσως κλίβανο) της Τελικής Νεολιθικής.

Τα κινητά ευρήματα αποτελούν πλήθος από όστρακα αγγείων, λίγα ακέραια αγγεία, λίθινα και οστέινα εργαλεία, πολλές αγνύθες, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα και άλλα.

Παρατηρήσεις – Συμπεράσματα

Η έκταση των οικισμών εμφανίζει σε όλες σχεδόν τις περιόδους σημαντική διαφοροποίηση, με παράλληλη συνύπαρξη μικρών αλλά και πολύ μεγαλύτερων, πιθανόν σημαντικότερων οικισμών. Κατά περιόδους παρατηρούνται συγκεντρώσεις μικρών οικιστικών εγκαταστάσεων, οι οποίες συνιστούν πιθανότατα ενιαία οικιστικά σύνολα.

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Νεολιθικής Εποχής βεβαιώνουν την κατασκευή πασσαλόπηκτων κτισμάτων, με ευθύγραμμες κατόψεις, δάπεδα από πηλό ή σανίδες και βοηθητικές κατασκευές μέσα ή έξω από αυτά. Υπάρχουν ενδείξεις και για διώροφα. Παρόμοια είναι και τα οικήματα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, με μεγαλύτερες όμως διαστάσεις και πηλοκατασκευές στο εσωτερικό τους. Αλλαγή παρατηρείται κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, οπότε σε κάποιους οικισμούς κατασκευάζονται επιμήκη οικήματα με προστώο και λίθινη κρηπίδα, ενώ σε άλλους διώροφα κτίσματα, με υπόγειους ή ισόγειους χώρους αποθήκευσης. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και Πρώιμη Εποχή της Σιδήρου τα λιγοστά στοιχεία υποδεικνύουν κτίσματα από φθαρτά κυρίως υλικά, χωρίς όμως να λείπουν από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, τα λιθόκτιστα, τα οποία περιλαμβάνουν και μεγάλους πιθεώνες.

Για την ελληνιστική εποχή τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μαρτυρούν λιθόκτιστα κτίσματα, που αποτελούν τον κανόνα για την περίοδο αυτή, αλλά και πασσαλόπηκτα, σε κάποιους ορεινούς οικισμούς όπως αυτός της Λάβας, πιθανόν διαφορετικής λειτουργίας. Ενδείξεις για λατρευτικούς χώρους παρέχει ο οικισμός του Κάτω Μπράβα.

Χαρακτηριστικό όλων των εποχών, από την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο μέχρι και τη βυζαντινή εποχή, η διάνοιξη και χρήση λάκκων εντός των οικισμών ή στα όριά τους, για απόληψη πηλού, απόρριψη ή εναπόθεση υλικών και αντικειμένων, πιθανόν ιδιαίτερης σημασίας ή προέλευσης, για άμεση ή έμμεση αποθήκευση (τοποθέτηση αγγείων), ταφή των νεκρών (κατά την προϊστορική εποχή) και άλλα. Συνηθισμένο επίσης κατά την προϊστορική εποχή το σκάψιμο τάφρων, για παρόμοιους σκοπούς.

Η κεραμική των προϊστορικών οικισμών της κοιλάδας του Αλιάκμονα ακολουθεί κατά κύριο λόγο το σχηματολόγιο και τη διακόσμηση του θεσσαλικού πολιτισμού. Αξιοσημείωτη η παρουσία, κατά τη Νεότερη Νεολιθική, κεραμικής που χαρακτηρίζει την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, καθώς και, στις αρχές της Εποχής του Χαλκού, κεραμικής του βορειότερου πολιτισμού Baden, και στις δύο περιπτώσεις σε οικισμούς της βόρειας όχθης.

Για τις ιστορικές περιόδους, τα ευρήματα δεν διαφοροποιούνται τυπολογικά από τους σύγχρονους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής. Περιλαμβάνουν προϊόντα ντόπιας παραγωγής αλλά και εισαγμένα. Μια μικρή ωστόσο ποιοτική διαφοροποίηση διαπιστώνει σχετική μελέτη, με υψηλότερη ποιότητα στην κεραμική των οικισμών της βόρειας όχθης του Αλιάκμονα (σημ. 6).

Από τα μικροευρήματα των διάφορων οικισμών επισημαίνουμε τα ποικίλης μορφής πήλινα υφαντικά βάρη και σφοντύλια που βρέθηκαν και τα οποία μαρτυρούν την ανάπτυξη της υφαντικής τέχνης ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, μέσα στην 7η χιλιετία π.Χ.

Το σύνολο των δεδομένων των οικισμών της κοιλάδας του μέσου ρου του Αλιάκμονα βεβαιώνει την ανάπτυξη ενός σημαντικού και διαχρονικού πολιτισμού, με δυναμική παρουσία στη ζωή της ευρύτερης περιοχής, οφειλόμενη εν πολλοίς και στα πλεονεκτήματα που παρείχαν τα φυσικά χερσαία και ποτάμια περάσματα που εντοπίζονται στο χώρο της, και με οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές επαφές των κατοίκων με όλο τον κατά περιόδους γνωστό κόσμο της ευρύτερης περιοχής.

 

Αρετή Χονδρογιάννη- Μετόκη

Δρ Αρχαιολόγος

Λ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού