Το υπουργείο Πολιτισμού της Ρωσίας και η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία υπέγραψαν σύμφωνο συνεργασίας στις 3 Μαΐου που εγγυάται σε συντηρητές και στο κοινό πρόσβαση σε εκκλησίες και μοναστήρια που επιστράφηκαν από το κράτος στην Εκκλησία. Το σύμφωνο εμπεριέχει και τη δέσμευση εκπαίδευσης μελών του κλήρου αλλά και των «λαϊκών» για τη φροντίδα των μνημείων.

Την ίδια εβδομάδα, παραμονές της ανάληψης για τρίτη φορά του προεδρικού αξιώματος, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επέστρεψε μια λατρευτική εικόνα της Παναγίας, η οποία ως τότε φυλασσόταν στο Κρατικό Ιστορικό Μουσείο, στη Μονή Νοβοντέβιτσι της Μόσχας. Το αντίγραφο του 17ου αιώνα της Παναγίας Πορταΐτισσας βρισκόταν στο μουσείο απ’ όταν κατασχέθηκε μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917.

Η ηγουμένη Μαργαρίτα της Μονής δήλωσε στην ιστοσελίδα του Πατριαρχείου της Μόσχας ότι η επιστροφή της εικόνας ήταν «καθαρά απόφαση του Βλαντιμίρ Πούτιν». Το 2010, ως πρωθυπουργός της Ρωσίας, ο Πούτιν επέστρεψε το μοναστήρι του 16ου αιώνα στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Τα μνημεία που βρίσκονται σήμερα υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας και περιλαμβάνονται στον κατάλογο προστατευόμενων μνημείων της Ουνέσκο θα τύχουν ιδιαίτερης προσοχής, όπως ορίζεται από το σύμφωνο μεταξύ Εκκλησίας και κράτους, το οποίο υπέγραψαν ο Αλεξάντρ Αβντέγιεφ, ο απερχόμενος υπουργός Πολιτισμού, και ο Πατριάρχης Κύριλλος Α΄, σε μια τελετή στον Καθεδρικό του Σωτήρος Χριστού στη Μόσχα.

Ο Αβντέγιεφ είπε πως η συνεργασία μεταξύ του υπουργείου και της Εκκλησίας στη συντήρηση των μνημείων είναι ουσιαστικής σημασίας «για την ανάπτυξη του πολιτισμού, την ανάπτυξη του πνεύματος, αλλά και τη διαμόρφωση των πολιτών της χώρας μας ως γνήσιων πατριωτών και πραγματικών πολιτών της μελλοντικής Ρωσίας». Ο Πατριάρχης Κύριλλος είπε ότι ανακτώντας τα κτίρια των εκκλησιών για θρησκευτική-λειτουργική χρήση αναγνωρίζεται «η αναγκαιότητα στενής συνεργασίας των ειδικών της συντήρησης με τη θρησκευτική ηγεσία».

Επαγγελματίες του χώρου των μουσείων, παρ’ όλα αυτά, εκφράζουν την ανησυχία ότι έχουν δοθεί υπερβολικές εξουσίες στην Εκκλησία και πως έτσι απειλείται η κατάσταση διατήρησης πολλών σωζόμενων θησαυρών του ρωσικού πολιτισμού. Άλλοι αισθάνονται ότι η Εκκλησία και το κράτος αποκτούν πολύ στενές σχέσεις υπό τον Πούτιν.

Ομοσπονδιακός νόμος που τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2010 άνοιξε το δρόμο στη ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία να διεκδικήσει όλη την ακίνητη και κινητή περιουσία που είχε δημευθεί κατά τη Σοβιετική περίοδο, παρότι είχε υπογραμμιστεί ότι ο νόμος δεν ίσχυε για όλες τις εικόνες και άλλα θρησκευτικά κειμήλια που βρίσκονται σε μουσεία.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τοπικές Αρχές προχώρησαν ένα ακόμη βήμα. Την ίδια χρονιά, το 2010, πολιτευόμενοι στο Καλίνινγκραντ, το πρώην γερμανικό Καίνγκσμπεργκ που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναγνωρίστηκε ως σοβιετική κτήση, αποφάσισαν κατόπιν ψηφοφορίας να δώσουν πάνω από δώδεκα πρώην καθολικές και λουθηριανές εκκλησίες, καθεδρικούς και τευτονικά κάστρα, εκ των οποίων ορισμένα χρησιμοποιούνταν ως πολιτιστικές εγκαταστάσεις, στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η Εκκλησία και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απέφυγαν να αναφερθούν σε αυτές τις επιστροφές ως «αποκαταστάσεις», καθώς η κυβέρνηση έχει αρνηθεί να εξετάσει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε αποκατάστασης περιουσίας στους κληρονόμους των ιδιοκτητών πριν από την Επανάσταση, με την αιτιολογία ότι αυτό θα προκαλούσε κοινωνική αναταραχή.

Η Νατάλια Κομάσκο, ερευνήτρια στο Μουσείο Αντρέι Ρουμπλιόβ για τον Αρχαίο Πολιτισμό και την Τέχνη της Ρωσίας, φοβάται πως θα υπάρξουν και άλλα θρησκευτικά έργα τέχνης που θα φύγουν από το χώρο φροντίδας των μουσείων. «Κινούμαστε όλοι κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της βούλησης του μονάρχη» λέει η Κομάσκο. «Εάν το θελήσει [ο Πούτιν], θα τα δώσει όλα».