Η σπουδαιότητα του μνημείου είναι αδιαμφισβήτητη, γι’ αυτό και συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Η υποβάθμιση όμως του περιβάλλοντος χώρου της Ροτόντας (σκουπίδια, ξηλωμένα παγκάκια και πεζοδρόμια, σπασμένα τζάμια, μόνιμη παρουσία μικροπωλητών και παραβατικών στοιχείων), φανερή σε επισκέπτες και περίοικους, δημιουργεί πολύ άσχημες συνθήκες, σε σημείο το μνημείο να κινδυνεύει με διαγραφή από τον συγκεκριμένο κατάλογο. Το γεγονός εξάλλου επισημάνθηκε πριν λίγο καιρό από το υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού.
Γι’ αυτό και μια μελέτη για την αποκατάσταση των συνθηκών επισκεψιμότητας του μνημείου της Ροτόντας και την απόδοση χρήσεων στο εσωτερικό και τον άμεσο περιβάλλοντα χώρο του, που εγκρίθηκε χτες από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαία.
«Η αναβάθμιση του περιβάλλοντος χώρου της Ροτόντας είναι κρίσιμο ζήτημα για το μνημείο, αλλά και για την ίδια την πόλη. Η μετατροπή του χώρου σε πόλο πολιτιστικών γεγονότων μπορεί να δημιουργήσει διαφορετικές συνθήκες στο συγκεκριμένο σημείο της Θεσσαλονίκης και του οικιστικού ιστού της», επισήμανε η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟΤ Λ. Μενδώνη, κατά την εκτενή συζήτηση της μελέτης, που εγκρίθηκε ομόφωνα από τα μέλη του Συμβουλίου.
Οι επεμβάσεις αφορούν τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό του μνημείου. Η σκαλωσιά, που βρίσκεται μέσα στη Ροτόντα από το 1979 για να αποκαταστήσει τις ζημιές από τον μεγάλο σεισμό του 1978, θα βοηθήσει στις εργασίες. Μεταξύ άλλων, προβλέπονται η τοποθέτηση άθραυστων τζαμιών, η αντικατάσταση των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, καθαρισμοί, επισκευές στα δύο κλιμακοστάσια (που θα χρησιμοποιούνται μόνο από εργαζόμενους), η αποκατάσταση του περιβάλλοντος αρχαιολογικού χώρου, αλλά και σημείων του Ιερού Βήματος και της τοιχογραφίας, που φιλοτέχνησε το 1889 ο Ιταλός ζωγράφος Ρόσι για να αντικαταστήσει τα κατεστραμμένα τμήματα του ψηφιδωτού του θόλου.
Στο Ιερό Βήμα, το «δυσκολότερο σημείο του μνημείου» όπως χαρακτηρίστηκε, προτάθηκε η απομάκρυνση των νεότερων στοιχείων, η χρήση φορητής Αγίας Τράπεζας (καθώς το μνημείο χρησιμοποιείται ως εκκλησιαστικός ναός λίγες φορές τον χρόνο), καθώς και η «αποκάλυψη» τμημάτων της ορθομαρμάρωσης και του δαπέδου της δεύτερης παλαιοχριστιανικής φάσης. Μάλιστα, τα μέλη του ΚΑΣ γνωμοδότησαν κατά πλειοψηφία υπέρ της πρότασης του καθηγητή Μανόλη Κορρέ να διανοιχθεί μια μικρή τομή κοντά στον τοίχο, η οποία θα φτάνει μέχρι τη στάθμη του ρωμαϊκού δαπέδου, που μέχρι σήμερα δεν έχει αποκαλυφθεί. Ένα ελαφρύ διαχωριστικό, πιθανότατα μεταλλικό διάφραγμα, θα επιτρέπει τη θέαση του Ιερού Βήματος όχι όμως και την είσοδο στο κοινό.
Για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος χώρου του μνημείου προτείνονται μια σειρά από ήπιες επεμβάσεις, όπως συντήρηση ευρημάτων και δαπέδων, δημιουργία μικρής τάφρου (50 εκατοστών περίπου) δίπλα στην τοιχοδομία για τη διευκόλυνση της κίνησης των επισκεπτών, καθαρισμοί και αποστραγγίσεις υδάτων, αντικατάσταση —όπου χρειάζεται— των κιγκλιδωμάτων ώστε να υπάρχει ομοιομορφία, δημιουργία νέας εισόδου με μεταλλική εξώπορτα, τοποθέτηση νέου φυλακίου δίπλα στη νότια είσοδο και τροποποίηση του παλιού φυλακίου, που θα λειτουργεί πλέον ως χώρος έκθεσης εποπτικού υλικού και πωλητηρίου εκδόσεων.
Επιπλέον, η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που εκπόνησε τη μελέτη, πρότεινε τη δημιουργία μιας μόνιμης έκθεσης με κεραμική και γλυπτά, από τον χώρο της Ροτόντας. Επίσης, στο εσωτερικό του μνημείου προβλέπεται να εγκατασταθούν οπτικοί μηχανισμοί (κιάλια), που θα επιτρέπουν στους επισκέπτες να θαυμάζουν τα μοναδικά ψηφιδωτά του, ενώ στο εξωτερικό θα τοποθετηθεί κατάλληλη σήμανση, η απουσία της οποίας είναι σήμερα αισθητή.
Η Ροτόντα κτίστηκε γύρω στα 306 μ.Χ., επί καίσαρα Γαλερίου, για να λειτουργήσει ως ναός του Δία ή του Κάβειρου, ενώ κατά άλλους υπήρξε Μαυσωλείο του ίδιου του καίσαρα. Κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια, άγνωστο πότε ακριβώς, μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο πιθανότατα στους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους. Τα εξαιρετικά ψηφιδωτά του μνημείου χαρακτηρίζονται από λαμπρά χρώματα και πλούτο θεμάτων με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα. Υπέστη επεμβάσεις ήδη από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια, ενώ το 1590/1 μετατράπηκε σε τζαμί από τον Σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη.