Μια ομάδα πήλινων πινακίδων 4.000 ετών, οι οποίες «επιβίωσαν» από αρχαιοκάπηλους, κατάσχεση από Αμερικανούς τελωνειακούς, αλλά και την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, τώρα ρίχνουν φως στο πώς ήταν η καθημερινή ζωή στο αρχαίο Ιράκ για έναν κρατικό υπάλληλο του αγροτικού τομέα.

Οι πινακίδες προέρχονται από την περιοχή κοντά στην πόλη Νιππούρ, την σουμεριακή θρησκευτική πρωτεύουσα του νότιου Ιράκ. Ο Μπέντζαμιν Στιούντιβεντ-Χίκμαν, λέκτορας Ασσυριολογίας στο Τμήμα Γλωσσών και Πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής του Χάρβαρντ, πέρασε μήνες ολόκληρους αποκρυπτογραφώντας και ερμηνεύοντας τις πινακίδες, που είναι χαραγμένες με σφηνοειδή σύμβολα, και τώρα ετοιμάζει μονογραφία με τα συμπεράσματά του.

Οι πινακίδες είναι ουσιαστικά τα «έγγραφα» ενός αξιωματούχου ονόματι Αραντμού, που είχε μια υψηλή θέση, σύμφωνα με τον Στιούντιβεντ-Χίκμαν. Ήταν κρατικός υπάλληλος του αγροτικού τομέα, κατευθύνοντας και επιβλέποντας ανθρώπους που ήταν γαιοκτήμονες, καλλιεργητές και οδηγοί βοϊδαμαξών.

Τα κείμενα αποκαλύπτουν τις δραστηριότητες του Αραντμού και της οικογένειάς του, τα μέλη της οποίας κατείχαν παρόμοια αξιώματα με εκείνον. Ο πατέρας του και τα αδέλφια του αναφέρονται στις πινακίδες. Ο Αραντμού φαίνεται πως είχε την υψηλότερη θέση.

Οι πινακίδες αναφέρουν τις συνηθισμένες, καθημερινές δραστηριότητες μιας αγροτικής κοινωνίας και περιλαμβάνουν οδηγίες για αγροτικά υποζύγια, όπως τα βόδια και οι γάιδαροι. Τα δάνεια σιτηρών ήταν μια διαδεδομένη πρακτική που βρισκόταν στη δικαιοδοσία αξιωματούχων όπως ο Αραντμού, απεθύνονταν δε σε εκείνους των οποίων οι προμήθειες δεν επαρκούσαν ως την επόμενη συγκομιδή. Τα δάνεια αυτά είχαν τόκο 33%, που ήταν το καθιερωμένο επιτόκιο των δανείων σιτηρών της εποχής.

Η μετάφραση των κειμένων αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο ενός απίστευτου ταξιδιού τόσο για τις πινακίδες όσο και για τις ιστορίες που αυτές αφηγούνται. Η ακριβής τους προέλευση δεν έχει επιβεβαιωθεί. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι πινακίδες κλάπηκαν από άγνωστη θέση στο νότιο Ιράκ λίγο πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Κι αυτό οι αξιωματούχοι το ξέρουν επειδή οι 145 πινακίδες του Αραντμού ήταν ανάμεσα σε μια μεγαλύτερη ομάδα 302 πινακίδων που κατασχέθηκαν από τις αμερικανικές τελωνειακές αρχές καθώς μεταφέρονταν παράνομα με προορισμό το Νιούαρκ. Φυλάχθηκαν στο υπόγειο του Τελωνείου του Κέντρου Παγκόσμιου Εμπορίου, μέχρι που το κτίριο καταστράφηκε κατά την τρομοκρατική επίθεση.

Κάμποσες εβδομάδες μετά, τα κιβώτια με τις πινακίδες ανασύρθηκαν κάτω από τα συντρίμμια και μεταφέρθηκαν σε άλλες αποθήκες όπου παρέμειναν ως το 2004. Προτού επιστραφούν στο Ιράκ, η ιρακινή κυβέρνηση έδωσε άδεια να αποκατασταθούν, αποστολή που ανέλαβαν οι συντηρητές Dennis και Jane Drake Piechota και χρηματοδοτήθηκαν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ. Αυτού του οι είδους οι πήλινες πινακίδες συνήθως στέγνωναν στον ήλιο και δεν ψήνονταν σε κεραμικό κλίβανο, ο οποίος προσφέρει μια πρόσθετη προστασία ενάντια στη φθορά του υλικού.

Το Χάρβαρντ είχε και στο παρελθόν απευθυνθεί στους Piechota για τη συντήρηση της δικής του συλλογής των 5.000 πήλινων πινακίδων. Οι συντηρητές σχεδίασαν μια διαδικασία που συνδυάζει βραδεία, μακρά παραμονή των αντικειμένων μέσα σε μικρούς κλιβάνους και στη συνέχεια υδρόλουτρα για την αφαίρεση των αλάτων. Το Χάρβαρντ ενώ ακόμη βρίσκεται στο μέσο της διαδικασίας «ψησίματος» των δικών του πινακίδων, παραχώρησε στους Piechota τον κλίβανο στο υπόγειο του Σημιτικού Μουσείου για να συντηρηθούν οι πινακίδες από το Ιράκ. Στην όλη διαδικασία πήραν μέρος και φοιτητές του Πανεπιστημίου.

Πριν από το στάδιο αυτό, ο Στιούντιβεντ-Χίκμαν και ο καθηγητής Ασσυριολογίας Πιοτρ Στάινκελλερ χρονολόγησαν τις 302 πινακίδες και τις μετέγραψαν στα λατινικά. Στη συνέχεια, ο Στιούντιβεντ-Χίκμαν άρχισε να μεταφράζει τις 145 πινακίδες που αναφέρονταν στον Αραντμού, προτού αυτές επαναπατριστούν στο Ιράκ στα τέλη του 2010. Έκτοτε συνεχίζει την εργασία της μετάφρασης από φωτογραφίες των πινακίδων.

Ο καθηγητής έμαθε ότι άλλα τμήματα του ίδιου προφανώς αρχείου κατέληξαν στην Ιταλία και το Πανεπιστήμιο Κορνέλλ μέσω άλλων οδών. Τα κείμενα των πινακίδων της Ιταλίας έχουν ήδη δημοσιευθεί.

«Τίποτε δεν συγκρίνεται με το να έχεις τις ίδιες τις πινακίδες» λέει ο Στιούντιβεντ-Χίκμαν. «Πέρασα όσο περισσότερο χρόνο μπορούσα μαζί τους, γνωρίζοντας ότι θα φύγουν».

Ο καθηγητής φιλοδοξεί να συγκεντρώσει όσο περισσότερα στοιχεία μπορεί ώστε να δώσει μια ολοκληρωμένη ιστορία των πινακίδων, κι έτσι επικαλούμενος το Νόμο περί Ελευθερίας της Πληροφόρησης έχει καταθέσει αίτηση έρευνας των αρχείων που αναφέρονται στην κατάσχεση των πινακίδων. Επίσης, μελετά δορυφορικές εικόνες της περιοχής κοντά στο Νιππούρ από το 2001, αναζητώντας ίχνη αρχαιοκαπηλίας που θα τον οδηγήσουν στον εντοπισμό της θέσης εύρεσης των πινακίδων.

«Μέρος της ευθύνης μου ως ιστορικού είναι να δημοσιεύσω όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία γι’ αυτές τις πινακίδες (…)» δήλωσε ο καθηγητής.