Στην εποχή της οικονομικής κρίσης, τα μουσεία αναζητούν νέους δρόμους. Το μοντέλο του κρατικοδίαιτου πολιτισμού έχει φτάσει στα όριά του, με τις επιχορηγήσεις να μην αρκούν ούτε για το λειτουργικό κόστος των ιδρυμάτων. Οι ισχνές χορηγίες έχουν εξαφανιστεί και άλλες πηγές εισοδήματος δεν φαίνονται στον ορίζοντα. Όμως η ζωή δεν σταματά. Τα ελληνικά μουσεία —ιδιαιτέρως τα αρχαιολογικά που αποτελούν και την πλειονότητα— παλεύουν για την επιβίωσή τους με τη διοργάνωση εκθέσεων και την προσέλκυση επισκεπτών. Συνεπώς σήμερα, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη περίοδο, τίθενται εκ νέου θεμελιώδη ερωτήματα για τον τρόπο λειτουργίας τους: είναι φιλικά προς τους θεατές; Έχουν το προσωπικό που θα στήσει και θα παρουσιάσει ερεθιστικά αφιερώματα; Ή μήπως αρκούνται σε μια παρωχημένη αφήγηση, με παράθεση εκθεμάτων και πληκτικά κείμενα;
Η επιστήμη της μουσειολογίας δεν είναι πλέον νεοπαγής. Στόχος της είναι να μεταμορφώσει τα μουσεία, ωθώντας πολλές διαφορετικές ειδικότητες σε αγαστή συνεργασία, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια βιωματική και όχι επιφανειακή προσέγγιση σε κάθε θέμα. Σε ένα ιδανικό σενάριο, οι αρχιτέκτονες θα σχεδίαζαν το κτίριο ενός μουσείου με εντελώς διαφορετικές προδιαγραφές. Οι επιμελητές των συλλογών θα εργάζονταν με άλλο πνεύμα για την παρουσίαση των εκθεμάτων. Το επιστημονικό προσωπικό ενός μουσείου θα συντονιζόταν πλήρως σε όλες τις δράσεις. Και όλα αυτά με τη βοήθεια ενός ή περισσοτέρων μουσειολόγων που θα έκαναν τη σύλληψη του κόνσεπτ και τον συντονισμό.
Έτσι λειτουργούν τα ελληνικά μουσεία σήμερα; Και βέβαια όχι. Μάλιστα ορισμένοι θα προσέθεταν πικρόχολα ότι δεν υπάρχουν χρήματα ούτε για τη φύλαξη, πόσω μάλλον για τους μουσειολόγους.
Ας πάμε, όμως, στην ουσία του προβλήματος. Δαπανώνται σήμερα μεγάλα ποσά για τη δημιουργία μουσείων και για τη διοργάνωση και εξαγωγή εκθέσεων; Ναι.
Το καίριο ζήτημα είναι αν οι πόροι αυτοί κατανέμονται με τρόπο ορθολογικό και με ζητούμενο τη μεγιστοποίηση της απόδοσης. Τις περισσότερες φορές η ροή των κονδυλίων ενισχύει την ξεπερασμένη πλέον αντίληψη για τη λειτουργία των μουσείων. Ζητήσαμε από ειδικούς στο θέμα να μας αναπτύξουν τη δική τους άποψη.
Κώστας Κωτσάκης: Η σύγχρονη αρχαιολογική θεωρία δεν στοιχίζει
Υπάρχει μια φαινομενική αντιπαλότητα μεταξύ της αντίληψης που επικρατεί στα περισσότερα αρχαιολογικά μουσεία στην Ελλάδα και των απόψεων της σύγχρονης μουσειολογίας. Διατυπώνεται επίσης η επιφύλαξη μήπως η μετατροπή των αρχαιολογικών μουσείων προς τις σύγχρονες αντιλήψεις θα συνεπαγόταν κόστος ανεπίτρεπτο για περιόδους κρίσης.
Η αλήθεια είναι ότι η μετατροπή των αρχαιολογικών μουσείων στην Ελλάδα σε βιωματικά και ανθρωποκεντρικά, από εκθέσεις σπουδαίων αντικειμένων που συνήθως είναι, προϋποθέτει κυρίως την αναθεώρηση του γενικότερου αρχαιολογικού θεωρητικού παραδείγματος.
Για λόγους πολλούς, που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά και τους όρους της ιστορικής πορείας της χώρας, αλλά και των διοικητικών δομών που δημιουργήθηκαν, η πρόσβασή μας στο παρελθόν από αυτούς που το διαχειρίζονται σε θεσμικό επίπεδο τόσο στα μουσεία, όσο και στις αρχαιολογικές υπηρεσίες, επαναλαμβάνει μια συγκεκριμένη ερμηνεία του πολιτισμού. Ο ελληνικός πολιτισμός, και ιδιαίτερα ο κλασικός, θέλουμε να αντιπροσωπεύει την εξωστρεφή ταυτότητά μας.
Η επιμονή αυτή μας εμποδίζει τελικά να διαπραγματευτούμε την ουσιαστική παγκοσμιότητα του ελληνικού πολιτισμού, ενώ η τραυματική έκθεση στη διεθνή πραγματικότητα τείνει να μας επαναφέρει στην ανακουφιστική πολιτισμική συνέχεια. Η εμμονή στη γενεαλογία του ελληνικού πολιτισμού είναι ένδειξη μιας προνεωτερικής στάσης, που δεν σχεδιάζει το μέλλον, αλλά προβάλλει τον εαυτό της στο παρελθόν, σε μια συνεχή ανακύκλωση, και αντλεί νομιμοποίηση από αυτό. Τα μουσεία μας συχνά περιορίζονται να τεκμηριώνουν απλά τη θεωρούμενη αυτονόητη αξία του ελληνικού πολιτισμού.
Η σύγχρονη θεωρητική αρχαιολογική σκέψη διεθνώς, αλλά και στο ελληνικό πανεπιστήμιο, έχει προ πολλού επανεξετάσει το περιεχόμενο του πολιτισμού. Δεν πρόκειται, όπως ο 19ος αιώνας πίστευε, για την ομοιόμορφη υψηλή έκφραση ενός λαού, αλλά για ένα σύνολο με πολλές όψεις και νοήματα, που παράγονται από τις δράσεις των ανθρώπων καθώς ζουν τις δικές τους ιστορίες. Αυτό που από απόσταση κάποιοι προβάλλουν ως ομοιογενή πραγματικότητα, διασπάται, όταν κοιτάξουμε προσεκτικότερα, σε πολλαπλές βιωματικές ιστορίες. Η σύγχρονη αρχαιολογική θεωρητική στάση προσφέρει επομένως σήμερα τις προϋποθέσεις για μια ριζική μεταβολή του αρχαιολογικού μουσείου.
Το σύγχρονο αρχαιολογικό μουσείο και η μουσειολογική άποψη που το υπηρετεί δεν είναι παρά η κατάληξη του τρόπου με τον οποίο η εποχή μας ερμηνεύει το παρελθόν στο σύνολό της. Από την άποψη αυτή η μεταβολή των μουσείων δεν είναι μια πρόσθετη πολυτέλεια που έρχεται να συνοδεύσει άλλες μεταβολές, με αισθητικό ή τεχνικό περιεχόμενο. Σε κάθε περίπτωση το καταρχήν μεγάλο πλεονέκτημα του θεωρητικού επαναπροσδιορισμού της ελληνικής αρχαιότητας στα μουσεία και στη διαχείριση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι ότι δεν χρειάζεται χρήματα.
Ματούλα Σκαλτσά – Πάνος Τζώνος: Η μουσειολογική πράξη, αντίδοτο στην κρίση
Τι επιδιώκει η σύγχρονη μουσειολογική θεωρία; Να προσεγγίσει η ίδια και να ερμηνεύσει τα κατάλοιπα του υλικού και άυλου πολιτισμού. Τι επιδιώκει η σύγχρονη μουσειολογική πράξη; Να τα κάνει κατανοητά από το ευρύ κοινό με ευχάριστο και βιωματικό τρόπο.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα, εκθέματα σε κάθε αρχαιολογικό μουσείο, είναι, ως κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού, αφορμές και μέσα για να τον γνωρίσουμε, τον ίδιο, τις κοινωνίες του και τους ανθρώπους του.
Υπάρχει μια αφετηριακά δικαιολογημένη δυσκολία, που ξεκινάει από το πώς αντιλαμβάνονται οι επιστήμονες των αρχαιολογικών μουσείων τα αρχαιολογικά κατάλοιπα: Η επιστημονική δουλειά τους, ανασκαφές, μελέτη, τεκμηρίωση, δημοσίευση, είναι το θεμέλιο για τη γνώση μας γύρω από τα αρχαιολογικά εκθέματα. Είναι ο λόγος ύπαρξης της αρχαιολογίας και η θεμιτή φιλοδοξία κάθε επιστήμονα αρχαιολόγου. Συνεπώς είναι λογικό ο κόπος της επιστημονικής μελέτης και διαχείρισης αυτού του πολλαπλά πολύτιμου υλικού να απορροφά όλη την ενέργεια ενός καλού επιστήμονα.
Το μουσείο όμως, όπως είχε πει και ο καλός μας Δημήτρης Κωνστάντιος, δεν είναι ούτε βιβλίο ούτε ερευνητικό κέντρο. Είναι τόπος επικοινωνίας των εκθεμάτων με το ευρύ και μη ειδικό κοινό. Τα επιστημονικά και τεχνικά εργαλεία μιας τέτοιας ειδικής επικοινωνίας έχουν εξελιχθεί τα τελευταία 50 χρόνια στην Ευρώπη σε μια ειδίκευση που λέγεται μουσειολογία. Στην άσκησή της, στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους, λαμβάνουν μέρος αρχαιολόγοι, ιστορικοί, ιστορικοί της τέχνης, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, παιδαγωγοί, αρχιτέκτονες κ.ά. με κοινό στόχο, όχι πια την επιστημονική μελέτη και τεκμηρίωση των ίδιων των ευρημάτων-εκθεμάτων, αλλά την, με βάση την προηγηθείσα από τους αρχαιολόγους επιστημονική δουλειά, ερμηνευμένη παρουσίασή τους στο κοινό. Στόχος είναι τα εκθέματα να γίνουν κατανοητά μέσα από το πολιτισμικό πλαίσιο προέλευσης αλλά και ιστορικής τους χρήσης και έτσι να γίνουν κατανοητοί οι πολιτισμοί που τα δημιούργησαν και τα χρησιμοποίησαν.
Με την έννοια αυτή η σύγχρονη μουσειολογία δεν επικαλύπτεται επιστημονικά με την αρχαιολογία, αλλά η καθεμιά ενισχύει την άλλη στο έργο της. Η αρχαιολογία παρέχει την τεκμηριωμένη πληροφορία, ενώ η μουσειολογία βοηθά την αρχαιολογία, αναζητώντας και παρουσιάζοντας τα νοήματα πίσω από τις πληροφορίες, τα οποία περνά στο ευρύ κοινό. Κατά συνέπεια, όχι μόνο αντιπαλότητα δεν υπάρχει, αλλά προσφέρεται συμπληρωματικότητα, εφόσον η αυτονόητη χρησιμότητα της συνέργειας γίνει κατανοητή: Χωρίς τις συνθήκες μιας καλής μουσειολογίας, το ευρύ κοινό λίγο θα ενδιαφερθεί και για το τι ουσιαστικά κάνει η αρχαιολογία.
Έχουμε όμως τέτοιες πολυτέλειες σε περιόδους κρίσης; Μάλλον δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην το κάνουμε. Η δημιουργική διαχείριση των όσων χρημάτων κατευθυνθούν στον πολιτισμό τα κάνει να περισσεύουν για μια μουσειολογικά καλή παρουσίαση, ενώ συχνά δεν αρκούν για μια παλαιομουσειολογική. Ειδικότερα στην Ελλάδα και σε περίοδο κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, η ουσιαστική επικοινωνία του πολιτισμού συμμετέχει τόσο στην εσωτερική συνοχή, όσο και στην εξωτερική προσέλκυση πλούτου. Άρα είναι πρώτη ανάγκη.
* Ο κ. Κώστας Κωτσάκης είναι καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας ΑΠΘ. Η κ. Ματούλα Σκαλτσά είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας, ΑΠΘ. Ο κ. Πάνος Τζώνος είναι ομ. καθηγητής Αρχιτεκτονικής, Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μουσειολογία».