Η αναστήλωση ενός μνημείου αποτελεί σημαντική ενέργεια, καταλυτική για τη διάσωση αλλά και τη διατήρηση της ακίνητης πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Η αγιογράφηση των ναών, ή καλύτερα η ζωγραφική δημιουργία επάνω σε νωπό ή στεγνό κονίαμα, αποτελεί αξιόλογο στοιχείο της ταυτότητας του μνημείου, τεκμήριο πολιτιστικής ανάπτυξης, ανάδειξης θρησκευτικών πεποιθήσεων και καλλιτεχνικής άνθησης, σύμφωνα με τα εικαστικά ιδεώδη, τα πρότυπα και τις τάσεις (καλλιτεχνικές σχολές) της εκάστοτε εποχής.

Οι τοιχογραφίες (ιερών ναών, παραδοσιακών οικισμών, νεοκλασικών κτιρίων) αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του διάκοσμου των μνημείων. Η τεχνολογία κατασκευής τους εξαρτιόταν εν μέρει από τις οικονομικές δυνατότητες των δωρητών-αφιερωτών και σχετιζόταν με την αναγκαιότητα εύρεσης των κατάλληλων υλικών (ανάλογα με τη γεωγραφική θέση και τις δυνατότητες εύρεσης, μεταφοράς και χρήσης στο μνημείο). Η τεχνολογία κατασκευής αφορά τις δυνατότητες εύρεσης και επιλογής υλικών, την επίγνωση χρήσης και αξιοποίησης των πρώτων υλών, σε σχέση με την τεχνική που θα εφαρμόσει ο καλλιτέχνης, ούτως ώστε να επιφέρει το αναμενόμενο-προσδοκώμενο αισθητικό αποτέλεσμα.

Οι ατέλειες κατασκευής, οι κακοτεχνίες, οι μεταγενέστερες προσθήκες, η άγνοια όσον αφορά τα στοκαρίσματα (κατασκευή, εφαρμογή), η έλλειψη υλικών στεγανοποίησης και αδρανών στα κονιάματα έχουν ως αποτέλεσμα την εξέλιξη της φθοράς. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αφορά τη χρήση τσιμεντοκονιαμάτων που προκαλούν εντάσεις, έχουν διαφορετικού βαθμού μηχανική αντοχή σε σχέση με τις τοιχογραφίες και θέτουν προβληματισμούς στους συντηρητές έργων τέχνης.

Η στερέωση μιας τοιχογραφίας αποτελεί σωστική ενέργεια, διαδικασία άκρως απαραίτητη για τη δομική ακεραιότητα, τη διατήρηση, όχι μόνο των υποκείμενων αλλά και των επιφανειακών ζωγραφικών στρωμάτων.

Το στάδιο της στερέωσης μιας τοιχογραφίας αφορά κυρίως:

– Τη συγκράτηση τμημάτων της ζωγραφικής επιφάνειας στα οποία εντοπίζονται ρωγμές, προβλήματα αποφλοίωσης, συρρίκνωσης αλλά και έντονου κρακελέ (σημ. 1).

– Την αντιμετώπιση προβλημάτων απώλειας της μηχανικής αντοχής του συνδετικού μέσου (ζωγραφικής/κονιαμάτων).

– Την αποκατάσταση της πρόσφυσης των κονιαμάτων ως προς τη λιθοδομή.

– Τη σταθεροποίηση των ακμών των έργων (εργασίες στεφανώματος).

Πριν από τις εργασίες στερέωσης θα πρέπει να προηγηθούν:

1. Τεκμηρίωση και έρευνα (στοιχειακή και ποσοτική) των υλικών και της μεθόδου κατασκευής, των ζωγραφικών στρωμάτων και των κονιαμάτων της τοιχογραφίας.

2. Aποτύπωση, διασαφήνιση/προσέγγιση της έκτασης της φθοράς και των προβλημάτων της τοιχοποιίας.

3. Έλεγχος περιβαλλοντικών παραμέτρων του μνημείου, μελέτη (κυρίως) των θερμοκρασιακών και υγρασιακών δεδομένων και των διακυμάνσεών τους ανά έτος με σκοπό να προσδιοριστεί η έκταση και το είδος της φθοράς.

4. Μελέτη υδατοδιαλυτότητας και ανοχής των χρωστικών και των κονιαμάτων (ακόμη και των βερνικιών επικάλυψης) στα μέσα αραίωσης των αναλόγων στερεωτικών υλικών (υδατοδιαλυτότητα, ευκολία χρήσης και διοχέτευσης), μελέτη για την ευπάθεια των υλικών, π.χ. των ζωγραφικών στρωμάτων, την πιθανή διόγκωση ινών αγροστωδών που ενδέχεται να είναι μέσα στο σοβά, κοκκομετρία κ.ά.

5. Προβληματισμοί και τεστ που αφορούν την προτεινόμενη αναλογία αραίωσης του υλικού στερέωσης σε νερό και λοιπούς οργανικούς διαλύτες (άμεσης, μερικής ή βραδείας εξάτμισης).

Σε όλη τη διαδικασία στερέωσης είναι σκόπιμο να τηρηθεί ένα χρονοδιάγραμμα, ένα οργανόγραμμα και να ακολουθήσει αναλυτική μελέτη αποκατάστασης των προβλημάτων στερέωσης των τοιχογραφιών: μας έχει απασχολήσει αρκετά η εύρεση διόδων ή ακόμη και η διάνοιξη οδών από έξω προς το εσωτερικό τμήμα της τοιχογραφίας καθώς αποφεύγουμε εφαρμογές σε σημεία που χρήζουν περισσότερης προσοχής, και είναι απαραίτητο πριν από την εφαρμογή των στερεωτικών διασπορών ή μειγμάτων να έχουμε σφραγίσει ανοίγματα (σημ. 2) και ρωγμές από όπου ενδέχεται να εξέλθουν τα στερεωτικά (σημ. 3).

Πριν από την εισαγωγή του ενέματος, είναι απαραίτητο να προηγηθεί εσωτερική διαβροχή με σκοπό να επιτευχθεί καλύτερη συγχώνευση του στερεωτικού με τα υλικά των τοιχογραφιών (εικ. 1). Οργανικοί διαλύτες όπως το (απιονισμένο) νερό, οι αλκοόλες και ο αιθέρας έχουν αξιοποιηθεί γι’ αυτό τον σκοπό.

Οι προβληματισμοί όμως ποτέ δεν σταματούν: Στο στάδιο αυτό, συχνά οι κόκκοι του (προβληματικού) κονιάματος που βρίσκονται κάτω από το ζωγραφικό στρώμα υποχωρούν στην κίνηση του νερού εσωτερικά και καθιζάνουν λόγω βαρύτητας σε χαμηλότερα σημεία ή σβολιάζουν λόγω υγρασίας (σημ. 4).

Στη φάση διοχέτευσης του ενέματος, το βασικό κριτήριο θα πρέπει να είναι η υποκείμενη ενίσχυση της ζωγραφικής με τρόπο που να μην προσβάλλει, αλλοιώνει ή μεταβάλλει οπτικά το έργο. Αυτό σημαίνει εισαγωγή σωστής ποσότητας στερεωτικού. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει κίνδυνος υπερχείλισης, φθοράς από υπερβολική άσκηση πίεσης, εξαγωγής ενέματος από ανοίγματα αρμολογημάτων κ.ά. Ως επαγγελματίες οφείλουμε να αποκλείσουμε το άνοιγμα περιοχών σε σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής ή σημεία ιστορικής αξίας, π.χ. επιγραφές (σημ. 5).

Ακολουθούμε την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, ελέγχουμε τις περιοχές διείσδυσης του ενέματος. Η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη όταν διοχετεύουμε μεγάλες ποσότητες στερεωτικού και υποβοηθείται από πλαστικούς σωλήνες (εικ. 2) για καλύτερη απορρόφηση και συγχώνευση της στερεωτικής ρητίνης στο εσωτερικό. Αν έχουμε εξαγωγή ενέματος από κάποιο άνοιγμα, θα πρέπει να σφουγγίσουμε άμεσα την περιοχή αυτή και να ακολουθήσει χημικός (συνήθως υδατικός) καθαρισμός. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ακούγεται «κούφια» μία περιοχή τοιχογραφίας και αναγνωρίζουμε αργότερα ότι δεν πρόκειται για καθίζηση κονιάματος, αλλά απώλεια μηχανικής αντοχής του συνδετικού του μέσου που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μόνο με ένεμα.

Οι προμηθευτές υλικών συντήρησης διαθέτουν ευρεία γκάμα στερεωτικών (σημ. 6), με διαφορετικές φυσικοχημικές ιδιότητες, μοριακό βάρος και βαθμό διάλυσης και αραίωσης.

Το πρόβλημα είναι ότι παγκοσμίως οι συντηρητές εφαρμόζουν υλικά, δίχως να γνωρίζουν:

– τη διάρκεια και την ημερομηνία λήξης των διασπορών αυτών (αφού δεν διευκρινίζονται ούτε διασαφηνίζονται τα παραπάνω από τον οίκο παραγωγής),

– τις συνέπειες που έχει σε μία τοιχογραφία η θερμοκρασία εφαρμογής του στερεωτικού στο μνημείο (θερμοκρασία περιβάλλοντος, μελλοντική ανάπτυξη βιοδιάβρωσης κ.ά.) και

– ειδικά για τα υδατοδιαλυτά στερεωτικά, το πόσο εύκολα εξατμίζονται σε σχέση με την υπάρχουσα υγρασία των τοιχογραφιών και πόσο εύκολα εμποτίζουν.

Συμπερασματικά, το έργο είναι αυτό που κατευθύνει τον συντηρητή, με τις τεχνικές και τεχνολογικές του ιδιαιτερότητες και ανάγκες. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη μέθοδος στερέωσης. Έγκειται στον συντηρητή, ανάλογα με τις ανάγκες των τοιχογραφιών, να επιλέξει το κατάλληλο υλικό και να ακολουθήσει μία συγκεκριμένη μεθοδολογία που θα διασφαλίσει την ακεραιότητα του έργου.

 

Κωνσταντίνος Στουπάθης

Συντηρητής Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης

Τελ. ΜΑ Μουσειακών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών