Τα σκελετικά κατάλοιπα μιας γυναίκας της Ρωμαϊκής εποχής και τα οστά του ποντικιού που κατέφαγε τον αγκώνα της μέσα στο φέρετρο, κάτι που ενέπνευσε ένα από τα πιο σκοτεινά ποιήματα της Σύλβια Πλαθ, βρίσκονται σε έκθεση.

Η Πλαθ είδε τη μεγάλη λίθινη σαρκοφάγο και το περιεχόμενό της λίγο αφότου ανασκάφηκε στη δεκαετία του 1950, κι ενώ η ίδια ήταν φοιτήτρια στο Κέμπριτζ.

Το προσωπικό του Μουσείο Αρχαιολογίας και Ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου είχαν τοποθετήσει τα οστά του τρωκτικού σε ένα κομμάτι χαρτόνι και τα είχαν βάλει μέσα στο φέρετρο, πλάι στα κατάλοιπα της μεσήλικης γυναίκας που μορφάζει σαν να υποφέρει από πόνους.

Η εικόνα αυτή πυροδότησε το ποίημα της Πλαθ “All the Dead Dears”, γραμμένο το 1957.

Η σαρκοφάγος, με το εσωτερικό μολύβδινο φέρετρο, ανήκε σε ομάδα ταφών υψηλόβαθμων προσώπων που τυχαία ανακαλύφθηκαν από εργάτες που καθάριζαν τη γη γύρω από μια έπαυλη στο Άρμπερυ, στα περίχωρα του Κέμπριτζ.

Ο επιμελητής του μουσείου, Μαρκ Έλλιοτ, είπε: «Ο κόσμος βλέπει τον πλούτο των ευρημάτων από το Άρμπερυ, και το κλασικίζοντα διάκοσμο και τις λατινικές επιγραφές σε όλα τα κτίριά μας και σκέπτεται: Ποπό, το ρωμαϊκό Κέμπριτζ πρέπει να ήταν το κάτι άλλο”. Όμως, η αλήθεια είναι ότι ο πλούτος βρισκόταν σε μέρη όπως το Άρμπερυ, και απ’ όσα έχουμε βρει, το Κέμπριτζ, αν έπαιζε κάποιο ρόλο, ήταν εκείνος ενός σταυροδρομιού, ήταν δηλαδή μια στάση στο δρόμο για ένα μέρος πολύ πιο σημαντικό».

Η σαρκοφάγος αφαιρέθηκε από την έκθεση μία γενιά πριν, εξαιτίας της έλλειψης χώρου. Οι δωρεές προς το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1884, συνέρρεαν από ακαδημαϊκούς και εύπορους πρώην φοιτητές απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι έστελναν κιβώτια που περιείχαν κομμάτια όπως έναν Δράκο των Νότιων Θαλασσών με κινέζικα φλιτζάνια του τσαγιού στη θέση των ματιών του, ή μια ομάδα από πατάτες που είχαν υποστεί μέθοδο ξήρανσης με λυοφιλίωση, είχαν ηλικία 500 ετών και χώρα προέλευσης το Περού, ή ένα μυστηριώδες αντικείμενο που ορισμένοι πιστεύουν ότι ήταν… σανίδα σιδερώματος των Βίκινγκς.

Άλλα ασυνήθιστα ρωμαϊκά ευρήματα περιλαμβάνουν ένα αγγείο που θεωρήθηκε τόσο άσεμνο από τους ανασκαφείς της Βικτωριανής εποχής, ώστε δεν αναφέρθηκε καν στον κατάλογο των ανακαλυφθέντων αντικειμένων της θέσης Great Chesterford του Έσσεξ. Το αγγείο, που πιθανότατα είχε κατασκευαστεί κοντά στο Peterborough, παριστάνει μια γυμνή γυναίκα η οποία οδηγεί μια άμαξα που τη σέρνουν τέσσερις φαλλοί αντί για άλογα. Έχει εκφραστεί η άποψη ότι το αντικείμενο ήταν ένα σύμβολο καλοτυχίας ή ένα φυλαχτό γονιμότητας, αν και ο διευθυντής του μουσείου, Νικ Τόμας, είναι πεπεισμένος ότι το αγγείο δημιουργήθηκε εν είδει ενός αισχρού χωρατού. «Είναι γνωστά και άλλα, σχεδόν ταυτόσημα, αγγεία, αλλά εκείνα παρουσιάζουν συμβατικές εκδοχές της σκηνής (…)».

Παρόλο που στις ανακαινισμένες αίθουσες του μουσείου παρουσιάζεται ο διπλάσιος αριθμός αντικειμένων απ’ ό,τι στο παρελθόν, εκπροσωπούν λιγότερο από το 1% της συλλογής του.

Το πιο πολύτιμο νέο απόκτημα του μουσείου είναι μια… μπροστινή πόρτα, η πρώτη στην 99ετή ιστορία του μουσείου στο συγκεκριμένο κτίριο. Η παλαιά είσοδος ήταν ένα στενό αψιδωτό πέρασμα σε έναν πυργίσκο στη γωνία μιας αυλής. «Η παλιά είσοδος είχε τη γοητεία της» παραδέχεται ο Έλλιοτ, «αλλά δεν θέλουμε πλέον να είμαστε το καλύτερα φυλαγμένο μυστικό του Κέμπριτζ».