Σε μια νέα έκδοση της σειράς «Οδηγοί Βυζαντινών Μνημείων Κύπρου» προχώρησε το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου.
Η έκδοση που αφορά τη –γυναικεία σήμερα – Μονή Παναγίας Αμασγούς στη Λεμεσό πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων και τη Μητρόπολη Λεμεσού, στην οποία υπάγεται πνευματικά η Μονή.
Στην έκδοση προτάσσεται πρόλογος του προέδρου του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου, που επεξηγεί τους στόχους του συγκεκριμένου εκδοτικού προγράμματος, και ακολουθεί χαιρετισμός του μητροπολίτη Λεμεσού Αθανασίου, όπου παρατίθεται με σαφήνεια η θεολογική διάσταση της έκδοσης.
Ο οδηγός αποτελείται από 140 σελίδες και περιέχει μεγάλο αριθμό έγχρωμων και μαυρόασπρων φωτογραφιών, καθώς και αρχιτεκτονικά σχέδια που έγιναν από τον Διομήδη Μυριανθέα.
Για την έκδοσή του συνεργάστηκαν επίσης η αρχαιολόγος Ντόρια Νικολάου, ο αρχαιολόγος Γιώργος Φιλοθέου, ο έφορος Συλλογών του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου, αρχαιολόγος Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου, ο φωτογράφος Βάσος Στυλιανού, ο Εκδοτικός Οίκος «Εν Τύποις».
Eίναι αξιοσημείωτο ότι στις τελευταίες σελίδες του περιλαμβάνεται γλωσσάρι όρων για την καλύτερη κατανόηση των κειμένων, καθώς και επιλεγμένη σχετική βιβλιογραφία.
Σύμφωνα με τον ιστορικό και ερευνητή Κωστή Κοκκινόφτα, που παρουσίασε την έκδοση, «η ιστορία της Μονής χάνεται μέσα στον χρόνο».
Ειδικότερα, οι αρχαιότερες μαρτυρίες για την ύπαρξη της Μονής τη συνδέουν με το πρώτο στρώμα των τοιχογραφιών του καθολικού της, που χρονολογείται στις αρχές του 12ου αιώνα.
Kατά την περίοδο αυτή, η Κύπρος αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οπότε και ιδρύθηκαν στο νησί μερικά από τα μεγαλύτερα μοναστήρια του, όπως αυτά του Κύκκου, του Χρυσοστόμου, της Αψινθιώτισσας, της Ασίνου, της Αλύπου και άλλα.
Από την αρχαία αυτή Μονή σώθηκε σε καλή κατάσταση, μέχρι τις μέρες μας, το καθολικό της, ενώ κάποια από τα μοναστηριακά κτίριά της, που μερικά χρονολογούνταν στην τελευταία φάση του τοιχογραφικού διακόσμου του ναού, στον 16ο αιώνα, ερειπώθηκαν, και άλλα, όπως αυτά της νότιας πτέρυγας, εξαφανίστηκαν τελείως.
Η εγκαταβίωση, όμως, στην περιοχή ομάδας μοναζουσών, πριν από περίπου είκοσι χρόνια και η ανέγερση νέων μοναστηριακών καταλυμμάτων, έδωσε ξανά στη Μονή την παλαιά πνευματική της αίγλη.