Μια διεπιστημονική έρευνα χρηματοδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνέβαλε στη βαθύτερη κατανόηση της παραγωγής γυαλιού στην Ιταλία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.

Το πρόγραμμα «Η προέλευση των ψηφίδων [tesserae]: Μια διεπιστημονική έρευνα για την παραγωγή και την εμπορία γυαλιού κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο στην Ιταλία», από τα Πανεπιστήμια του Νότιγχαμ και της Μελβούρνης, συνέβαλε στον εμπλουτισμό των γνώσεων και προσέφερε πιθανές απαντήσεις σε ανοικτά ερωτήματα που αφορούν την υαλουργία της Ρωμαϊκής περιόδου. Μια ήδη υπάρχουσα ανασύνθεση του οικονομικού μοντέλου της αρχαίας παραγωγής γυαλιού που επικεντρώνεται στην Ιταλία και στα υλικά κατασκευής ψηφίδων που χρονολογούνται από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 2ο αι. μ.Χ., είχε βασιστεί στην αρχαιολογική και την αρχαιομετρική βιβλιογραφία. Κατά τη διατύπωση μιας υπόθεσης για το σύστημα παραγωγής τριών φάσεων έλειπαν ωστόσο πληροφορίες ώστε να προσδιοριστούν τα κυρίαρχα κέντρα παραγωγής αλλά και οι εμπορικές διαδρομές που ακολουθούσε η διακίνηση των γυάλινων αντικειμένων.

Η έρευνα συνέβαλε καταρχάς στη βελτίωση των γνώσεων των υλικών που χρησιμοποιούνταν στην υαλουργία, καθώς και στην ανάπτυξη μιας μεθόδου εφαρμογής της ανάλυσης ισοτόπων και ιχνοστοιχείων στο αρχαίο γυαλί. Τέλος, διασαφηνίστηκαν ερωτήματα σχετικά με την προέλευση των υλικών της υαλουργίας κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους στην Ιταλία. Ο συνδυασμός των συμπερασμάτων της αρχαιολογικής έρευνας πεδίου με τον εργαστηριακό χαρακτηρισμό δειγμάτων γυαλιού οδήγησε στην επιτυχία της έρευνας σε αρκετά πεδία.

Η παρατήρηση επιτοίχιων και επιδαπέδιων ψηφιδωτών βοήθησε στη συγκρότηση ενός χρονολογικού πίνακα των υλικών υαλουργίας που χρησιμοποιήθηκαν από τους τεχνίτες των ψηφιδωτών στην υπό διερεύνηση περίοδο. Η ταύτιση συγκεκριμένων υλικών έκανε δυνατή τη χρονολόγηση των ψηφιδωτών.

Η ερμηνεία των συμπερασμάτων από την ανάλυση των ισοτόπων μολύβδου, νεοδυμίου και στροντίου οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα είδη γυαλιού που χρησιμοποιήθηκαν στην Ιταλία ως ρωμαϊκές ψηφίδες φέρουν ομοιότητες με το ακατέργαστο γυαλί και τα γυάλινα σκεύη που κυκλοφορούσαν την ίδια περίοδο στην Ιταλική Χερσόνησο. Η ανάλυση των υλικών βοήθησε επίσης στην επιβεβαίωση της υπόθεσης ότι υπήρχαν ορισμένα κέντρα παραγωγής που λειτουργούσαν αδιάλειπτα επί τέσσερις αιώνες.