Τέσσερις μήνες πέρασαν από την κλοπή τριών έργων από την Εθνική Πινακοθήκη, τη νύχτα της 8ης Ιανουαρίου. Το μόνο ζωγραφικό έργο του Πάμπλο Πικάσο που υπήρχε σε δημόσια συλλογή –δωρεά του ίδιου του καλλιτέχνη στον ελληνικό λαό, με ιδιόχειρη αφιέρωση– έκανε φτερά, μαζί με έναν πίνακα του Μοντριάν και ένα σχέδιο του Κάτσια. Η διάρρηξη κράτησε μερικές ώρες. Ήταν όμως αρκετές για να δείξουν τη γύμνια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, σε μια ολόκληρη αλυσίδα, που ξεκινά από τον υπουργό Πολιτισμού, Παύλο Γερουλάνο, περνάει από τη διευθύντρια της Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, και καταλήγει στους υφισταμένους και των δύο.
Τα στοιχεία που φέρνει στο φως η «Καθημερινή» αποδεικνύουν ότι η κλοπή δεν ήταν μια δαιμόνια σε σύλληψη και εκτέλεση επιχείρηση. Ούτε ένα περιστατικό που οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος, από εκείνα που ακόμα και το τελειότερο τεχνολογικό σύστημα ασφαλείας δεν μπορεί να υπερκαλύψει. Αντιθέτως, ήταν μια πρωτόγονη σχεδόν κλοπή, και ήταν θέμα χρόνου να συμβεί. Δεν είναι μονάχα η οικονομική κρίση, η πολιτική περικοπών και η αύξηση της εγκληματικότητας, που δημιούργησαν το κατάλληλο πλέγμα συνθηκών για την εκδήλωση παρόμοιων περιστατικών. Υπάρχουν πολυετείς βαρύτατες αμέλειες.
Η Ένορκη Διοικητική Εξέταση του υπουργείου Πολιτισμού, που παρουσιάζει σήμερα σε αποκλειστικότητα η «Κ», η έκθεση του γενικού επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρου Ρακιντζή, καθώς και ο επίσημος απολογισμός του Δ.Σ. της Πινακοθήκης για το συμβάν είναι αλληλοαντικρουόμενα επίσημα έγγραφα, στα οποία επιχειρείται να αποδοθούν ευθύνες για τη διάρρηξη. Διαβάζοντάς τα, αντιλαμβάνεται κανείς πως η παθογένεια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης κατοπτρίζεται εναργώς στον πιο νευραλγικό τομέα της φύλαξης δημοσίων αγαθών: διάχυση και αποποίηση ευθυνών, απουσία σύγχρονου οργανογράμματος με τις απαιτούμενες ειδικότητες και τα αντίστοιχα καθήκοντα, ανυπαρξία πιστοποιημένων διαδικασιών ασφάλειας, έλλειψη εσωτερικού ελέγχου. Ενίοτε εντυπωσιάζει και κάτι άλλο: η προσωπική φιλοδοξία υπερβαίνει την ευθιξία και την εθνική αποστολή που έχουν επωμιστεί οι υπεύθυνοι.
Οι ευθύνες των τριών αρμοδίων για την ασφάλεια
Το υπουργείο Πολιτισμού. Είναι ο αρμόδιος κρατικός φορέας που εγγυάται τον σωστό σχεδιασμό για την ασφάλεια των εποπτευόμενων –από εκείνο– μουσείων και αρχαιολογικών χώρων. Το σχετικό Τμήμα Οργάνωσης Θεμάτων Ασφαλείας υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Εργων. Η έρευνα Ρακιντζή, που έγινε αυτεπαγγέλτως μετά το συμβάν, αποκαλύπτει ότι το ίδιο το υπουργείο δεν έχει θέσει τους κανόνες, βάσει των οποίων θα ελέγχει την ποιότητα της ασφάλειας, αφήνοντας περιθώρια στους εκάστοτε διευθυντές των εποπτευόμενων φορέων για αυτοσχεδιασμό, προχειρότητα ή αυθαιρεσίες σε ένα τόσο καίριο ζήτημα. Παράλληλα, η ΕΔΕ για την κλοπή πραγματοποιήθηκε από την Ευγενία Γατοπούλου, προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης Μουσείων και Τεχνικών Έργων. Δηλαδή, ο εποπτεύων και ο εποπτευόμενος ταυτίζονται, κάτι που εξασθενεί την αξιοπιστία της εξέτασης.
Δεν χρειάζεται λοιπόν να απορεί κανείς που η ΕΔΕ ρίχνει στα «μαλακά» το υπουργείο και τη διεύθυνση της Πινακοθήκης και τα φορτώνει όλα στον φύλακα εκείνης της μοιραίας βάρδιας, επειδή δεν αξιολόγησε σωστά τον κίνδυνο. Ολόκληρη η αλυσίδα των ευθυνών παρακάμπτεται, για να καταλήξει στον πιο ανίσχυρο κρίκο της. Η ΕΔΕ εξαιρεί από τα πειθαρχικά παραπτώματα της αμέλειας, της ατελούς και μη έγκαιρης εκπλήρωσης καθήκοντος όλα τα μέλη του προσωπικού του μουσείου, ενώ για τον φύλακα τονίζει ότι θα μπορούσε να έχει ποινή έγγραφης επίπληξης.
Κάτι ακόμη: Μετά τις κλοπές στην Πινακοθήκη και στην Ολυμπία συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά όλοι οι φύλακες των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων στην Ασφάλεια Αττικής για ενημερωτικό σεμινάριο.
Η Εθνική Πινακοθήκη. Η διευθύντρια της Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, βρίσκεται σε αυτήν τη θέση από το 1992, γνωρίζοντας στην πλήρη έκτασή τους όλα τα προβλήματα του μουσείου. Στην ΕΔΕ του ΥΠΠΟΤ αναφέρονται πολλά εξ αυτών που σχετίζονται άμεσα με την ασφάλεια. Το πιο ζωτικό ήταν ποιος τελικά είναι επιφορτισμένος για τον σχεδιασμό, την επίβλεψη υλοποίησης και την παρακολούθηση της σωστής λειτουργίας της ασφάλειας της Πινακοθήκης. Το ΦΕΚ περί οργανισμού και λειτουργίας του μουσείου (239/1980) δεν ορίζει παρά μόνον τον αριθμό των φυλάκων και νυχτοφυλάκων. Κατά ερμηνεία του οργανισμού, υπεύθυνος ασφαλείας είναι ο επικεφαλής Δ/νσης Διοικητικού-Οικονομικού της Πινακοθήκης, Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης. Στις ερωτήσεις της κ. Ευ. Γατοπούλου, που διενήργησε την ΕΔΕ, κάθε επιμελητής ή υπάλληλος της Πινακοθήκης έχει διαφορετική άποψη για το ποιος είναι καθ’ ύλην αρμόδιος για τον έλεγχο της ασφάλειας του χώρου όταν εγκαθίσταται νέα έκθεση.
Το κουβάρι των κατ’ εκτίμηση εμπλεκόμενων ειδικοτήτων στο θέμα αυτό τονίζει την πλήρη άγνοια όλου του προσωπικού στα θέματα ασφάλειας της Πινακοθήκης. Ποιος αποφασίζει; Ποιος είναι ο τελικός και κύριος υπεύθυνος; Να γιατί, ενώ υπήρχε κάμερα στον χώρο όπου ήταν το έργο του Πικάσο, η συσκευή «κοίταζε» μόνιμα το πωλητήριο και όχι τον πίνακα.
Επιπροσθέτως, στο πόρισμα Ρακιντζή αναφέρονται πολλά τεχνικά προβλήματα με τις κάμερες, τον εξοπλισμό, τις μπαταρίες του συναγερμού. Στην ΕΔΕ, ο Κ. Αρβανιτάκης παραδέχεται ότι είχε χαλάσει το μηχάνημα που έδειχνε αναλυτικά τις ζώνες όπου χτυπούσε ο συναγερμός. Η αντικατάσταση ήταν ευθύνη της Πινακοθήκης, «ωστόσο δεν είχε τονιστεί ότι είναι κάτι ζωτικό»!
Ο Κ. Αρβανιτάκης είχε φτιάξει ένα σύγχρονο οργανόγραμμα για την ασφάλεια; Από τις έρευνες προκύπτει ότι οι φύλακες είχαν ορισμένες –προφορικές μόνον– εντολές, «για ευνόητους λόγους». Όμως, το πρωτόκολλο φύλαξης των μουσείων ανά τον κόσμο επιβάλλει ένα γραπτό, αναλυτικό, βήμα προς βήμα σχέδιο με τις απαιτούμενες ενέργειες σε περίπτωση, π.χ., διάρρηξης. Αποδεικνύεται από την ΕΔΕ ότι ο φύλακας δεν είχε στη διάθεσή του ούτε το τηλέφωνο του τεχνικού της εταιρείας security. Και όταν τον εντόπισε, ο τεχνικός αρνήθηκε να πάει και του αντιπρότεινε να απενεργοποιήσει τμήμα του συναγερμού, ο οποίος ήταν «ευαίσθητος» και χτυπούσε συχνά χωρίς λόγο. Ίσως ο «ευαίσθητος» συναγερμός να είναι και ο λόγος που η Πινακοθήκη δεν είχε αυτόματη σύνδεση του συστήματος με την Άμεση Δράση και το ΚΕΛΕΣΣ (Κέντρο Λήψης Σημάτων Συναγερμού του ΥΠΠΟΤ).
Το πρόβλημα έλλειψης προσωπικού ήταν γνωστό σε όλους. Πέρυσι, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είχε εμπιστευθεί σε δημοσιογράφους ότι αναγκαζόταν να αναθέτει σε συντηρητές να φυλάσσουν το μουσείο τα μεσημέρια. Επίσης είναι γνωστό ότι απολύθηκαν οι ωρομίσθιοι και ότι η διευθύντρια έστειλε πολλές επιστολές στο υπουργείο ζητώντας ενίσχυση. Εφόσον δεν της εδόθη, γιατί δεν αποφάσισε να κλείσει μέρος του Μουσείου ώστε να διασφαλίσει τα πολύτιμα εκθέματα και να πιέσει τον υπουργό; Πόσο ασφαλείς είναι οι θησαυροί όταν ένας μόνο νυχτοφύλακας περιφρουρεί ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο; Για τους ίδιους λόγους, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σφράγισε για πολύ καιρό έναν ολόκληρο όροφο. Όμως, η κ. Λαμπράκη εγκαινίασε νέα έκθεση, υποτιμώντας τον κίνδυνο της κλοπής και συνέχισε να επιδιώκει την υπερμεγέθη προβολή των πεπραγμένων της, εν αναμονή της πέμπτης κατά σειρά ανανέωσης της θητείας της.
Μετά το συμβάν, σε συνεντεύξεις της υποστήριξε ότι μπορεί να περιγράψει τα κίνητρα των δραστών: «Πιστεύω ότι αυτή η κλοπή ήταν στοχευμένη και ο στόχος δεν ήταν ο Πικάσο αλλά η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Γιατί έληγε η θητεία της σε πέντε μέρες και ο καλύτερος τρόπος, ο πιο διαβολικός, ο πιο μεφιστοφελικός για να την υπονομεύσουν ήταν αυτός. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος για να ξεχαστεί το έργο που έχω κάνει. Πώς αλλιώς θα με χτυπούσαν;».
Το Δ.Σ. της Πινακοθήκης έχει επίσης μερίδιο ευθύνης: ακόμα και μετά την κλοπή, υποστηρίζει ότι το σύστημα ασφαλείας δεν ήταν διάτρητο και όλα λειτουργούσαν άψογα. Ο εσωτερικός έλεγχος απουσιάζει. Ειρωνικό, αν σκεφτεί κανείς ότι ο πρόεδρος του Δ.Σ., Απόστολος Μπότσος, είναι τέως πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου…
Η εταιρεία φύλαξης. Στην ΕΔΕ του υπουργείου αναφέρεται πολλές φορές ότι η εταιρεία φύλαξης «Τάκης Ζαριφόπουλος Α.Ε.» είναι από τις πλέον αξιόπιστες στον χώρο. Πότε, από ποιον και με ποια κριτήρια έγινε η αξιολόγηση; Η ΕΔΕ δεν ασχολήθηκε με την υφιστάμενη σύμβαση μεταξύ της Πινακοθήκης και της εταιρείας. Κανείς δεν ξέρει τι προβλέπει, ποιες είναι οι συμβατικές υποχρεώσεις της εταιρείας και αν αυτές τηρούνται. Αν τόσα χρόνια ο συναγερμός χτυπάει με το παραμικρό, γιατί κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για την αντικατάστασή του ή, έστω, την επισκευή του;
Κράτησε ώρες…
Οι κλοπές σε μουσεία διαρκούν ελάχιστα. Στην Πινακοθήκη, κράτησε πολλές ώρες. Ο δράστης ή οι δράστες βρίσκονταν στον περιβάλλοντα χώρο από τις 8 μ.μ. ενεργοποιώντας τον συναγερμό, ο οποίος χτύπησε πολλές φορές, μέχρι και τις 4.50 π.μ., όταν έγινε εν τέλει η παραβίαση. Η συνεχής ενεργοποίηση έκανε τον φύλακα να πιστεύει ότι πρόκειται για βλάβη. Ο κλέφτης μπήκε εύκολα. Πριν φύγει, ήρθε αντιμέτωπος με τον μοναδικό νυχτοφύλακα, ο οποίος έτρεξε από την είσοδο της Μιχαλακοπούλου στην είσοδο της Βασ. Σοφίας. Προσπάθησε να τον καταδιώξει, αλλά ήταν αργά…
Τι πρέπει να γίνει
Γνώστες των θεμάτων ασφάλειας υποστηρίζουν ότι το υπουργείο πρέπει να αναθέσει σε εξειδικευμένη εταιρεία συμβούλων ασφαλείας (όχι εταιρεία security) την εκπόνηση μελέτης «Εκτίμησης κινδύνου» για τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, όπου φυλάσσονται πολιτιστικοί θησαυροί, για την καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης. Αυτό θα βοηθήσει στον εντοπισμό των πραγματικών κινδύνων, τη λήψη άμεσων μέτρων για την αποτροπή διαρρήξεων και την υλοποίηση ενός στρατηγικού πλάνου. Θα πρέπει, δε, να εξειδικευτεί για κάθε εμπλεκόμενο φορέα. Είναι αρκετό;
Η κ. Έρση Φιλιπποπούλου, αρχιτέκτων και νομικός, τ. διευθύντρια Μελετών Μουσείων στο ΥΠΠΟΤ, αναφέρει σε πρόσφατο άρθρο της στην «Κ»: «Τα τελευταία χρόνια, τα μουσεία μας διαθέτουν κι αυτά προηγμένα ηλεκτρονικά συστήματα, όπως έδειξε όμως η κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη, αρκούν μερικοί ψευδείς συναγερμοί για να τα αχρηστέψουν. Οι συνδικαλιστές θα πουν ότι χρειαζόμαστε περισσότερους φύλακες. Στην Πινακοθήκη υπήρχε φύλακας που καταδίωξε τον κλέφτη. Τι λείπει λοιπόν; Αυτό που λείπει συνήθως είναι η ολοκληρωμένη προσέγγιση. Τα μέτρα ασφαλείας έναντι κλοπής είναι 3 ειδών: κατασκευαστικά (στο κτίριο), διαρκούς επιτήρησης και καταγραφής (ηλεκτρονικά) και οργανωτικά. Χρειάζονται όλα εξίσου σε συνέργεια, κάτω από έναν ενιαίο σχεδιασμό».
Αν δεν αλλάξει άρδην ο σχεδιασμός της πολιτικής ασφάλειας των ελληνικών μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, θα ζήσουμε και άλλες ληστείες που, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι δεν είναι και τόσο «κινηματογραφικές» όσο τις περιγράφουν τα ΜΜΕ. Χρειάζεται, απλώς, οι κακόβουλοι να έχουν κοινό νου και να εκμεταλλευτούν τα πολλά κενά ασφαλείας.