Αφημένο στη φθορά του χρόνου είναι εδώ και περίπου μία τετραετία το νεοκλασικό κτίριο επί της οδού Αναγεννήσεως, στα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Προβλήματα που δημιουργήθηκαν με την κοινοπραξία, η οποία είχε αναλάβει το έργο, έχουν ως αποτέλεσμα το παραδοσιακό αυτό κτίσμα να παραμένει «φυλακισμένο» πίσω από τις λαμαρίνες, αν και έχει σχεδόν ανακαινιστεί εξολοκλήρου, με κόστος 1,3 εκατ. ευρώ.

«Το έργο είχε σκαλώσει για χρόνια σε διαδικασίες από τις οποίες ο δήμος ήταν δύσκολο να απεμπλακεί. Τελικώς και έπειτα από επίμονες προσπάθειες, κηρύξαμε έκπτωτο τον εργολάβο και προχωράμε να ολοκληρώσουμε τις εργασίες που είχαν απομείνει μισές, προκειμένου να παραδώσουμε το κτίριο προς χρήση», τονίζει ο αντιδήμαρχος Αστικού Σχεδιασμού, Πολεοδομίας και Δικτύων, Ανδρέας Κουράκης.

Πρόσφατα, άλλωστε, εγκρίθηκε από το δημοτικό συμβούλιο εργολαβία ύψους 14.000 ευρώ προκειμένου να ολοκληρωθούν οι εργασίες ανάδειξης του εκπληκτικού εσωτερικού διάκοσμου. Παράλληλα, είναι έτοιμη προς δημοπράτηση μελέτη για διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, η οποία έχει εγκριθεί από την Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων. «Το έργο δημοπρατείται πριν από το καλοκαίρι και έως το τέλος του έτους ευελπιστούμε να είναι έτοιμο προς χρήση», προσθέτει ο αντιδήμαρχος. Το κτίριο προορίζεται για να στεγάσει το Κέντρο Πολιτισμού Δυτικής Θεσσαλονίκης, ενώ δεν αποκλείεται να γίνει η έδρα και της Β’ δημοτικής κοινότητας.

Με ιστορία

Κτίστηκε μεταξύ 1900-1910 και είναι ένα από τα εναπομείναντα δείγματα αρχιτεκτονικής της πόλης πριν από την πυρκαγιά του 1917. Μέχρι τη δεκαετία του ’60 αποτελούσε την κατοικία της οικογένειας Πετρίδη, ενώ την τελευταία εικοσαετία χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς ως γραφείο μεταφορών και αποθήκη υλικών. Μετά την εγκατάλειψή του, κατέληξε να αποτελεί καταφύγιο αστέγων, παρότι από το 1984 είχε χαρακτηριστεί «έργο τέχνης» με υπουργική απόφαση. Απαλλοτριώθηκε το 1997.

Αναπαλαίωση

Οι εργασίες αναπαλαίωσης του κτιρίου, με προϋπολογισμό 1,3 εκατ. ευρώ, άρχισαν το Σεπτέμβριο του 2006 και σταμάτησαν το 2009, λόγω προβλημάτων στη ροή της χρηματοδότησης από το υπουργείο Πολιτισμού που είχε αναλάβει την αναπαλαίωση. Λίγο αργότερα, ο δήμος αποφάσισε να ολοκληρώσει το έργο με ίδιους πόρους, αλλά υπήρξαν προβλήματα με την ανάδοχο κοινοπραξία.

Την ίδια περίοδο, είχε εξεταστεί και η δυνατότητα αξιοποίησης εφαρμογής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και συγκεκριμένα η χρήση γεωθερμίας για τη θέρμανση και ψύξη του κτιρίου, κάτι όμως που δεν προχώρησε, αφού στο μεταξύ «κόλλησε» και το κυρίως έργο.