Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι ήδη αντικείμενο διαφόρων αξιόλογων δημοσιευμάτων. Όμως, το πιο πρόσφατο, με τίτλο Νέο Μουσείο Ακρόπολης, στοιχεία μελέτης και κατασκευής (εκδόσεις Μίλητος, 2011) αποτελεί εκ των πραγμάτων ιδιαίτερη περίπτωση, επειδή έχει συγγραφέα τον Μ. Φωτιάδη, έναν εκ των δύο βραβευμένων αρχιτεκτόνων του έργου.
Σε 148 μεγάλου πλάτους σελίδες, ο Μ. Φωτιάδης κατάφερε να συνοψίσει τις σπουδαιότερες πτυχές του θέματος: στα κεφάλαια Α και Β περιέχονται οι πρώτες ενέργειες του κράτους, από το 1976 κ.ε., με τους διαδοχικούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς (εκ των οποίων οι δύο πρώτοι ήσαν άκαρποι, ενώ ο τρίτος ατελέσφορος), τα καθέκαστα της συμμετοχής των αρχιτεκτονικών γραφείων Tschumi και Φωτιάδη στον τέταρτο διαγωνισμό, οι κύριοι σταθμοί της διαδικασίας αυτού του διαγωνισμού, οι αρχές συνθέσεως των χώρων και τα κύρια χαρακτηριστικά της μορφής του μουσείου, τα επιλεγέντα υλικά δαπέδων, τοίχων και οροφών, οι ειδικές συνθήκες συνύπαρξης του κτιρίου με τις αρχαιότητες που ήρθαν στο φως κατά την εκσκαφή θεμελιώσεως (μια ολόκληρη συνοικία της αρχαίας Αθήνας) και η ένταξή του στο άμεσο αστικό περιβάλλον. Περιέχεται, επίσης, σύντομη επαινετική αναφορά στον τρόπο εκτέλεσης της μεταφοράς των εκθεμάτων από το παλαιό μουσείο στο νέο.
Στο κεφάλαιο Γ με τίτλο «Ξενάγηση στο νέο Μουσείο» εξηγείται η σύλληψη του σχεδίου σε συμφωνία με μια ορισμένη ροή κυκλοφορίας, διερχόμενη από κάθε έκθεμα και σταθμό (όπου συχνή η εκδήλωση της παιδείας του συγγραφέα) χωρίς ανεπιθύμητες διασταυρώσεις. Ταυτοχρόνως, ο Μ. Φωτιάδης εξετάζει θεωρητικά ζητήματα, όπως η παράθεση αυθεντικών γλυπτών και αντιγράφων, εν αντιστοιχία προς τη διεκδίκηση της επιστροφής των εν Λονδίνω (χωρίς να αφήνει ασχολίαστη την ελληνική σιγή για τα εν Παρισίοις). Στο ίδιο κεφάλαιο εξετάζονται οι λοιποί χώροι του κτιρίου και ολοκληρώνεται η ιστορική αναδρομή με αναμνήσεις από τα προεόρτια των εγκαινίων και, χωρίς μνησικακία, από την αρνητική συμπεριφορά μιας μερίδας ειδικών και μη, συμπεριλαμβανομένης και της περίφημης δικαιολογίας πολιτικού: «…Μα τότε ήμουν στην αντιπολίτευση!».
Τα ιδιαίτερα τεχνικά προβλήματα με τις κατασκευαστικές λύσεις τους συγκεντρώνονται στο κεφάλαιο Δ: Ο ειδικός τρόπος θεμελίωσης και σεισμικής μόνωσης του κτιρίου, το σύστημα πυροπροστασίας και αυτόματων πυροχωρισμάτων, τα ειδικά υλικά, τα υάλινα δάπεδα μέσα από τα οποία καθίστανται ορατές οι υπό το κτίριο αρχαιότητες, ενώ ταυτοχρόνως το φως της ημέρας φθάνει έως αυτές, τα διπλά υαλοπετάσματα με την πολλαπλή λειτουργία –φυσικός φωτισμός, θέα πλήρης ή φιλτραρισμένη, θερμομόνωση για κρύο ή ζέστη– ιδίως στην αίθουσα του Παρθενώνος στο ανώτατο μέρος του μουσείου, όπου και η οροφή υπηρετεί τον ίδιο σκοπό, ο τεχνητός φωτισμός εν σχέσει και προς τον φυσικό, η ακουστική μόνωση, οι βοηθητικοί χώροι, η διαμόρφωση και η φύτευση του περιβάλλοντος.
Σε κάποιο σημείο, ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι η συνεργασία δύο ομάδων με τόση γεωγραφική απόσταση και διαφορά επτά ωρών δεν εμπόδισε, αλλά μάλλον συνέβαλε με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής επικοινωνίας σε μια συνεχή ροή της προσπάθειας. «…Οταν η μία ομάδα πήγαινε για ύπνο, συνέχιζε η άλλη…»
Παράλληλα προς την κύρια αφήγηση και χωρίς να τη διακόπτουν, παρεμβάλλονται αυτοτελή πλαίσια συμπληρωματικού κειμένου ιδιαίτερου συχνά ενδιαφέροντος, όπως η βαθμολόγηση κατά τον διαγωνισμό δημιουργίας του μουσείου, το ζήτημα «το μουσείο στην περιοχή Μακρυγιάννη, ή στην Κοίλη;», η συγκινητική προσπάθεια του Ζυλ Ντασσέν, αλλαγές ηγεσίας και εγκαίνια, πριν από εκατό χρόνια στην Ακρόπολη με τον Le Corbusier, γυάλινα δάπεδα και υψηφοβία, χρόνος μεταξύ αρχαϊκών και κλασικών, συμβουλές επίσκεψης, «Το Αγριολούλουδο της Ακρόπολης ξαναβρέθηκε» (το σπάνιο ενδημικό φυτό Micromeria Acropolitana).
Το βιβλίο κλείνει με συλλογή αποσπασμάτων κειμένων διαφόρων επιστημόνων, με πλήρη κατάλογο των συνεργατών μελετητών και κατασκευαστών κατά ειδικότητες, με πίνακα εμβαδών κατά χώρο, όροφο και σύνολο, με στατιστικές πληροφορίες για τον αριθμό των επισκεπτών, με κατάλογο φωτογράφων (πολλές εκ των φωτογραφιών είναι έργο του συγγραφέως) και βιβλιογραφικές αναφορές.
Η εξαιρετικά προσεγμένη φωτογραφική τεκμηρίωση φάσεων της κατασκευής και ιδίως του τελειωμένου έργου είναι όχι απλώς μια εικαστικά άρτια δημιουργία επαγγελματικού επιπέδου, αλλά κυρίως υπηρετεί τον σκοπό του βιβλίου, την κατά το δυνατόν πλήρη παρουσίαση του κτιρίου.
Με το ίδιο ακριβώς πνεύμα έχουν επιλεγεί τα σχέδια, γενικά (επτά ολοσέλιδα, λίαν κατατοπιστικά) ή ειδικά επεξηγηματικά (ενίοτε διαγραμματικά ή ανατομικά) ως και οι φωτογραφίες των μακετών. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η πρόταξη δειγμάτων του λοιπού αρχιτεκτονικού έργου του συγγραφέως είναι λίαν σύντομη και διακριτική, όσο μόνον αρκεί για την τεκμηρίωση της γενικότερης εμπειρίας του σε συναφή αρχιτεκτονικά θέματα. Ευχάριστη έκπληξη, επίσης, προκαλούν οι μάλλον εκτός θέματος 14 γελοιογραφίες επωνύμων αρχαίων, μοιρασμένες στο τέλος κάθε κεφαλαίου, οι οποίες, αν όχι πάντοτε κολακευτικές για τους εικονιζόμενους, αποκαλύπτουν απαράβλεπτη ικανότητα καλλιτεχνικής σχεδιαστικής έκφρασης. Τέλος, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο αυθορμητισμός του λόγου, χαρακτηριστικό άλλωστε και της προσωπικότητας του συγγραφέα, η ακρίβεια, η περιεκτικότητα και η οικονομία του, η οποία σε κάποιες στιγμές, ευτυχώς όχι πολλές, θυμίζει μάλλον λατινική σύνταξη παρά ελληνική. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, όπως παρατηρεί στον πρόλογό του ο Άγγελος Δεληβοριάς, ο χειρισμός του ελληνικού λόγου αποκαλύπτει τη σχετική ευχέρεια του συγγραφέα και θα προσέθετα ότι τούτο πολύ συμβάλλει στην καλή και γοργή πληροφόρηση του αναγνώστη, ειδικού και μη, αλλά πάντως απαιτητικού.
Το βιβλίο
Μιχάλης Φωτιάδης, Νέο Μουσείο Ακρόπολης, στοιχεία μελέτης και κατασκευής, εκδ. Μίλητος 2011, σελ. 148.