Ένα παρατεταμένο κορνάρισμα με υποδέχθηκε στη Σταδίου. Το αναπηρικό καροτσάκι δεν είχε προλάβει να διασχίσει κάθετα τον δρόμο και να «ανέβει» στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου και ο βιαστικός οδηγός δεν του το συγχώρεσε. Δεν ξέρω αν είναι μόνο δική μου αίσθηση αλλά ο θόρυβος όλο και αυξάνεται στην πόλη. Και η ασέβεια. Στη στοά του Μετοχικού Ταμείου Στρατού – έτσι τη γνώρισα και δεν θέλω να της αλλάξω όνομα – ο νεαρός στο αναπηρικό καροτσάκι αποκτά ξανά το χαμόγελό του. «Παρκάρει» σε ένα από τα ακριανά τραπέζια και κάνει νόημα στον σερβιτόρο. Ευχαριστημένος από το αίσιο τέλος της περιπέτειάς του, ανοίγω το βήμα μου, αναζητώντας την είσοδο του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς. «Η αρπαγή της Ευρώπης» του Φερνάντο Μποτέρο, ασανσέρ, φωτεινοί διάδρομοι, μοντέρνοι πίνακες αλλά και γλυπτά παράξενα. Ανάμεσά τους και τα έργα των αποφοίτων της Σχολής Καλών Τεχνών που βραβεύθηκαν στην έκθεση «Art and the city» που γίνεται «κάτω» στη στοά. Κάποιος εδώ μέσα αγαπά τον πολιτισμό. Μια κυρία προσφέρεται να μου σερβίρει τσάι του βουνού – «γνήσιο, όχι φακελάκι» μου ψιθυρίζει και συγκατανεύω πρόθυμα. Είναι η πρώτη φορά που μπαίνω στο γραφείο της Σοφίας Στάικου και την προσοχή μου αποσπούν οι «Κόκκινες γόβες» του Παύλου Σάμιου. Δυο μέρες πριν, της έχουν ανακοινώσει ότι κέρδισε το διεθνές βραβείο της Europa Nostra. «Η γυναίκα με τα επτά μουσεία;» τη ρωτάω με προβοκατόρικη διάθεση. «Δεν είναι δικά μου» μού απαντά αυστηρά αλλά με χαμόγελο. «Ούτε της Πειραιώς είναι. Τα στήνουμε, τα συντηρούμε και σε 50 χρόνια θα τα επιστρέψουμε στις τοπικές κοινωνίες».
– Να αρχίσουμε από τα εύκολα. Πόσους αντιπάλους είχατε για το βραβείο;
Πρέπει να ήταν πάνω από 200. Δεν έχω μάθει τις λεπτομέρειες. Μόνο με ειδοποίησαν την 1η Ιουνίου να είμαι στη Λισαβώνα. Στο μοναστήρι Jeronimos θα γίνει η τελετή βράβευσης.
– Το περιμένατε;
Εσυζητείτο αλλά σε μια εποχή που η Ελλάδα διασύρεται από τα διεθνή ΜΜΕ, ουδείς μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη της ψηφοφορίας. Είναι πάντως μια μεγάλη αναγνώριση των πολύχρονων προσπαθειών που καταβάλλει το Πολιτιστικό μας Ίδρυμα για την ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας και την αύξηση του πολιτιστικού τουρισμού πέρα από την Αθήνα.
– Να τα πάρουμε από την αρχή; Πώς ξεκινήσατε;
Πριν από 10 χρόνια, η Τράπεζα Πειραιώς εξαγόρασε την ΕΤΒΑ. Εκεί υπήρχε ένας πυρήνας ανθρώπων που προσπαθούσε να αναδείξει την ιστορία της βιομηχανικής τεχνολογίας της Ελλάδας. Από εκεί αρχίσαμε και σήμερα έχουμε ένα δίκτυο επτά μουσείων.
– Το πρώτο ήταν το Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα;
Ναι, το οποίο πλέον έχει κάνει break even. Βγάζει δηλαδή τα έξοδά του από το πωλητήριο και από τα εισιτήρια.
– Τα υπόλοιπα έξι τα συντηρεί η Τράπεζα;
Αυτή την υποχρέωση έχουμε αναλάβει. Να τα συντηρούμε για 50 χρόνια.
– Και ύστερα από 50 χρόνια;
Όλα επιστρέφουν στις τοπικές κοινωνίες. Ελπίζω μέχρι τότε οι δήμοι να έχουν ωριμάσει αρκετά και να μπορούν να τα φροντίζουν.
– Οικονομικά τι σημαίνει αυτή η συντήρηση;
Το κάθε μουσείο έχει ένα κόστος γύρω στα 200.000 ευρώ τον χρόνο. Χρήματα που θα μπορούσαν να ήταν μερίσματα μετόχων. Ή να γράφονταν στα κέρδη.
– Πόσο κόστισε η δημιουργία αυτών των επτά μουσείων;
Αρκετά εκατομμύρια τα οποία δόθηκαν από τα κοινοτικά προγράμματα ΕΣΠΑ, δεν είναι δηλαδή χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων. Η Τράπεζα βεβαίως ξόδεψε και αυτή κάποια εκατομμύρια για να κάνει τις αρχιτεκτονικές και μουσειολογικές μελέτες, την αδειοδότηση και σε κάποιες περιπτώσεις να διαμορφώσει τους περιβάλλοντες χώρους.
– Χρονικά πώς εξελίχθηκε η δημιουργία των μουσείων;
Ακολουθούμε τη βιομηχανική ιστορία της Ελλάδας. Πρώτα έγινε το Μουσείο στη Δημητσάνα, μετά στο Σουφλί για το μετάξι, του ελληνικού λαδιού στη Σπάρτη, της βιομηχανικής ελαιουργίας στη Μυτιλήνη, η πλινθοκεραμοποιία στον Βόλο, η μαρμαροτεχνία στην Τήνο και τελευταίο το Μουσείο Περιβάλλοντος στη Στυμφαλία. Και ετοιμάζουμε άλλα δύο, το Μουσείο της Μαστίχας στη Χίο και το Μουσείο Αργυροτεχνίας στα Γιάννινα.
– Στη Χίο και στα Γιάννινα πότε θα είναι έτοιμα;
Οι εργασίες και για τα δύο μουσεία αρχίζουν μέσα στο 2012. Σε δυο χρόνια πιστεύω θα είναι έτοιμα. Λένε 18 μήνες αλλά συνήθως είναι 24.
– Πόσο θα κοστίσουν;
Της Χίου είναι 9 εκατομμύρια και των Ιωαννίνων 7,5. Ο στόχος μας ήταν να κάνουμε και άλλο ένα Μουσείο το 10ο, το Μουσείο Τυπογραφίας στην Κέρκυρα, τελικά όμως παραιτηθήκαμε από την προσπάθεια.
– Δεν εξασφαλίσατε χρηματοδότηση;
Απεναντίας. Στις Βρυξέλλες έχουμε πάρα πολύ καλό όνομα. Τα δικά μας ντοσιέ είναι περασμένα από 40 κύματα και πλέον μας έχουν εμπιστοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Είχαμε εξασφαλίσει λοιπόν 8 εκατ. από το ΕΣΠΑ. Και είχαμε δαπανήσει και 1 εκατ. για τις μελέτες αλλά κυρίως για τα εκθέματα. Δυστυχώς, όμως, κάποιοι στην Κέρκυρα δεν το ήθελαν.
– Καλά ποιος δεν ήθελε ένα Μουσείο Τυπογραφίας;
Κατ’ αρχήν ο δήμαρχος. Είπε το απίστευτο, ότι είναι ιδιωτικό έργο. Αυτό μπορείς να το πεις ή όντας απολύτως αγράμματος ή όντας απολύτως κακόβουλος.
– Αντιδράσεις πέραν αυτής της Κέρκυρας, είχατε σε άλλες πόλεις;
Μα γιατί να έχουμε; Στην Τήνο ήρθαν αγρότες και έφερναν παλιά εργαλεία μαρμαροτεχνίας των παππούδων τους και μας τα χάριζαν για να τα βάλουμε εκθέματα στο μουσείο. Τα σχολεία κάνουν ουρές για να μάθουν τα παιδιά πώς παράγεται το λάδι ή πώς ψήνονταν τα τούβλα. Τα μουσεία έχουν και μικρά καφέ και πωλητήρια με τοπικά προϊόντα. Η θάλασσα, το κρασί και το αγόρι μου δεν είναι πλέον επαρκές τουριστικό πακέτο. Δεν θα πιστέψετε το τι γράφουν οι τουρίστες φτάνοντας στο Μουσείο της Δημητσάνας από τα παλιά μονοπάτια του Λούσιου. Όσες στενοχώριες και να έχω, τις ξεχνάω αμέσως. Σε έναν χρόνο στη Δημητσάνα είχαν 50.000 επισκέπτες.
– Τα κακά που λέγονται για τους τραπεζίτες τα ακούτε;
Ναι, βέβαια, οι τράπεζες είναι στο στόχαστρο αυτό τον καιρό. Και είναι κρίμα, γιατί δεν φταίνε οι τράπεζες για όλα τα κακά του κόσμου. Και μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια το πιο παραγωγικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ήταν ο τραπεζικός τομέας. Οι βιομηχανίες έκλειναν, ακόμα και ο τουρισμός παρέπαιε, οι τράπεζες όμως μοίραζαν κέρδη στους επενδυτές και τους μετόχους τους, έδιναν δάνεια. Έκαναν επενδύσεις στο εξωτερικό. Και έδωσαν εργασία και ασφάλεια σε πολλές χιλιάδες άτομα και με καλούς μισθούς βέβαια.
– Συμμετείχαν όμως και σε ένα παιχνίδι παραπλάνησης. Διακοποδάνεια, πλαστικό χρήμα, σε κυνηγούσαν για να σου δώσουν «άλλη μια κάρτα».
Εντάξει, ακολούθησαν ένα μοντέλο που ήταν εισαγόμενο. Ηταν όμως και ένα αίτημα της κοινωνίας. Το κοινό ζητούσε και οι τράπεζες σχεδίαζαν προϊόντα. Τη δέχομαι πάντως αυτή την κριτική. Αλλά επίσης οι τράπεζες, σχεδόν όλες, επένδυσαν μεγάλα ποσά σε κοινωνικούς σκοπούς με διαφορετικούς τρόπους η καθεμία.
– Θα επιμείνω όμως. Ο καταναλωτής ήθελε ή οι τράπεζες τον έκαναν να θέλει;
Όλοι μας νομίζω συμπράξαμε σε αυτήν την καταναλωτική φρενίτιδα. Ακόμη και όσοι δεν κάναμε κάτι ακραίο, ανεχτήκαμε τις ακραίες συμπεριφορές. Δεν τις στηλιτεύσαμε, δεν είπαμε στον κόσμο ότι αυτό είναι κάτι εντελώς μάταιο και δεν οδηγεί πουθενά ή μάλλον οδηγεί στη συνολική χρεοκοπία.
– Πού ήσασταν τον Φεβρουάριο με τις φωτιές; Λέω για την ημέρα που κάηκαν τα νεοκλασικά και εδώ κοντά σας το κτίριο του Τσίλερ, παραλίγο και το Αττικόν.
Εδώ ήμουν. Εβλεπα τις φωτιές και φρίκαρα. Αν με ρωτάτε πάντως αν έχω ερμηνείες για τις φωτιές, δεν έχω.
Δεν μπορώ ν’ απαντήσω γιατί να μισείς την πόλη σου. Κάποιοι θέλουν να κάψουν μια επιχείρηση ή μια τράπεζα γιατί κάτι συμβολίζει αλλά ένα καταπληκτικό παραδοσιακό κτίριο, γιατί; Αλλά και ο Νέρωνας γιατί έκαψε τη Ρώμη; Πόλη του ήταν. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να σκεφθώ πώς μπορείς να καις την πόλη όπου ζεις.
– Εκείνες τις μέρες κάποιος έγραψε «μπέρδεψαν τον πλούτο με την ομορφιά». Δηλαδή έβλεπαν ένα ωραίο κτίριο και έλεγαν «κάψτε τους πλούσιους».
Ειλικρινά δεν έχω εξήγηση. Εγώ πιστεύω ότι ένας αναρχικός μπορεί να πετάξει μια μολότοφ στον αστυνόμο όταν συγκρούεται αλλά δεν καίει το Αττικόν. Άρα για μένα δεν ήταν αναρχικοί.
– Στην οροφή της στοάς διέκρινα πάλι εργασίες.
Ναι έχει αρχίσει η ανάρτηση του μεγαλύτερου ίσως υπαίθριου γλυπτού της Ευρώπης. Θα είναι η Περσεφόνη που περνάει από τη ζωή στον Άδη, το έχει εμπνευσθεί η Βάνα Ξένου. Το είχαμε παραγγείλει εδώ και δύο χρόνια.
– Προ κρίσης δηλαδή; Σήμερα θα το παραγγέλνατε;
Κοιτάξτε τα Χριστούγεννα η στοά του City Link ήταν το μόνο χαρούμενο σημείο στο Κέντρο. Στολισμένη, καθαρή, γεμάτη παιδάκια που χάζευαν όλο αυτό το παραμύθι που κρεμόταν από πάνω. Το τετράγωνο αυτό είναι ένα κόσμημα για την πόλη και έτσι πρέπει να μείνει.
– Δεν μου απαντάτε όμως; Σήμερα θα παραγγέλνατε το μεγαλύτερο «εναέριο» γλυπτό της Ευρώπης;
Όχι, δεν θα το ξεκινούσα τώρα. Αλλά από την άλλη δεν έχω καμία διάθεση να παραδοθώ και να μην κάνω τίποτα φοβούμενη την «κρίση».