«Το Φυλάκιο της Θάλασσας στις Καρούμες: η κατοίκηση σε μια μικρή εγκατάσταση της υπαίθρου από την Παλαιοανακτορική έως την Τελική Ανακτορική εποχή» είναι το θέμα ανακοίνωσης του Λεωνίδα Βοκοτόπουλου στο πλαίσιο του Μινωικού Σεμιναρίου (Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012, 18.30, Αρχαιολογική Εταιρεία, Πανεπιστημίου 22)
Η κατοίκηση στην ενδοχώρα των αστικών και ανακτορικών κέντρων της Κρήτης κατά την 2η χιλιετία π.Χ. ήταν ως επί το πλείστον διασπαρμένη — είχε δηλαδή τη μορφή μικροσυνοικισμών ή, συχνότερα, μεμονωμένων οικήσεων. Οι τελευταίες ερμηνεύονται συνήθως ως αγροικίες ή, στην περίπτωση των μεγαλύτερων κτισμάτων, ως αγρεπαύλεις. Επί του παρόντος, η εικόνα της έρευνας για τις θέσεις αυτές, όπως και η διαπραγμάτευση των σημαινομένων τους για την αγροτική οικονομία και την κοινωνική οργάνωση, στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στα δεδομένα των ερευνών επιφανείας. Οι ανασκαμμένες οικήσεις είναι μάλλον λιγοστές. Στην πλειονότητά τους πρόκειται για αγρεπαύλεις — θέσεις, που συνδέονταν με την κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας και χρονολογούνται αμιγώς στην Υστερομινωική Ι.
Η ανακοίνωση του κ. Βοκοτόπουλου διαπραγματεύεται μολαταύτα μια από τις λιγοστές ανασκαμμένες θέσεις της υπαίθρου, που θα μπορούσε να ενταχθεί στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας της κατοίκησης. Πρόκειται για το Φυλάκιο της Θάλασσας, θέση που βρίσκεται στον όρμο Καρούμες, στο ανατολικό άκρο της Κρήτης. Η ανασκαφή της, όπως και η επιφανειακή διερεύνηση στην ευρύτερη περιοχή, διενεργήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Μινωικοί Δρόμοι», υπό την διεύθυνση της Στέλλας Χρυσουλάκη.
Στη θέση έχουν εντοπιστεί τέσσερις διαδοχικές περίοδοι χρήσης ή κατοίκησης της Μέσης και της Ύστερης εποχής του Χαλκού. Η πρώτη εγκατάσταση, που χρονολογείται στη Μεσομινωική ΙΒ-ΙΙ, είχε τη μορφή ενός μεμονωμένου ανδήρου. Σε αυτό προστέθηκε ακολούθως ένα μικρό βοηθητικό κτίσμα, το αντίστοιχο ίσως ενός σημερινού μετοχιού. Το άνδηρο εξυπηρετούσε την παρασκευή πορφυρής βαφής — μια βιοτεχνική δραστηριότητα, που φαίνεται ότι είχε ιδιαίτερη βαρύτητα για την οικονομία των παράκτιων περιοχών της ανατολικής Κρήτης κατά τη διαμορφωτική αυτή περίοδο. Ο χαρακτήρας της θέσης άλλαξε στη Μεσομινωική ΙΙΙ, όταν κατασκευάστηκε ένα κτήριο μεγαλιθικής τοιχοποιίας δίπλα στο προγενέστερο άνδηρο. Η θέση έφτασε στη μέγιστη ανάπτυξή της στο τέλος της Υστερομινωική ΙΑ και στην Υστερομινωική ΙΒ, όταν απέκτησε τη μορφή ενός συγκροτήματος δύο ή τριών κτηρίων, που περιβάλλονταν από αυλές και άνδηρα καλλιέργειας. Το συγκρότημα αυτό καταστράφηκε στο τέλος της Νεοανακτορικής εποχής. Το διαδέχτηκε ένα μικρό οίκημα, που παρέμεινε σε χρήση μέχρι την πρώιμη Υστερομινωική ΙΙΙΑ2.
Η μελέτη της αρχιτεκτονικής και της κεραμικής υποδεικνύει ότι κατά τη Νεοανακτορική και την Τελική Ανακτορική εποχή η θέση αποτελούσε μια αγροικία που κατοικούνταν σε ετήσια βάση. Οι ένοικοί της μπορούν να αναγνωριστούν ως ανεξάρτητοι μικροκαλλιεργητές — θέση την οποία διατήρησαν, κατά τα φαινόμενα, παρά τις σημαντικές αλλαγές που επήλθαν στην οργάνωση της κατοίκησης στην περιοχή, όσο και στην ιστορική πορεία των γειτονικών κέντρων της Ζάκρου και του Παλαίκαστρου. Έτσι, η επιφανειακή έρευνα έδειξε ότι κατά την Υστερομινωική ΙΑ εγκαταλείφθηκε η πλειονότητα των προγενέστερων αγροικιών. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με ευρύτερες εξελίξεις, δηλαδή με την επέκταση των αστικών κέντρων όσο και με την ανάδυση μιας γαιοκτητικής αριστοκρατίας, που έδρευε στις λεγόμενες αγρεπαύλεις. Στην Υστερομινωική ΙΒ η κοινωνική οργάνωση ήταν πλέον πιο διαστρωματωμένη, και οι ένοικοι της θέσης θα ανήκαν στα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού. Ωστόσο, τα κινητά ευρήματα υποδηλώνουν ένα τουλάχιστον ανεκτό επίπεδο διαβίωσης. Η μετάβαση στην Τελική Ανακτορική σηματοδοτεί μια ριζική τομή στη μορφή της εγκατάστασης: τα προγενέστερα κτίσματα κυριαρχούσαν στο τοπίο χάρη στην εντυπωσιακή μεγαλιθική δόμηση και την πυργοειδή μορφή τους. Αυτή η μνημειακή διάσταση δεν υπήρχε πλέον στην περίοδο της ανακατάληψης. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι η κοινωνική θέση των ενοίκων ήταν, στην πράξη, βελτιωμένη: η απώλεια των ανακτόρων και των αγρεπαύλεων σημαίνει ότι, ακόμα και αν επιβίωσαν οι προγενέστερες ηγετικές ομάδες, η οικονομική βάση της ισχύος τους είχε πληγεί και η δυνατότητα επιβολής τους στους κατοίκους της υπαίθρου θα ήταν πλέον περιορισμένη.
Το Σεμινάριο Μινωικής Αρχαιολογίας φιλοξενείται από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία υπό την ευθύνη των εταίρων αρχαιολόγων Έφης Σαπουνά-Σακελλαράκη, Λευτέρη Πλάτωνα και Γιάννη Παπαδάτου, με γραμματέα τον Colin MacDonald.