Όταν στα 1870 ο αρχιτέκτονας της νεοκλασικής Αθήνας, Ερνέστος Τσίλλερ έστρεφε το ενδιαφέρον του νεαρού εστεμμένου Γεωργίου Α΄ προς τις νοτιοανατολικές υπώρειες της Πάρνηθας, για να κτίσει τη θερινή του κατοικία, σίγουρα δεν φανταζόταν ότι σ΄ αυτόν τον άγριο τόπο, με τα άφθονα νερά και τα ελάφια, θα διαδραματίζονταν καίρια επεισόδια της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Ότι αυτό το τεράστιο κτήμα γύρω από την αρχαία Δεκέλεια, που με τις διάφορες προσθήκες (τελευταία το 1891) έφτασε σε έκταση τα 47.427 στρέμματα, θα γνώριζε δόξες αλλά και παρακμή, στην οποία βρίσκεται σήμερα, εγκαταλειμμένο και λεηλατημένο.

Το Τατόι, το πρώην βασιλικό κτήμα, αποτελεί ένα αίνιγμα για τους χιλιάδες επισκέπτες που κάνουν πλέον τον περίπατό τους τα Σαββατοκύριακα, καθώς αγνοούν τόσο την ταυτότητα του κάθε κτιρίου όσο, ίσως, και την ευρύτερη ιστορία του. Το αίνιγμα επιχειρεί να φωτίσει ο ιστορικός Κώστας Σταματόπουλος με το βιβλίο του «Τατόι. Περιήγηση στον χρόνο και τον χώρο» (εκ. Καπόν), αν και, σύμφωνα με τον ίδιο, τα κρατικά αρχεία που αφορούν στα βασιλικά έγγραφα παραμένουν ερμητικά κλειστά ως προς το πολιτικό σκέλος τους, παρότι ο ελληνικός νόμος επιτρέπει την πρόσβαση στους μελετητές μετά την πάροδο πενήντα ετών.

Η απαγόρευση ήταν πλήρης μέχρι πριν από δύο χρόνια. Έκτοτε ανοίγουν κάποιες κατηγορίες αρχείων – τελετές, εθιμοτυπικά κλπ. Το βιβλίο ξεκινά από την οθωμανική προϊστορία του κτήματος και τους πρώτους μετά την απελευθέρωση ιδιοκτήτες, τους Φαναριώτες Σκαρλάτο Σούτσο και Αλέξανδρο Κατακουζηνό. Επόμενος ιδιοκτήτης ήταν ο Γεώργιος Α΄. Η υπογραφή του συμβολαίου φέρει ημερομηνία 15 Μαΐου 1872, με τίμημα 300.000 δραχμές, όταν το σύνολο των κρατικών εσόδων ήταν 15 εκατ. Ο Τσίλλερ εκπόνησε διάφορα σχέδια για το ανάκτορο, αλλά ο Γεώργιος επέλεξε μια μικρή διώροφη έπαυλη «ελληνοελβετικού» ρυθμού, που χρησιμοποιήθηκε ως κύρια εξοχική κατοικία έως το 1889 και στη συνέχεια ως κατοικία του διαδόχου Κωνσταντίνου.

Το μοναδικό κτίσμα του Τσίλλερ στο Τατόι κάηκε ολοσχερώς στην πυρκαγιά του 1916. Το παλάτι, κτίστηκε μεταξύ 1884-86, από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, στα πρότυπα ανακτόρου του τσαρικού Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, και χρησιμοποιήθηκε ως μόνιμη κατοικία της βασιλικής οικογένειας από τα τέλη του 1948. Σε σύντομα κεφάλαια, ο αναγνώστης περιηγείται τα κτίσματα, τη δασική έκταση, τον αρχαιολογικό χώρο, την καθημερινή ζωή του παλατιού και συγχρόνως τη μεγάλη Ιστορία της χώρας, μέχρι το δημοψήφισμα του 1974, τις νομικές και δικαστικές διενέξεις της βασιλικής οικογένειας με το ελληνικό κράτος, την υπόθεση των κοντέινερ και την παραλαβή του κτήματος από το ελληνικό δημόσιο, το 2003.

Ο τόμος, που αποτελεί μια λιγότερο αναλυτική προσέγγιση του θέματος συγκριτικά με το μνημειώδες δίτομο «Το χρονικό του Τατοΐου» (Καπόν, 2004), κλείνει με έναν οδηγό ξενάγησης στα κτίρια του Τατοΐου.

Τεράστια καταστροφή

Η κτιριακή και φυσική υποδομή του Τατοΐου έχουν υποστεί τεράστια καταστροφή. «Στη δεκαετία του ’80 έγιναν οι μεγαλύτερες διαρρήξεις», λέει ο Κ. Σταματόπουλος. Το ΥΠΠΟΤ έχει χαρακτηρίσει 28 από τα 40 κτίρια και μία ζώνη προστασίας περίπου 16.000 στρεμμάτων. Μέχρι στιγμής έχουν αναστηλωθεί 4 κτίρια. Το 2005, η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, της οποίας γενικός γραμματέας είναι ο Κ. Σταματόπουλος, εκπόνησε τις βασικές κατευθύνσεις ενός σχεδίου συνολικής αποκατάστασης. Η ίδια έχει εκπονήσει μελέτη για την αποκατάσταση της διαδρομής προς τη λίμνη Κιθάρα, που αναμένεται να ενταχθεί στο ΕΣΠΑ. Πρόσφατα παρουσιάστηκαν οι θέσεις του νικητή από τον διαγωνισμό που προκήρυξε ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας για την αποκατάσταση των κτιρίων, ενώ μια άλλη οργάνωση, «Οι φίλοι του Τατοΐου», μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι. Μέχρι όμως τα Ανάκτορα, τουλάχιστον, να διαμορφωθούν σε μουσείο απαιτούνται πάρα πολλά.

Άμαξες

Στο παλιό βουστάσιο, το οποίο δεν έχει ανοιχτεί ακόμη, παραμένουν στοιβαγμένα πολλά φορητά αντικείμενα, ανάμεσά τους και οι περίφημες άμαξες, που συγκεντρώθηκαν εκεί με εντολή της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, από όλα τα ανάκτορα, Αθηνών, Ψυχικού και Ροδοδάφνης.