Στην Νινευή, όπου κυριαρχούσαν κάποτε οι Ασσύριοι βασιλιάδες, ένα Ιρακινός αγρότης, ο Araf Khalaf περιδιαβαίνει τη γη που έθρεψε τρεις γενιές της οικογένειάς του. Δεν πρόκειται παρά για μια αχυροκαλύβα κι έναν μικρό λαχανόκηπο. Παρ’ όλ’ αυτά η γη αυτή έχει καταστεί πεδίο μάχης καθώς οι προσπάθειες για τη διατήρηση των αρχαίων θησαυρών του Ιράκ έρχονται αντιμέτωπες με τους σημερινούς φτωχούς της χώρας…

«Ο πατέρας μου μεγάλωσε εδώ». λέει ο κ. Khalaf. «Αυτή είναι η γη μας». Εξομολογείται ότι οι γονείς του φιλοξένησαν Δυτικούς φοιτητές αρχαιολογίας που έσκαβαν στη Νινευή όταν ήταν μικρός. Και λέει ότι έχει προστατέψει την πύλη και την κύρια περιοχή ανασκαφής από τις λεηλασίες που ακολούθησαν την αμερικανική εισβολή. Ακόμη κι αν άνθρωποι σαν κι αυτόν κατηγορούνται για το αντίθετο.

Με τη βία να έχει κοπάσει, Ιρακινοί και ξένοι αρχαιολόγοι ανασκάπτουν και συντηρούν ξανά τις ιστορικές θέσεις της χώρας. Σκοντάφτουν όμως σε κάτι: χιλιάδες Ιρακινοί έχουν κατοικήσει ανάμεσα στα ανεπαρκώς φυλασσόμενα ερείπια της Μεσοποταμίας, σε παράνομα χτισμένα σπίτια και μαγαζιά, θερμοκήπια και γκαράζ… Και δεν θέλουν να φύγουν!

Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα γνωστό σε χώρες με χιλιάδες ανεξερεύνητες αρχαιότητες, όπως η Αίγυπτος αλλά και η Ελλάδα. Και για τις ιρακινές αρχές οι κάτοικοι δεν είναι τίποτε άλλο από παράνομους καταπατητές που θα έπρεπε να απομακρυνθούν. Διάφοροι αξιωματούχου θεωρούν ότι αυτοί είναι ο νεότερος κίνδυνος για τις αρχαιότητες που έχουν ήδη λεηλατηθεί, ταλαιπωρηθεί από δεκαετίες πολέμων και ακόμη  παραμορφωθεί από εγωιστικές προσθήκες και “αποκαταστάσεις” στις οποίες είχε προβεί ο Σαντάμ Χουσεϊν. Επιθυμούν να μετακινήσουν τις οικογένειες σε νέες κατοικίες και να περιφράξουν τις αρχαιολογικές θέσεις, με τον τρόπο που έκαναν στην κουρδική αυτοδιοικούμενη περιοχή του βορείου Ιράκ οι αρχές για να απομακρύνουν καταπατητές από το φρούριο του Erbil.

Μέχρι στιγμής όμως οι αρχές της Βαγδάτης και άλλων ιρακινών περιφερειών δεν έχουν κάνει σχεδόν τίποτα. Τοπικοί πολιτικοί και αρχαιολόγοι λένε ότι δεν έχουν κανέναν έλεγχο σε γη που έχει καθοριστεί ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του Ιράκ. Μέλη του εθνικού συμβουλίου αρχαιοτήτων θεωρούν ότι δεν έχουν τα μέσα να προστατέψουν τις αρχαιολογικές θέσεις. Και Ιρακινοί υπεύθυνοι ασφαλείας αναφέρουν ότι δεν είναι δουλειά τους να διώχνουν ανθρώπους.

Μια γυναίκα, αρχηγός της οικογένειάς της και γνωστή ως Ουμ Άχμεντ, αναφέρει ότι η αστυνομία στη Μοσούλη έχει ζητήσει από την οικογένεια να σταματήσει το χτίσιμο ενός σπιτιού από ξύλο και λάσπη, με το οποίο θα αντικαθιστούσαν την παλιά τους λασποκαλύβα. «Πήραν τα ονόματά μας κι έφυγαν. Κάποια μέρα κάποιος θα έρθει και θα μας ζητήσει να φύγουμε».

Οι περισσότεροι καταπατητές είναι σαν την Ουμ Άχμεντ. Συγκαταλέγονται στο 1,3 εκ. Ιρακινούς που έχουν χάσει τα σπίτια τους από τον πόλεμο. Ζουν σε σκηνές και παράγκες ως ένας στρατός αστέγων, θύματα ενός φυλετικού κατά βάσει πολέμου και σήμερα μέρος ενός τεράστιου ανθρωπιστικού προβλήματος. Υπάρχουν όμως και οι καιροσκόποι, οι οποίοι έχουν ήδη χτίσει μεγάλα σπίτια, μαγαζιά, ακόμη κι ένα εργοστάσιο, σκοπεύοντας να τα πουλήσουν γρήγορα, στη δίνη ενός λαθρόβιου real estate. Άλλοι πάλι μετακομίζουν στις αρχαιολογικές θέσεις σκοπεύοντας να πληρωθούν για να φύγουν!

Και κατά τον Qais Rashid, επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, μόνο 800 αστυνομικοί καλούνται να προστατέψουν περισσότερες από 12.000 αρχαιολογικές θέσεις, καθιστώντας αδύνατη την επίβλεψη παρά ελάχιστων από αυτές. Η παραμέληση αυτή οδηγεί όχι μόνο καταπατητές γης να “μετακομίσουν” εκεί αλλά και ληστές να επιδοθούν σε λεηλασίες.

Τι πρέπει να γίνει, και τι θα γίνει, μόνο το μέλλον θα δείξει. Μέχρι τότε, οι βοσκοί στη Νινευή θα οδηγούν τα κοπάδια τους στους λόφους που σκεπάζουν ερείπια παλατιών, σφηνοειδείς πινακίδες και άλλα κατάλοιπα μιας αυτοκρατορίας που κυριάρχησε κάποτε στη Μέση Ανατολή.