Είναι ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της αρχαιότητας, η αναστήλωση του οποίου απασχολεί το υπουργείο Πολιτισμού εδώ και δεκαετίες. Είναι γεγονός ότι το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης, κατασκευασμένο τον 3ο αιώνα π.Χ., έχει υποστεί πολλές τροποποιήσεις, αλλά και φυσικές φθορές, που το απομάκρυναν από την αρχική του μορφή. Σε αυτό συνέβαλαν οι ακραίες καιρικές συνθήκες της περιοχής, οι επεμβάσεις που έγιναν τη Ρωμαϊκή περίοδο —οπότε το θέατρο μετατράπηκε σε αρένα—, αλλά και οι πρόσφατες αναστηλώσεις της δεκαετίας του ’60, που έδωσαν μεν σχήμα στο κατακερματισμένο μνημείο, όχι όμως πάντα με τον καλύτερο τρόπο. Επιπλέον, η επί τρεις δεκαετίες επαναχρησιμοποίησή του πρόσθεσε νέα δεινά στα ήδη υπάρχοντα. Ευτυχώς το μνημείο έχει σταματήσει να δέχεται θεατές από το 2002.
Από το 1999 πολυάριθμες μελέτες, αυτοψίες, προτάσεις και επιτόπιες οδηγίες προσπάθησαν να δώσουν λύση στο μεγάλο πρόβλημα της αναστήλωσής του, που έγκειται στη δυσκολία ακριβούς αποτύπωσης του θεάτρου και στην ευθραυστότητα του αρχαίου υλικού. Σήμερα, το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης είναι πάλι σε «καθεστώς» αποκατάστασης, αυτή τη φορά όμως βρίσκεται σε καλά χέρια, όπως αποφάνθηκαν τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, που πείστηκαν για την καλή πορεία των εργασιών.
Είχε ήδη προηγηθεί πρόσφατη αυτοψία στην περιοχή από μέλη του Συμβουλίου, ενώ στη χτεσινή συνεδρίαση ο μελετητής Γιώργος Σμύρης, αρχιτέκτονας και πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Δωδώνης, περιέγραψε με λεπτομέρεια τα έργα που έγιναν στην πρώτη «πιλοτική» κερκίδα, αυτά που βρίσκονται σε εξέλιξη στη δεύτερη κερκίδα και εκείνα που θα πραγματοποιηθούν στις υπόλοιπες. Ο Γιώργος Σμύρης περιέγραψε επίσης τον τρόπο ταυτοποίησης των αρχαίων λίθων μέσα από μια ενδιαφέρουσα μεθοδολογία, την οποία εμπλουτίζουν παλιές φωτογραφίες, ανασκαφικά ημερολόγια και αρχειακό υλικό.
Ωστόσο, τα μέλη του Συμβουλίου προβληματίστηκαν ως προς τη χρησιμοποίηση τεχνητού λίθου μέσω της διαδικασίας χύτευσης στα κομματιασμένα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία έχουν υποστεί μεγάλες φθορές λόγω της γεωλογικής τους σύστασης, της έντονης υγρασίας και των ακραίων καιρικών συνθηκών της περιοχής. Θα μπορέσει ο μελετητής του μέλλοντος να ξεχωρίσει τον αρχαίο λίθο από τον τεχνητό, όταν και αν έρθει αυτή τη στιγμή; Μήπως η τοποθέτηση του νέου υλικού —που θα ξεχωρίζει από το παλιό— δώσει στο μνημείο μια τελική εικόνα που θα ξενίζει;
Η χρησιμοποίηση φυσικού λίθου για τη συμπλήρωση του κάτω μέρους των κερκίδων αλλά και των μεγάλων τμημάτων που λείπουν, «ελάφρυνε» κατά πολύ τους προβληματισμούς ως προς το πρώτο ερώτημα. Όσον αφορά το δεύτερο, η εμπειρία έχει δείξει ότι η έντονη υγρασία του τόπου δεν θα αργήσει να ξαναδώσει στο μνημείο την «παλαιότητα» που του αρμόζει. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε —κυρίως από τον καθηγητή Μανόλη Κορρέ— η σωστή απόδοση της γεωμετρίας του μνημείου. Όπως ειπώθηκε, τα υλικά μπορεί να μην είναι πάντα τα αυθεντικά, εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το μνημείο να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο την αρχική του μορφή.
«Δεν τίθεται θέμα επαναχρησιμοποίησης του μνημείου αυτή τη στιγμή. Στόχος του έργου είναι η προστασία και η “αειφορία” του αρχαίου θεάτρου. Το υλικό του παραμένει προβληματικό και δεν σηκώνει τον επισκέπτη-θεατή. Ας πάρουν άλλοι στο μέλλον την ευθύνη της επανάχρησής του», δήλωσε με έμφαση η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟΤ Λ. Μενδώνη. Το έργο —προϋπολογισμού 3 εκατομμυρίων ευρώ— έχει ενταχθεί στο ΕΣΠΑ, ενώ αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2015.