Κάτι παραπάνω από έναν χρόνο μετά τα γεγονότα που άλλαξαν την ιστορία της σύγχρονης Αιγύπτου, οι αρχαιότητες της χώρας των Φαραώ συνεχίζουν να διατρέχουν κινδύνους. Αυτό τουλάχιστον προβάλλεται σε ένα δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας Le Monde όπου παρουσιάζονται με εκτενή τρόπο οι κίνδυνοι που απειλούν τις αρχαιότητες σε μια χώρα που ακόμη προσπαθεί να βρει το δρόμο της.
Ο θάνατος δέκα ανθρώπων στην παράνομη αναζήτηση αρχαιοτήτων σε χωριό βόρεια του Λούξορ, μια είδηση που κάνει το γύρω του κόσμου, ήταν μια από τις λίγες περιπτώσεις δημοσιοποίησης παρόμοιου περιστατικού. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόσφατη διεθνή εκστρατεία ενημέρωσης για την εκτεταμένη σύληση του αρχαιολογικού χώρου της Ελ-Χίμπα, μια προσπάθεια που βρίσκει από χτες εκατοντάδες υποστηρικτές. Σύμφωνα με το άρθρο της Le Monde, η σύληση αρχαιοτήτων ελέγχεται περιορισμένα, και μόνο σε επίπεδο κινητών αντικειμένων. Την ίδια στιγμή, η μείωση του τουριστικού εισοδήματος που συνεπάγεται μείωση του αρχαιολογικού και φυλακτικού προσωπικού και η κατάρρευση των συστημάτων ασφαλείας αποβαίνει μοιραία σε όλη τη χώρα. Οι παράνομες κατασκευές σε αρχαιολογικές ζώνες εξαπλώνονται, ενώ οι περιπτώσεις βανδαλισμών γίνονται όλο και αγριότερες. Στην περιοχή της Τελ ελ-Μασκούτα, ο τάφος του ευγενή Κεναμών καταστράφηκε, ενώ το ίδιο έγινε και με τον τάφο του Ίμπυ στη Γκίζα. Στο Ασουάν επαγγελματίες αρχαιοκάπηλοι αλλά και απλοί άνθρωποι σκάβουν συνεχώς. Αν βρουν τάφο με μούμιες “κάνουν σαν τρελοί” αναφέρει ο αρχαιολογικός υπεύθυνος της περιοχής ο οποίος λέει επίσης ότι στο παλιό Ασουάν οι κάτοικοι σκάβουν σήραγγες ακόμη και μέσα από τα σπίτια τους!
Η στάση αυτή ερμηνεύεται πολλές φορές από την αμφιλεγόμενη σχέση που έχουν οι σύγχρονοι Αιγύπτιοι με την κληρονομιά τους. Γι αυτό ευθύνεται και ο ιδιαίτερος χειρισμός του θέματος από τον περιβόητο Ζάχι Χαουάς. Ο Χαουάς είχε, κατά την Monde, επενδύσει στην ιδέα ότι η πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας Αιγύπτου ανήκει κατά κύριο λόγο στους Αιγυπτίους. Στα πλαίσια αυτά διεκδικούσε την επιστροφή σημαντικών αρχαιοτήτων από τα μουσεία του εξωτερικού ενώ είχε περιορίσει με νόμο την δικαιοδοσία των ξένων αποστολών σε ό,τι έβρισκαν. Στην ουσία όμως η διοίκησή του ήταν τόσο αδιαφανής που εξόργισε τους ντόπιους πληθυσμούς, οι οποίοι δεν είχαν, ούτως ή άλλως, κανένα λόγο στη διαχείριση της κληρονομιάς τους. Σημαντικά γεγονότα που σώριασαν τη δημοτικότητα του Χαουάς στα… τάρταρα ήταν η εκδίωξη των καμηλιέρηδων από την Γκίζα κατηγορώντας τους ότι “μετέτρεψαν το χώρο σε ζωολογικό κήπο” και κυρίως η εξαναγκαστική μετοίκιση το 2005 των κατοίκων του χωριού Ελ Κούρνα, κοντά στο Λούξορ, από τις πατρογονικές τους εστίες με το δικαιολογητικό ότι το χωριό ήταν κτισμένο πάνω σε αρχαίους τάφους.
Σημαντικό ως πρόβλημα επίσης κρίνεται και το επίπεδο εκπαίδευσης των Αιγύπτιων αρχαιολόγων αλλά και η δυνατότητά τους να ασχοληθούν με την αρχαιολογία επιστημονικά με τον τρόπο που το κάνουν οι ξένοι συνάδελφοί τους. Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες αιγυπτιολογικές πηγές είναι στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα γαλλικά – όχι στα αραβικά. Από τους 64 τάφους που έχουν αποκαλυφθεί στην Κοιλάδα των Βασιλέων κανείς δεν έχει ερευνηθεί από Αιγυπτίους αρχαιολόγους – ο τελευταίος ήρθε στο φως από Ελβετούς. Ο διεκεκριμένος Γάλλος αιγυπτιολόγος Christian Leblanc παρατηρεί σοβαρές γνωστικές ελλείψεις στους Αιγύπτιους εκπαιδευτικούς που επισκέπτονται μαζί με τους μαθητές τους τον αρχαιολογικό χώρο του Ραμσείου.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή που τα φαραωνικά σύμβολα χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους αρχιτέκτονες της νέας Αιγύπτου. Από τις παρομοιώσεις των ηγετών του παλιού καθεστώτος ως φαραώ μέχρι την ανέγερση οβελίσκου με τα ονόματα των μαρτύρων της επανάστασης και τα επαναστατικά γκράφιτι με θέματα εμπνευσμένα από την αρχαία Αίγυπτο, η παράδοση είναι παντού. Η κληρονομιά της Αιγύπτου λοιπόν μπορεί να διασφαλιστεί μακροχρόνια αν υπάρξει η απαραίτητη παιδεία για μια πιο βαθιά γνωριμία με το παρελθόν της χώρας.