Μπορεί το κατασκευαστικό μέρος να είναι υλοποιημένο σχεδόν εξ ολοκλήρου και τα στατικά μέτρα που ελήφθησαν να παρέχουν πλέον κάθε ασφάλεια για τους επισκέπτες, η λειτουργία του όμως χωρίς τις προδιαγραφές οι οποίες απαρεγκλίτως πρέπει να ισχύουν για όλες τις κατασκευές που έχουν άμεση σχέση με συνάθροιση ανθρώπων αποτελεί παράβαση ανεπίτρεπτη. Το στέγαστρο του προϊστορικού οικισμού στο Ακρωτήρι της Θήρας, μιας πόλης-μουσείου που εκτείνεται σε 14 στρέμματα και μπορεί να δεχθεί χιλιάδες επισκέπτες, ύστερα από εξίμισι χρόνια εργασιών είναι επιτέλους έτοιμο.
Χωρίς μελέτες πυρόσβεσης όμως και ως εκ τούτου χωρίς την άδεια της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας δεν είναι δυνατόν να ανοίξει και να δεχθεί επισκέπτες. Και δεν πρόκειται για απλή τήρηση των νόμων, αλλά για θέματα ουσίας, που αφορούν ανθρώπινες ζωές. Ασφυκτικές είναι οι πιέσεις ωστόσο της τοπικής κοινωνίας και του δήμου για την έναρξη της λειτουργίας του, παρά τις σοβαρές ελλείψεις.
Κατανοητό σε μεγάλο βαθμό, καθώς πρόκειται για διάσημο αρχαιολογικό χώρο, που κρύβει στον κόρφο του έναν εντυπωσιακά διατηρημένο προϊστορικό οικισμό, ο οποίος επιπλέον συνεισφέρει τα μέγιστα στην οικονομία του νησιού χάρη στον τουρισμό. Πόσω μάλλον που η τεράστια καθυστέρηση του έργου έχει προκαλέσει ζημιά και σε αυτό το επίπεδο.
Από την άλλη, η τήρηση της νομιμότητας φαίνεται να είναι ο μόνος δρόμος για την ομαλή έναρξη της λειτουργίας του χώρου — και αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο από την κατασκευάστρια εταιρεία, η οποία καλείται να ολοκληρώσει άμεσα το ζήτημα της πυρόσβεσης ώστε να μην υπάρξουν κίνδυνοι για το κοινό.
Οι ελλείψεις
Σε έγγραφο 150 σελίδων περιγράφονται από την Αρχαιολογική Εταιρεία, που είναι ο κύριος του έργου, οι ελλείψεις στην κατασκευή του στεγάστρου, αλλά παρ’ ότι έχει αποσταλεί από τον Δεκέμβριο στους κατασκευαστές, με κοινοποίηση και στο υπουργείο Πολιτισμού, ανταπόκριση δεν υπάρχει. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ελλείψεις αυτές είναι δυνατόν να αποκαθίστανται ενώ το στέγαστρο θα είναι σε λειτουργία, όχι όμως και η πυρόσβεση.
Συγκεκριμένα απουσιάζει η μελέτη «παθητικής» πυροπροστασίας, που αφορά την αντοχή των υλικών σε υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και η μελέτη «ενεργητικής» προστασίας, που έχει σχέση με τα μέσα και τον τρόπο πυρόσβεσης. Το σύστημα του νερού υπό πίεση κρίθηκε απαράδεκτο επειδή εγκυμονεί κινδύνους για τις αρχαιότητες αλλά, παρά τις ενστάσεις, νέα μελέτη δεν έχει υποβληθεί. Και οι δύο μελέτες εξάλλου, εφόσον υπάρξουν, πρέπει να υποβληθούν στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, ενώ ακόμη μία, που αφορά την κίνηση του κοινού σε περίπτωση ανάγκης προς τις εξόδους διαφυγής (υπάρχουν 15), θα πρέπει να εγκριθεί από την Πολεοδομία.
Έχοντας ήδη υποστεί μία φορά τη δραματική δοκιμασία ενός δυστυχήματος με έναν νεκρό και έξι τραυματίες, τον Σεπτέμβριο του 2005, το στέγαστρο του Ακρωτηρίου της Σαντορίνης οφείλει να καταγραφεί πλέον στη συνείδηση του κοινού όχι μόνον ως ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα αλλά και ως ένας ασφαλέστατος τόπος για ανθρώπους και μνημεία.
Εδώ και τρεις μήνες όμως δεν υπάρχει καμία εξέλιξη προς την επίλυση αυτών των βασικών προβλημάτων, ενώ αντίθετα έκδηλη είναι η εντύπωση ότι επιχειρείται η παράκαμψή τους. Το ζητούμενο, που είναι η θεωρημένη πολεοδομική άδεια ότι το έργο έχει εκτελεσθεί κανονικά, θα πρέπει να προσκομισθεί από τον κατασκευαστή. Άνευ αυτής η Αρχαιολογική Εταιρεία δεν μπορεί να το παραλάβει. Το κόστος του πάντως για το Ελληνικό Δημόσιο (με χρήματα και από το Β’ και το Γ’ ΚΠΣ) είναι 35 εκατ. ευρώ.
Η κατασκευή
Το 2000 ξεκίνησε η κατασκευή του στεγάστρου, αλλά πέντε χρόνια αργότερα και ενώ η ολοκλήρωσή του βρισκόταν στην τελική ευθεία η κατάρρευση ενός τμήματός του ανέστειλε τα πάντα. Σήμερα, μετά την εκπόνηση και την υλοποίηση νέας μελέτης από Βρετανούς ειδικούς, το στέγαστρο διαθέτει νέα εφέδρανα αντισεισμικής προστασίας, ενισχυμένες κολόνες αλλά και νέα μεταλλική, αρθρωτή στέγη (χωροδικτύωμα). Εκείνο που παραμένει ίδιο είναι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός μιας βιοκλιματικής κατασκευής η οποία έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ένα περιβάλλον με θερμοκρασία πέντε – έξι βαθμούς χαμηλότερη εκείνης του εξωτερικού χώρου, με κατανάλωση ενέργειας μηδενική!
Σε σχέδια του αρχιτέκτονα κ. Νίκου Φιντικάκη το στέγαστρο διαθέτει 14 τόξα, καθένα από τα οποία έχει ανοίγματα προς τον Βορρά και προς τον Νότο. Η διαμπερής κυκλοφορία του αέρα γίνεται τη νύχτα με το άνοιγμα όλων των «παραθύρων», ενώ την ημέρα ο ζεστός αέρας ανεβαίνει προς τα επάνω και φεύγει από τα ανοίγματα της οροφής. Το χώμα που καλύπτει την επιφάνεια της στέγης συντελεί στη διατήρηση της χαμηλής θερμοκρασίας και δημιουργεί την αίσθηση μιας ενιαίας εικόνας στο τοπίο, καθώς μοιάζει με συνέχεια του εδάφους. Στον περιβάλλοντα χώρο εξάλλου αναπτύσσονται το κυλικείο, το ιατρείο, ο χώρος ξεναγών, τουαλέτες, αποθήκες, χώροι συντήρησης, υδατοδεξαμενές, βιολογικός καθαρισμός, καθώς και τρία φυλάκια.
«Έχω αγωνία και μεγάλη επιθυμία να ανοίξει το συντομότερο για να το δω να λειτουργεί» δηλώνει ο εμπνευστής του στεγάστρου κ. Φιντικάκης, μέλος του Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων και βραβευμένος γι’ αυτήν ακριβώς την ιδέα, την οποία έχει παρουσιάσει τους τελευταίους μήνες σε πανεπιστήμια της Μόσχας, του Χονγκ Κονγκ και της Ρώμης.
Η έκρηξη
Μια πόλη με πυκνή δόμηση, πολυώροφα κτίρια που κοσμούνταν με πλούσιες τοιχογραφίες, ανεπτυγμένο αποχετευτικό σύστημα, αποθήκες και βιοτεχνικούς χώρους, δρόμους και πλατείες καλύπτει αυτή η πράσινη στέγη. Δεν υπάρχει άλλωστε αντίστοιχος οικισμός με αυτόν του Ακρωτηρίου, ο οποίος έσβησε πάνω στην ακμή του πριν από περίπου 3.500 χρόνια από την έκρηξη του ηφαιστείου και θάφτηκε στη στάχτη του — η οποία ταυτόχρονα τον προστάτευσε και τον διατήρησε μέσα στον χρόνο. Η αποκάλυψή του το 1967 από τον αρχαιολόγο Σπυρίδωνα Μαρινάτο έδωσε στον κόσμο μια νέα, αν και κατά πολλούς αιώνες παλαιότερη, Πομπηία.
Τέλος της άνοιξης ήταν όταν έγινε η έκρηξη —το δηλώνουν οι κόκκοι γύρης από ελιές, ίχνη αμπέλου, κωνοφόρων δέντρων και δημητριακών— αλλά οι κάτοικοι του οικισμού ήταν προετοιμασμένοι, αφού τον είχαν εγκαταλείψει. Ένα ψαροχώρι αρχικά ήταν το Ακρωτήρι, στην εποχή της καταστροφής του όμως είχε ανεπτυγμένη ναυτιλία και εμπόριο, είχε επικοινωνία με όλον τον τότε γνωστό κόσμο και ο πληθυσμός του θα έφθανε τις 30.000 κατοίκους, οι οποίοι ζούσαν μέσα σε πολυτέλεια και πλούτο. Σήμερα έχει έρθει στο φως μόνο το 1/10 της πόλης με 50-60 οικίες, όσο δηλαδή καλύπτεται από το στέγαστρο. Το υπόλοιπο βρίσκεται θαμμένο κάτω από τη θηραϊκή γη.
Πώς ζούσαν οι άνθρωποι πριν από 3.500 χρόνια
Τη μοναδική εμπειρία να περπατά κανείς στους δρόμους όπου πατούσαν κάποτε οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου βλέποντας τα σπίτια τους και ταυτόχρονα σε μικρές θεματικές εκθέσεις αντικείμενα που διασώθηκαν από την έκρηξη του ηφαιστείου θα έχουν οι επισκέπτες του οικισμού. Ο καθηγητής κ. Χρίστος Ντούμας, διευθυντής των ανασκαφών στο Ακρωτήρι από το 1975 και ο άνθρωπος που προώθησε ιδιαίτερα την ιδέα της κατασκευής νέου στεγάστρου, κυρίως βέβαια για την προστασία του χώρου, έχει αρχίσει εδώ και μερικούς μήνες την οργάνωση των εκθέσεων, η ολοκλήρωση των οποίων όμως θα απαιτήσει χρόνο και χρήμα.
Η ανάπτυξή τους πρόκειται να γίνει στις στάσεις κίνησης των επισκεπτών —δώδεκα τον αριθμό— και τα θέματά τους θα παρακολουθούν τη ζωή των ανθρώπων του προϊστορικού οικισμού: τη σχέση τους με τη θάλασσα, το εμπόριο, τα προϊόντα εισαγωγής αλλά και την καθημερινότητα στην πόλη, τις ασχολίες των κατοίκων στην υφαντική και στη μεταλλουργία, τη ζωή στο σπίτι, τα μαγειρικά τους σκεύη και την τροφή.
Σπόροι φυτών, όπως του κέδρου και της ροδιάς, προϊόντα από την καλλιέργεια της αμπέλου, παστά ψάρια και σαλιγκάρια μιλούν για τις διατροφικές τους συνήθειες, ενώ οι εστίες μαγειρικής, οι ψηστιέρες, ακόμη και οι υποδοχές για σουβλάκια αποκαλύπτουν τους τρόπους παρασκευής του φαγητού. Καλάθια, δίχτυα, κρόταλα, λίθινα και μεταλλικά εργαλεία, τεράστιοι αποθηκευτικοί πίθοι και πολλών ειδών σκεύη θα παρουσιαστούν επίσης σε αυτές τις εκθέσεις, ενώ οι τοιχογραφίες θα είναι επίσης παρούσες, αν και μόνο σε αναπαραστάσεις.
Από τα κτίρια του οικισμού εξάλλου ξεχωρίζει η λεγόμενη Ξεστή 3, ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, με δεξαμενή καθαρμών, 14 δωμάτια ανά όροφο, όπου βρίσκονταν μερικές από τις σημαντικότερες τοιχογραφίες του Ακρωτηρίου (Κροκοσυλλέκτριες, Γυναίκες με τις Ανθοδέσμες, Γυμνά αγόρια). Από το διώροφο επίσης Κτίριο Β προήλθαν οι τοιχογραφίες με τους λεγόμενους Πυγμάχους, καθώς και οι Κυανοπίθηκοι, ενώ στην Ξεστή 1 με την περίφημη τοιχογραφία της Άνοιξης βρέθηκαν δύο έπιπλα (κρεβάτι και τραπέζι) που άφησαν το σχήμα τους στην ηφαιστειακή σκόνη. Αποθήκες τροφίμων, μαγειρείο, εργαστήρια, τουαλέτα αλλά και τη διάσημη τοιχογραφία με τον στόλο του Ακρωτηρίου περιελάμβανε η Δυτική οικία και, τέλος, στην Ξεστή 4 κυριαρχεί η τεράστια, μήκους 50 μ., τοιχογραφία πομπής ανδρών.