Άγνωστη ως σήμερα, μεγάλων διαστάσεων παλαιοχριστιανική βασιλική με βοηθητικά προσκτίσματα ήρθε στο φως στην παραλία Λιβανατών, στα 70 χιλιόμετρα από τη Λαμία, σε έναν ιδιόκτητο ελαιώνα, ύστερα από ισχυρή νεροσυρμή που έφερε στην επιφάνεια κατ’ αρχάς ένα μικρό τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου. Ήταν μόνον η αρχή.
Η σωστική έρευνα της 24ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου δρ Γεωργίου Κακαβά, διευθυντή σήμερα του Νομισματικού Μουσείου Αθήνας, θα αποκάλυπτε ένα εντυπωσιακό, θρησκευτικό, κτιριακό σύνολο του 5ου αιώνα μ.Χ., κοσμημένο σε μεγάλη έκταση από περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα με πολύχρωμα γεωμετρικά, φυτικά και ζωικά θέματα και επιπλέον, σε περίοπτη θέση, με την ψηφοθετημένη κτητορική επιγραφή του: ΥΠΕΡ EYXHC ΚΕ CΩΤΗΡΙΑC… / ΕΑΥΤΟΥ ΚΕ ΠΑΝΤΟC ΤΟΥ ΟΙΚΟΥ [ΑΥΤΟΥ]… / Ο ΘΑΥΜ (ΑCΙΩΤΑΤΟC) ΕΚ ΘΕΜΕΛΙΩΝ EKTICEN…
«Τα ανασκαφικά δεδομένα και κυρίως η επιγραφή, ο λίθινος στυλοβάτης πάνω στον οποίο πακτωνόταν το τέμπλο, τα μαρμάρινα τμήματα κιόνων και κιονίσκων, τα θραύσματα των καλοδουλεμένων υαλοπινάκων και κεράμων στέγασης, οι ευρείς στέρεοι τοίχοι, ο προσανατολισμός και η δομή του κτίσματος επιτρέπουν την υπόθεση ότι πρόκειται για μία παλαιοχριστιανική βασιλική. Επιπλέον η υψηλή τέχνη και η στερεή τεχνική των ψηφιδωτών σε συνδυασμό με την εκπληκτική ποικιλοχρωμία και τη φυσιοκρατική απόδοση των θεμάτων τους, μας οδηγούν να αποδώσουμε την κατασκευή τους σε τεχνίτες, ψηφιδογράφους και ψηφοθέτες, μέλη ενός καλά οργανωμένου εργαστηρίου, που δρούσε πιθανότατα στην ευρύτερη περιοχή κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα», είπε χθες κατά την ομιλία του –ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της έρευνας– στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ο κ. Κακαβάς.
Όπως περιέγραψε μάλιστα ο ίδιος η ανασκαφή, που έγινε το 2009, αποκάλυπτε καθημερινά πολύχρωμα ψηφιδωτά δάπεδα υψηλής τέχνης και τεχνικής με πέρδικες εξαιρετικής ευκρίνειας, δελφίνια, ψάρια, σουπιές, χέλια, χτένια, πολύχρωμα φυτά και σύνθετα γεωμετρικά κοσμήματα. Ξεχωριστό ήταν το ενδιαφέρον της κτητορικής επιγραφής, η οποία είναι γραμμένη στα ελληνικά μέσα σε «tabula ansata» (ρωμαϊκό σχήμα πινακίδας με λαβές) πίσω από την είσοδο του ιερού βήματος. Και όπως προκύπτει από αυτήν κτήτορας ήταν κάποιος που κατείχε το τιμητικό αξίωμα του «θαυμασιωτάτου», τίτλο που έφεραν οι χαμηλόβαθμοι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι ή κάποιοι διαπρεπείς τοπικοί άρχοντες από τον 4ο έως και τα τέλη του 5ου αιώνα μ.Χ.
Η κατάρρευση της βασιλικής από σεισμό εξάλλου απασχόλησε ιδιαίτερα την αρχαιολογική έρευνα, δεδομένου ότι θεωρείται πιθανό να συνέβη αυτό από τον ισχυρό σεισμό του 551, που δημιούργησε ένα από τα μεγαλύτερα καταγεγραμμένα, μετασεισμικά θαλάσσια κύματα, ένα τσουνάμι δηλαδή. Και πράγματι, ο ιστορικός Προκόπιος περιγράφει έναν ισχυρό σεισμό, που έπληξε το 551 την κεντρική Ελλάδα, από τον Κρισαίο κόλπο και τη Βοιωτία έως την Ανατολική Λοκρίδα και τις ακτές του Μαλιακού κόλπου, ο οποίος μάλιστα, συνοδευόμενος από πελώρια θαλάσσια σεισμικά κύματα προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο έδαφος, κατέστρεψε πολλά χωριά, ισοπέδωσε οκτώ πόλεις και βύθισε στη θάλασσα πολλά από τα οικοδομήματά τους.
«Ήταν εκείνη τη χρονική περίοδο που εξωπραγματικοί ασυνήθιστοι σεισμοί έγιναν στην Ελλάδα, όπου και στη Βοιωτία και στην Αχαΐα και στην περιοχή του Κρισαίου κόλπου, δηλαδή του κόλπου της Ιτέας, ταρακουνήθηκαν άσχημα» γράφει ο Προκόπιος. Και πιο κάτω: «Η γη σε πολλά σημεία άνοιξε και χάσματα δημιουργήθηκαν. Στον κόλπο ανάμεσα στη Θεσσαλία και στη Βοιωτία ένα ξαφνικό θαλάσσιο κύμα έπληξε τις πόλεις του Εχίνου και της Σκάρφειας. Προχωρώντας μέσα στην ξηρά κατέκλυσε τις πόλεις και τις ισοπέδωσε ακαριαία. Και για πολύ καιρό η ενδοχώρα ήταν πλημμυρισμένη κατά αυτό τον τρόπο, τόσο που οι άνθρωποι για αρκετό χρονικό διάστημα μπορούσαν να περπατούν στα νησιά του κόλπου, από τη στιγμή που το νερό της θάλασσας είχε εγκαταλείψει τη σωστή του θέση και σκορπίστηκε προς την ξηρά, κατά περίεργο τρόπο ως τα βουνά…».
Όπως είπε εξάλλου ο κ. Κακαβάς «Πολλοί σύγχρονοι ειδικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι η περιγραφή του Προκοπίου καταγράφει μια σεισμική διέγερση σε ευρεία περιοχή της κεντρικής Ελλάδας και μπορεί να αποδοθεί σε τρεις σεισμικές ακολουθίες με τρεις αντίστοιχους κύριους σεισμούς και μετασεισμικές δονήσεις: στον κόλπο του Μαλιακού με ένταση 6,7 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, στον βορειοανατολικό Κορινθιακό κόλπο με ένταση 7,0 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ και στον Πατραϊκό κόλπο με ένταση 6,5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ». Σύμφωνα με τον ίδιο, τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν και ως τώρα ανασκαφικά δεδομένα στην περιοχή της Ανατολικής Λοκρίδας, καθώς αποδεικνύεται ότι παρήκμασαν ή καταστράφηκαν ολοσχερώς πολλές πόλεις.