Μέσα σε έναν μόνο μήνα, σημειώθηκαν τρία θρασύτατα κρούσματα ληστείας σε ελληνικά μουσεία: Η κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη, η ένοπλη εισβολή στο Μουσείο των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αρχαία Ολυμπία και η απόπειρα διάρρηξης στη Δημοτική Πινακοθήκη θα μπορούσαν να αποδοθούν αποκλειστικά σε πλημμελή σχεδιασμό του συστήματος φύλαξης. Η αλήθεια είναι όμως ότι τα περιστατικά αυτά μπορεί να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, για τις περικοπές στον προϋπολογισμό, τη μείωση του προσωπικού, τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των τελευταίων δεκαετιών.
Κρατικοδίαιτοι φορείς, στελεχωμένοι με δημοσίους υπαλλήλους, τα ελληνικά μουσεία παλεύουν να σταθούν όρθια στη μεταβατική περίοδο της κρίσης. Σε καιρούς χαλεπούς καλούνται να περικόψουν το κόστος τους, να ανασχεδιάσουν την πολιτική εύρεσης πόρων, να αλλάξουν τη νοοτροπία των εργαζομένων, να ενισχύσουν το σύστημα φύλαξης απέναντι σε αδίστακτους κακοποιούς, να συσπειρώσουν το κοινό που χειμάζεται από την ύφεση. Μπορούν να τα καταφέρουν; Οι επικεφαλής των πέντε σημαντικότερων μουσείων της Αθήνας, μιλούν στην «Καθημερινή».
Ανοιχτό όλο το ΕΑΜ
«Μπορεί οι πρόσφατες κλοπές να έδωσαν την εντύπωση ότι τα ελληνικά μουσεία είναι κοντά στην κατάρρευση», λέει ο διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Νίκος Καλτσάς. «Δεν είναι σωστό να δώσουμε μεγαλύτερες διαστάσεις. Σίγουρα βιώνουμε μια ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση με νέα δεδομένα σε ό,τι αφορά τον οικονομικό σχεδιασμό, τη συμπίεση των λειτουργικών εξόδων, τη μείωση του προσωπικού.
Όμως το προσωπικό μειώνεται σταθερά εδώ και πολλά χρόνια με τον νόμο των προσλήψεων – αποχωρήσεων από το Δημόσιο. Πέρυσι είχαμε πρόβλημα με τη φύλαξη και κρατούσαμε ένα τμήμα του μουσείου κλειστό. Φέτος, είναι όλες οι αίθουσες ανοιχτές και έχουμε επάρκεια φυλάκων καθώς το ΥΠΠΟΤ επιλήφθηκε του θέματος», λέει ο διευθυντής του ΕΑΜ, το οποίο απασχολεί 185 εργαζόμενους, κάποιοι εκ των οποίων προήλθαν από μετατάξεις από τον ΗΣΑΠ.
Το 2009, το ΕΑΜ είχε 753.000 ευρώ για ανελαστικές δαπάνες πλην της μισθοδοσίας. Το 2011 έχει πέσει στα 622.000 ευρώ: «Πρέπει να μάθουμε να λειτουργούμε με τα απαραίτητα για μια μεγάλη χρονική περίοδο», λέει ο κ. Καλτσάς, που αγωνίζεται να κόψει χρήματα απ’ όπου μπορεί. Στο εκθεσιακό σκέλος έχει καταφέρει να κάνει ορισμένες συνέργειες που μετακύλισαν μέρος του κόστους των περιοδικών εκθεσιακών παραγωγών σε άλλους φορείς όπως το Ίδρυμα Ωνάση, ενώ στην πρόσφατη έκθεση για την Αρχαία Ερέτρια στην Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή. «Θα έπρεπε να δραστηριοποιηθούμε περισσότερο στην αναζήτηση των χορηγιών. Όμως, τόσο η καθημαγμένη ελληνική οικονομία όσο και η γραφειοκρατία που προβλέπει ο χορηγικός νόμος δεν δημιουργούν καλές συνθήκες. Οι Έλληνες ομογενείς δίνουν χρήματα σε αμερικανικά μουσεία διότι έχουν φοροαπαλλαγές, κάτι που δεν συμβαίνει αν δώσουν σε ελληνικά μουσεία. Ενδεχομένως να υπάρχουν τρόποι να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Επίσης, θα πρέπει να γίνει μια fast track διαδικασία από το ελληνικό κράτος. Τώρα οι χορηγίες αρχαιολογικού περιεχομένου περνούν για έγκριση από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, ενώ για να εκταμιευτούν τα χρήματα χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα», επισημαίνει ο Νίκος Καλτσάς.
Η νέα διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, Αναστασία Λαζαρίδου, πιστεύει ότι η εξωστρέφεια και η εκθεσιακή διπλωματία μπορούν να κρατήσουν ζωντανά τα ελληνικά μουσεία: «Με καλές παραγωγές στο εξωτερικό και επιτυγχάνουμε θετική δημοσιότητα και αλλάζουμε λίγο την κακή εικόνα για τη χώρα και τα μουσεία της. Δείτε, λ.χ., πόσο σημαντικές είναι εκθέσεις ελληνικού ενδιαφέροντος στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και αλλού. Ίσως έτσι να μπορέσουμε κάποια στιγμή να διεκδικήσουμε και κάποιες χορηγίες από το εξωτερικό».
Το ίδιο ισχύει και για το εσωτερικό: «Όπως έλεγε και ο αείμνηστος Δημήτρης Κωνστάντιος, πρέπει να φέρνουμε τον κόσμο στο μουσείο. Εμείς ευτυχώς ολοκληρώσαμε την επανέκθεση των μόνιμων συλλογών χάρις σε γενναίους πόρους που προήλθαν κυρίως από το Γ’ ΚΠΣ, ενώ κάνουμε πολλές περιοδικές ετησίως, με όποια οικονομικά μέσα διαθέτουμε», αναφέρει η διευθύντρια του μουσείου, το οποίο έχει περίπου 147 άτομα προσωπικό με κάποιους εργαζόμενους που ήρθαν από μετατάξεις και κάποιους που έφυγαν ή θα φύγουν με εφεδρεία. Το λειτουργικό κόστος ανέρχεται σε 480.000 ευρώ ετησίως, πλην της μισθοδοσίας των υπαλλήλων, η οποία καλύπτεται από το ΤΑΠΑ.
Η έκκληση του Μπενάκη
Πρόσφατα ο Αγγελος Δεληβοριάς και η Αιμιλία Γερουλάνου έδωσαν μια συνέντευξη Τύπου καλώντας το κοινό να στηρίξει εμπράκτως το Μουσείο Μπενάκη, με έκκληση για εγγραφή ατομικών και εταιρικών μελών. Στην ίδια συνέντευξη, συζητήθηκε και το θέμα του ποσού που θα δινόταν από το κράτος στο μουσείο για τη διοργάνωση μεγάλης έκθεσης για το Βυζάντιο στις ΗΠΑ, καθώς ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι ο υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος μεροληπτεί στις οικονομικές επιχορηγήσεις υπέρ του μουσείου. «Όχι μόνο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο αλλά οι επιχορηγήσεις μας έχουν μειωθεί πολύ», λέει η Ειρήνη Γερουλάνου στην «Κ».
«Το 2009 καταβλήθηκε από το κράτος το ποσό των 2.300.000 ευρώ. Το 2010, το μουσείο έπρεπε να πάρει 2.030.000 και τελικά εκταμιεύτηκε 1.759.500, ενώ το 2011 από τα 1.720.000 τελικά εκταμιεύτηκαν 843.000 ευρώ». Στο Μπενάκη εργάζονται σήμερα 232 εργαζόμενοι, ενώ έχουν γίνει μειώσεις στο προσωπικό. Και τι προτίθεται να κάνει το μουσείο για την επιβίωσή του τα επόμενα χρόνια: «Αφενός θέλουμε να συσπειρώσουμε το κοινό που μας έχει στηρίξει με τη συνεχή παρουσία του όλα αυτά τα χρόνια. Αφετέρου θα συνεχίσουμε το πολυδιάστατο εκθεσιακό μας πρόγραμμα, που κάνει το μουσείο ένα ζωντανό κύτταρο στην πόλη».
Αυτάρκεια στο Μουσείο της Ακρόπολης
Το Μουσείο της Ακρόπολης όχι μόνο διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος στην επισκεψιμότητα, αλλά χάρη στο νομικό καθεστώς (ΝΠΔΔ με δικό του Δ.Σ.) διαθέτει διοικητική ευελιξία που επιτρέπει ταχεία διαδικασία αποφάσεων. Έχει αυτοδιάθεση των εσόδων του, ενώ αξιοποιεί κάποιους πόρους που έχουν απομείνει από τον Οργανισμό Ανέγερσης του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως, ένα κονδύλι που σταμάτησε να τροφοδοτείται το 2011.
Στο Νέο Μουσείο εργάζονται 210 άτομα όλων των ειδικοτήτων και τη μισθοδοσία τους, που ανέρχεται σε 4.100.000 ευρώ, επωμίζεται το μουσείο. Το λειτουργικό κόστος, που ανέρχεται σε 4.000.000 ετησίως, καλύπτεται σύμφωνα με τον διευθυντή του, Δημήτρη Παντερμαλή, από τα έσοδα του μουσείου:
«Από τότε που άνοιξε το μουσείο δεν έχουμε πάρει κρατική επιχορήγηση. Καλύπτουμε τις ανάγκες μας από τα κέρδη που προέρχονται από τα εισιτήρια, το εστιατόριο και το πωλητήριο. Από το 2009 μετράμε πάνω από τέσσερα εκατομμύρια επισκέπτες, κάποιοι βέβαια εξ αυτών έχουν ατέλεια.
Κανείς όμως δεν πρέπει να βασίζεται στην υπόθεση ότι θα έχει πάντα υψηλή επισκεψιμότητα και να ρυθμίζει έτσι την οικονομική του λειτουργία. Εμείς είμαστε ευνοημένοι, επειδή το μουσείο είναι νέο και όλοι θέλουν να το επισκεφθούν, ενώ έχουμε μεγάλη δημοσιότητα εντός και εκτός συνόρων», τονίζει στην «Καθημερινή». Έχει καταφέρει το μουσείο να προσελκύσει χορηγίες ή δωρεές από το εξωτερικό; «Όχι, μόνον ορισμένες μεγάλες χορηγίες από την Ελλάδα. Έχουμε κάνει κάποια βήματα για να καλλιεργήσουμε το κλίμα, αλλά χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια ώστε να αποσπάσουμε χρήματα σε μια τόσο δύσκολη περίοδο. Μην ξεχνάτε ότι το όνομα του μουσείου στο εξωτερικό είναι περισσότερο συνδεδεμένο με το ζήτημα της διεκδίκησης των Γλυπτών και όχι με τη διεκδίκηση πόρων».
Πριν από την επέκταση
Σε μερικούς μήνες, η Εθνική Πινακοθήκη αναμένεται να κλείσει τις πόρτες της στο κοινό για να γίνουν τα έργα της επέκτασής της, που θα χρηματοδοτηθούν από το Ίδρυμα Νιάρχου. Όταν έγινε η κλοπή των πινάκων του Πικάσο και του Μοντριάν άνοιξε εκ νέου η συζήτηση για τα θέματα προσωπικού και ασφαλείας.
«Αυτή η περίοδος που θα είμαστε κλειστοί, θα μας δώσει την ευκαιρία να αναδιοργανωθούμε και να χαράξουμε νέα πολιτική», λέει η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα στην «Καθημερινή». «Οι επιχορηγήσεις του μουσείου από 2.100.000 ευρώ πριν από λίγα χρόνια, έφτασαν στα 1.500.000 ετησίως. Και από αυτά μάλλον θα εκταμιευτούν φέτος τα μισά. Δίνουμε για μισθοδοσία περίπου 600.000 ευρώ, ένα ποσό που αφορά περίπου 30 υπαλλήλους.
Οι υπόλοιποι 53 πληρώνονται από το ΥΠΠΟΤ. Για ανελαστικές δαπάνες δίνουμε περίπου 900.000 ευρώ για όλα τα παραρτήματά μας σε Σπάρτη, Κέρκυρα, Ναύπλιο και Εθνική Γλυπτοθήκη. Κάνουμε περικοπές απ’ όπου μπορούμε. Δυστυχώς οι χορηγίες έχουν μειωθεί και είναι δύσκολο να χτυπήσει κανεί πόρτες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Μετά την επέκταση θα έχουμε περισσότερα έσοδα».