Ούτε ένα, ούτε δύο. Σε μία ντουζίνα υπολογίζονται τα αρχαία ναυάγια έξω από το νησί της Τοσκάνης Τζίλιο, όπου προ ημερών ναυάγησε και το κρουαζιερόπλοιο «Κόστα Κονκόρντια». Έτσι ο καπετάνιος του, Φραντσέσκο Σκετίνο, δεν είναι ο μόνος ναυτικός που είχε στενή επαφή με τους ύπουλους υφάλους της περιοχής αφού, πολύ πριν από αυτόν, και άλλοι ναυτικοί βρέθηκαν σε παρόμοια θέση.
Το ίδιο συνέβη για παράδειγμα σε ρωμαϊκό φορτηγό πλοίο του 3ου μ.Χ. αιώνα, το οποίο βρίσκεται περίπου 1.000 μέτρα νότια της πλώρης του «Κονκόρντια» σε βάθος 130 ποδών. Φορτωμένο με αγγεία γεμάτα από σάλτσα ψαριού, το πλοίο αυτό ακολουθούσε την ίδια ρότα με αυτήν του Σκετίνο, όταν χτύπησε στις 13 Ιανουαρίου σε τμήμα του υφάλου, που είναι γνωστός ως Λε Σκόλε. Το πλοίο είχε αφήσει πιθανώς τη βόρεια ακτή της Αφρικής και κατευθυνόταν προς το Βορρά, όταν έγινε η πρόσκρουση.
«Ήταν το ίδιο ακριβώς περιστατικό με αυτό του «Κονκόρντια». Δεν γνωρίζουμε, γιατί το αρχαίο πλοίο έπλεε τόσο κοντά στο νησί, μπορεί να βρέθηκε σε μια καταιγίδα. Αμφιβάλλω όμως αν οι Ρωμαίοι έκαναν ελιγμούς με το πλοίο προκειμένου να χαιρετίσουν κάποιον στην ακτή», λέει ο αρχαιολόγος υποβρύχιων ερευνών Ενρίκο Τσιαμπάτι, κάνοντας έτσι έναν υπαινιγμό για τον καπετάνιο του «Κονκόρντια», ο οποίος λέγεται, ότι πραγματοποίησε επικίνδυνο ελιγμό κοντά στο Τζίλιο για να χαιρετήσει έναν φίλο του.
Το αρχαίο σκάφος πάντως μετά από το χτύπημα συνέχισε για λίγο να πλέει και στη συνέχεια οδηγήθηκε στο βυθό, ακριβώς μπροστά στον φάρο του Πόρτο Τζίλιο και σε απόσταση μόλις 160 μέτρων έξω από το λιμάνι. Όπως βυθίστηκε μάλιστα, κόπηκε στα δύο. Σύμφωνα με τον Τσιαμπάτι όμως, είναι πιθανό ότι οι περισσότεροι από τους Ρωμαίους ναυτικούς να κατάφεραν να σωθούν, ακριβώς όπως και η πλειοψηφία των επιβατών του πληρώματος του «Κονκόρντια». Ο ίδιος σε συνεργασία με τη συνάδελφό του Πάολα Ρεντίνι ανέσκαψαν τμήμα αυτού του πλοίου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, διαπιστώνοντας ότι είχε 49 μέτρα μήκος και 16 μέτρα πλάτος. Δεν ήταν δηλαδή ένα τεράστιο πλοίο, αλλά δεν ήταν εύκολο να ελιχθεί σε περίπτωση καταιγίδας.
Αγγεία μεταφοράς αγαθών, πιατικά και άλλα αντικείμενα που ανασύρθηκαν από το πλοίο πρόκειται μάλιστα να εκτεθούν τώρα στην έκθεση «Βυθισμένες μνήμες», που θα γίνει στο Ισπανικό Φρούριο – μουσείο στο Πόρτο Σαν Στέφανο. Και σ’ αυτήν αποκαλύπτεται, ότι πολλά άλλα αρχαία ναυάγια βρίσκονται γύρω από το νησί, αφού ανέκαθεν υπήρχε μεγάλη κίνηση των πλοίων σε αυτό το οκτώ μιλίων κανάλι, που χωρίζει το νησί Τζίλιο από τη χερσόνησο Αρτζεντάριο.
Ένα άλλο αρχαίο σκάφος, γνωστό ως «Ναυάγιο Λε Σκόλε» βρίσκεται σε βάθος 160 ποδών και δεν απέχει πολύ από τον βράχο όπου έχει προσαράξει το «Κονκόρντια». Δύο ακόμη ρωμαϊκά ναυάγια βρίσκονται κοντά στην Πούντα ντε Λαζαρέτο, όχι πολύ μακριά από την πρύμνη του κρουαζιερόπλοιου, άλλα βρίσκονται στο βόρειο άκρο του νησιού, όπου η ακτή είναι γεμάτη υφάλους ενώ τα κατάλοιπα της λεγόμενης «Γαλέρας» είναι σε βάθος 98 ποδών στο νότιο άκρο του νησιού.
Το παλαιότερο ναυάγιο εξάλλου, αφού χρονολογείται στο 600 π.Χ. έχει εντοπισθεί στα νερά του κόλπου Καμπέζε στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού και κατά πάσα πιθανότητα είναι ελληνικό. Εντοπίσθηκε το 1961 σε βάθος 180 ποδών κοντά σε έναν ύφαλο και ανασκάφηκε στα τέλη του 1980. Το φορτίο του ήταν μικτό και αποτελούνταν από αγγεία με αγαθά της ελληνικής Ανατολής, των Φοινίκων και των Ετρούσκων και συγκεκριμένα κεραμική, σταθμά, αιχμές βελών κ.ά.
Όπως λένε οι αρχαιολόγοι, οι βράχοι λειτουργούν σαν μαγνήτες για τα πλοία, αφού ναυαγούν εδώ και αιώνες στις ίδιες θέσεις. Άλλωστε η πιο κοινή αιτία αυτών των ναυαγίων είναι η πρόσκρουσή τους σε υφάλους, βράχους, ξέρες ή ακόμα και σε άλλα ναυάγια, έτσι που δεν είναι σπάνιο να συναντώνται το ένα επάνω στο άλλο. Στη Μεσόγειο πάντως υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω τρία εκατομμύρια ναυάγια τα τελευταία 4.000 χρόνια.