«Φαίνεται παράδοξο αλλά δεν είναι: οι Αμερικανοί επιχειρηματίες και οι Βρετανοί πολιτικοί δεν ξεκίνησαν τις σπουδές τους από τη Διοίκηση Επιχειρήσεων ή τα Οικονομικά. Το πρώτο δίπλωμα των περισσότερων είναι στα Classics. Είναι λοιπόν πολύ κοντόφθαλμο να αντιμετωπίζονται οι ανθρωπιστικές σπουδές ως μη παραγωγικές, ως πολυτέλεια, και να βάλλονται, να απαξιώνονται ή και να ευνουχίζονται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Οι επιστήμες του ανθρώπου δεν ισοδυναμούν με σχολαστικισμό. Αντίθετα, είναι πηγή δημιουργικότητας, είναι η βάση για τη διαμόρφωση υπεύθυνων, ενεργών και συνειδητών πολιτών. Μιας κοινωνίας πολιτών με οράματα για το μέλλον, για την παγκόσμια ειρήνη, για τη συνύπαρξη των λαών, για το περιβάλλον…».
Ο Δημήτρης Γόντικας παθιάζεται όταν τα λέει αυτά. Διότι από το 1981 είναι ο εμπνευστής και ο επικεφαλής του κορυφαίου Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών στις ΗΠΑ, το οποίο στήθηκε στο ιστορικό, μικρό αλλά εκλεκτό Πανεπιστήμιο Πρίνστον όχι πάνω στη λογική της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» και της εσωστρέφειας, αλλά στο πνεύμα του διαλόγου με το όλο πλέγμα των ανθρωπιστικών σπουδών αφενός και αφετέρου με την καλλιτεχνική δημιουργία που αφορούν την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Κι αυτό το «Program in Hellenic Studies», που προικοδοτήθηκε απλόχερα από τον φιλέλληνα Στάνλεϊ Σίγκερ, κρίθηκε τόσο επιτυχημένο στην αγγλοσαξονική αλλά και στη διεθνή αρένα, ώστε «προκάλεσε» την ίδρυση πριν από λίγες εβδομάδες του διοικητικά ισχυρότερου Κέντρου Ελληνικών Σπουδών (Center) με πιο ευρεία και παρεμβατική δραστηριότητα χάρη στο κληροδότημα Σίγκερ.
Μαζί του αναβαθμίστηκε και ο 56χρονος σήμερα Γόντικας που ανέλαβε τη διεύθυνση του Κέντρου, με τη φιλοδοξία να κρατήσει την Ελλάδα μέσα στο μεγάλο επιστημονικό και πολιτισμικό παιχνίδι του 21ου αιώνα ως ενεργό συμμέτοχο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Στόχος του, η ενίσχυση του κύρους των ελληνικών σπουδών και η συνακόλουθη διεύρυνση των προοπτικών τους με τη θεσμοθέτηση ενός ειδικού μεταπτυχιακού διπλώματος, συμπληρωματικού προς τα εξειδικευμένα πτυχία ή διδακτορικά. Και παράλληλα η ανάδειξη της ελληνικής υπόθεσης ως πηγής δημιουργικής έμπνευσης. «Είμαστε ακαδημαϊκή μονάδα· δεν είμαστε ίδρυμα ελληνικού πολιτισμού», διευκρινίζει στα «Νέα» ο Γόντικας. «Δεν εστιάζουμε λοιπόν στην προβολή του ελληνισμού αλλά στην επιστημονική μελέτη του. Έχουμε δηλαδή ένα μακροπρόθεσμο όραμα. Διότι γνωρίζουμε ότι μια αρνητική εικόνα μπορεί να διατηρηθεί για μερικές δεκαετίες, αλλά η θετική εικόνα χρειάζεται αιώνες για να χτιστεί».
Είναι λοιπόν ο άνθρωπος-κλειδί σ’ αυτήν την υπόθεση ο Δημήτρης Γόντικας. Με όραμα, «μύτη», επιμονή, είναι ιδανικός στο να αλιεύει, να εμψυχώνει και να αναδεικνύει τα νέα ταλέντα σε κάθε πεδίο. Ενώ στην Ελλάδα η πιο διαδεδομένη άποψη είναι ότι η άνοιξη θα έρθει με την ίδρυση ελληνικών εδρών σε ξένα πανεπιστήμια, εκείνος, τριάντα χρόνια τώρα, στήνει… από τα κάτω «εργαστήρια», επενδύοντας στο ανθρώπινο υλικό και στις ιδέες προκειμένου να ενεργοποιήσει ένα ουσιαστικό, βιωματικό και μακροχρόνιο ενδιαφέρον για τα ελληνικά πράγματα. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι ως ακαδημαϊκό-διοικητικό στέλεχος είναι αυτοδίδακτος!
Έκανε σπουδές γύρω από τη Φυσική, τα Ενεργειακά Συστήματα και το Περιβάλλον στο ΜΙΤ, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU) και στο Πρίνστον. Καθώς όμως ενδιαφερόταν για τον ελληνικό πολιτισμό, παρακολούθησε μαθήματα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γ.Π. Σαββίδη και του Έντμουντ Κήλυ και εργάστηκε στο Χάρβαρντ ως βοηθός στα μαθήματα Νεοελληνικής Γλώσσας. Ώσπου τον προσέλαβε το Πρίνστον για να διδάξει τη Νεοελληνική ως ξένη γλώσσα και πολύ σύντομα του ανέθεσε και την οργάνωση ενός Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών αντάξιου της προικοδότησης Σίγκερ. Ο Γόντικας ήταν μόλις 25 χρονών τότε. Και σε μια εποχή που η κλασική αρχαιότητα κυριαρχούσε στις ελληνικές σπουδές διεθνώς, εκείνος εγκαινίασε -αυτοσχεδιαστικά και πειραματικά στην αρχή- το γνωστό πλέον Πρόγραμμα που αρνιόταν τον κατακερματισμό του ελληνικού επιστημονικού πεδίου.
Και πέτυχε διάνα! Από τότε οι 100 περίπου μεταπτυχιακοί φοιτητές του Προγράμματος που πήραν το διδακτορικό τους από το Πρίνστον έχουν απορροφηθεί σε σημαντικά ακαδημαϊκά πόστα – τα περισσότερα εκτός Ελλάδας. Οι μεταδιδακτορικές υποτροφίες που μοίρασε έχουν «γεννήσει» περί τα 60 επιστημονικά έργα. Και φέτος 300 φοιτητές από όλον τον κόσμο (σε σύνολο 6.500 για ολόκληρο το Πρίνστον) παρακολουθούν τα 25 πανεπιστημιακά μαθήματα που διδάσκονται εκεί. Για να μη μιλήσει κανείς για τους πανεπιστημιακούς, συγγραφείς, κινηματογραφιστές ή ζωγράφους που δίδαξαν ή ολοκλήρωσαν το έργο τους στο Πρίνστον με ερευνητικές υποτροφίες του Προγράμματος. Από φέτος όμως ο Γόντικας καλείται να αναδείξει τη δυναμική της Ελλάδας σε ένα πλαίσιο ευρύτερων ενδιαφερόντων, λαμβάνοντας υπόψη του και ότι κατά την τρέχουσα συγκυρία οι αυτόνομες νεοελληνικές σπουδές δεν είναι πια βιώσιμες στις ΗΠΑ.
«Το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών δεν θα λειτουργήσει με εθνοκεντρικό πνεύμα», τονίζει στα «Νέα». «Απεναντίας θα λειτουργήσει ως φόρουμ ανθρώπων και ιδεών, ως μαγνήτης διδασκόντων και φοιτητών με ποικίλα ενδιαφέροντα, ως γέφυρα μεταξύ διαφορετικών επιστημονικών πεδίων, ως σύνδεσμος μεταξύ του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, της Ελλάδας και της Ανατολικής Μεσογείου».
Νέες θέσεις, εκδόσεις, συνεργασίες
Υπάρχουν φυσικά εστίες ελληνικών σπουδών και σε άλλα αμερικανικά πανεπιστήμια εκτός του Πρίνστον —η έδρα Σεφέρη στο Χάρβαρντ, η έδρα Καβάφη στο Μίσιγκαν, οι ελληνιστές του Κολούμπια, οι ιστορικοί της νεότερης Ελλάδας στο Σαν Ντιέγκο, οι Έλληνες πολιτικοί επιστήμονες στο Γέιλ— όμως πουθενά αλλού στις ΗΠΑ δεν γίνεται δουλειά τέτοιας κλίμακας ή ευρύτητας φάσματος.
Το Κέντρο ήδη προκήρυξε νέες θέσεις διδασκόντων για την ύστερη αρχαιότητα, τη βυζαντινή ιστορία και τέχνη (φέτος) ενώ από του χρόνου θα εστιάσει στη νεοελληνική πραγματικότητα. Επίσης αναλαμβάνει νέες εκδοτικές πρωτοβουλίες, ενώ παράλληλα θα ξεκινήσει μια εκτεταμένη συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη για ανταλλαγή εκθέσεων, επιστημονικού δυναμικού, διακίνηση ιδεών κ.ο.κ. (κάτι που σύντομα θα ανακοινωθεί επίσημα) και θα επεκτείνει την υπάρχουσα ακαδημαϊκή του δραστηριότητα στην Ελλάδα (σεμινάρια, ανασκαφές, ερευνητικά προγράμματα με την Αρχιτεκτονική της Πάτρας, την ανασκαφή στο Ακρωτήρι, τη Μονή Προδρόμου Σερρών κ.λπ.). Ακόμη θα ενθαρρύνει τη συναρμογή επιστημόνων και δημιουργών, ενισχύοντας νεαρούς καλλιτέχνες και δημιουργούς έλληνες ή εμπνεόμενους από την Ελλάδα να «γεννήσουν» το έργο τους στην Ελλάδα ή στις ΗΠΑ.