Ο Δήμος της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της σύστασής του (1835), παρότι διέθετε περιορισμένα οικονομικά μέσα, επιφορτίστηκε με αυξημένες αρμοδιότητες που απαιτούσαν μεγάλες και συνεχείς δαπάνες. Η ανάπτυξη των υποδομών αποτέλεσε προτεραιότητα στην εξασφάλιση της καλής λειτουργίας της Αθήνας, που όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1834) παρουσίαζε την εικόνα ερειπωμένης πόλης, κατεστραμμένης από τον πολύχρονο αγώνα για την Ανεξαρτησία.

Παρά ταύτα ο καλλωπισμός της πόλης, σημαντικό στοιχείο του οποίου αποτελεί και η τοποθέτηση γλυπτών στους κοινόχρηστους χώρους της, αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής προσπάθειας. Στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του, ο Δήμος ανέπτυξε δημιουργική δράση που αφορούσε στην οικονομική ενίσχυση διαφόρων φορέων, σε αποδοχή δωρεών, αλλά και σε δικές του πρωτοβουλίες, όπου αναλάμβανε την κάλυψη των δαπανών ανάθεσης, εκτέλεσης και τοποθέτησης των έργων. Η σημαντικότερη δράση του Δήμου αφορούσε στη χωροθέτηση των μνημείων στην πόλη, όταν αυτά ανεγείρονταν σε δημόσιο κοινόχρηστο χώρο.

Η ανάγνωση των Πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου προσφέρει σήμερα συμπληρωματικές πληροφορίες στις πολυάριθμες μελέτες και άρθρα που έχουν γραφεί σχετικά με τη δημόσια γλυπτική της Αθήνας, δίνοντας μια ολοκληρωμένη αντίληψη και κατανόηση των σχετικών ενεργειών.

Αποκατάσταση μνημείων

Η πρώτη ενέργεια του Δήμου που υποδηλώνει μέριμνα για τα μνημεία εκδηλώνεται το 1857 με την έγκριση ποσού 500 δρχ. για την αποκατάσταση του ταφικού μνημείου του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Σύμφωνα με την εισήγηση του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Ιωάννη Σούτσου, το κιβώριο είχε ανοιχθεί και τα οστά του ήρωα βρίσκονταν σε δημόσια θέα. Παρότι το μνημείο ανήκε στην αρμοδιότητα του Δημοσίου, η επέμβαση αποφασίστηκε από ευλάβεια στη μνήμη του ήρωα [σημ. 1].

Ανέγερση νέων γλυπτών

Για την ανέγερση των γλυπτών της πόλης ο Δήμος σπάνια λαμβάνει πρωτοβουλία, αρκούμενος σε οικονομική συνδρομή διαφόρων φορέων. Για το σκοπό αυτό ενεργοποιούνται ερανικές επιτροπές από προσωπικότητες της εποχής και μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, οι οποίες αναθέτουν την εκτέλεση του έργου σε κάποιον γλύπτη και συλλέγουν συνδρομές.

Τα μνημεία που προτείνονται αφορούν ως επί το πλείστον ήρωες του ένδοξου αγώνα του 1821, φιλέλληνες και ευεργέτες, με σκοπό τη διατήρηση της εθνικής και ιστορικής μνήμης. Σημαντική κατηγορία αποτελούν τα ταφικά μνημεία που κατά κανόνα ανεγείρονται στο Α’ Κοιμητήριο, ως ύστατη τιμή σε ήρωες, προσωπικότητες και διακεκριμένους καλλιτέχνες.

Εξαίρεση αποτελεί το επιτύμβιο μνημείο του Γάλλου αρχαιολόγου Καρόλου Λενορμάν σε σχέδιο του τότε δημοτικού αρχιτέκτονα Fr. Boulanger [σημ. 2], που ανεγέρθηκε με δημοτική δαπάνη το 1859 στον Λόφο του Ιππίου Κολωνού δίπλα από το επίσης επιτύμβιο μνημείο του Καρόλου Μύλλερ. Η επιλογή της θέσης έγινε σύμφωνα με την επιθυμία του θανόντος να ταφεί στον αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος [σημ. 3] (εικ. 1).

1. Επιχορηγήσεις

Η πρώτη πρόταση χορηγίας νέου μνημείου χωρίς τελικά να πραγματοποιηθεί, διατυπώθηκε στο πλαίσιο του εορτασμού της βασιλείας του Όθωνα. Το 1857 εγκρίθηκε ποσό 1.000 δρχ. για την κατασκευή μνημείου στο Ναύπλιο, στη θέση όπου αποβιβάστηκε ο Όθωνας.

Η πλειονότητα των υπόλοιπων επιχορηγήσεων αφορούσε εράνους διαφόρων φορέων, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους ήρωες του 1821 και τους ευεργέτες της πόλης.

Στο πλαίσιο αυτό εγκρίθηκε το 1862 συνδρομή 500 δρχ. για την ανέγερση του μνημείου του Γρηγορίου Ε’, έργο του γλύπτη Γεωργίου Φυτάλη, 1.000 δρχ. το 1881 για την αποπεράτωση του ανδριάντα του Λόρδου Βύρωνος, το πρόπλασμα του οποίου φιλοτέχνησε ο γλύπτης Henri Michel Antoine Chapu και εκτέλεσε ο Alexandre Falguiere, 1.000 δρχ. το 1882, για την ανέγερση του ανδριάντα του Γλάδστωνος, έργο του γλύπτη Γεωργίου Βιτάλη, και 500 δρχ. το 1889 για τον ανδριάντα του εθνικού μεγαλομάρτυρα Ρήγα Φεραίου, έργο του γλύπτη Ιωάννη Κόσσου.

Είναι φανερό ότι οι περισσότεροι έρανοι δεν απέδιδαν σημαντικά αποτελέσματα και οι επιτροπές αναγκάζονταν να απευθυνθούν σε πλούσιους ομογενείς ώστε να καλύψουν το κόστος της ανέγερσης, όπως στην περίπτωση των μνημείων του Γρηγορίου Ε’ και του Ρήγα Φεραίου από τον Γεώργιο Αβέρωφ, και του ανδριάντα του Λόρδου Βύρωνος από τον Δημήτριο Στεφάνοβικ Σκυλίτση.

Σημαντική οικονομική ενίσχυση για την ανέγερση των μνημείων του Ιωάννη Καποδίστρια, του Γεωργίου Καραϊσκάκη και του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, έργα των γλυπτών Γεωργίου Μπονάνου, Μιχαήλ Τόμπρου και Γεωργίου Δημητριάδη του Αθηναίου αντίστοιχα, αποφάσισε ο Δήμος χορηγώντας το 1929 ποσό 10.000 δρχ. για κάθε μνημείο, στις αρμόδιες ερανικές επιτροπές.

Η τελευταία χορηγία της περιόδου που εξετάζεται αφορά το 1936 στην ανέγερση της μαρμάρινης προτομής της Βασίλισσας Όλγας, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη του Αθηναίου, κόστους 10.000 δρχ. Το έργο υπήρξε πρωτοβουλία της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών, ως ευγνωμοσύνη για το υπέρ του πρασίνου της πόλης έργο της.

Εκτός από μνημεία που κόσμησαν την Αθήνα, ο Δήμος Αθηναίων ενίσχυσε και μνημεία άλλων πόλεων, όπως αυτό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο, έργο του Λάζαρου Σώχου, για το οποίο χορήγησε μεταξύ των ετών 1879-1888, το συνολικό ποσό των 2.300 δρχ.

Παρόμοια για τον ανδριάντα του Αθανάσιου Διάκου στη Λαμία, έργο του γλύπτη Ιωάννη Καρακατσάνη, χορηγήθηκαν 400 δρχ. το 1894, ενώ το 1883 για τον ανδριάντα του Λέοντος Γαμβέτα στο Παρίσι 500 δρχ. Η ανέγερση μνημείου στο Ναυαρίνο, στη μνήμη των πεσόντων Φιλελλήνων, υπήρξε πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων, και το 1890 αποφασίστηκε η σύσταση κοινής επιτροπής με την Κυβέρνηση για την πραγματοποίηση της ανέγερσης [σημ. 4].

2. Πρωτοβουλίες Δήμου Αθηναίων

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως στις αρχές του 20ού, ο Δήμος ενεργοποιείται στον καλλωπισμό της πόλης με αγορές γλυπτών που τοποθετούνται σε κήπους και πλατείες. Για κάθε γλυπτό σχεδιάστηκε ανάλογο βάθρο, περίφραξη και φύτευση του περιβάλλοντα χώρου.

Η πρώτη αγορά πραγματοποιήθηκε το 1891 και αφορά τα δύο χάλκινα γλυπτά των Δορκάδων. Tο ποσό της αγοράς τους εκταμιεύθηκε από δάνειο 550.000 δρχ. που είχε λάβει ο Δήμος από την Εθνική Τράπεζα το 1891 για διάφορα δημοτικά έργα [σημ. 5].

Ως διακοσμητικό γλυπτό, αγοράστηκε με προτροπή του Γεωργίου Βρούτου το 1907 [σημ. 6] το γλυπτό Ξυλοθραύστης, έργο του γλύπτη Δημήτριου Φιλιππότη, ενώ το 1924 σημαντική προσφορά στην πόλη αποτέλεσε η αγορά, αντί ποσού 75.075 δρχ., του συμπλέγματος Θησεύς σώζων την Ιπποδάμειαν, έργο του γλύπτη Johannes Pfuhl [σημ. 7] (εικ. 2).

Από τις μεγαλύτερες παρεμβάσεις στην εικόνα της πόλης ήταν η διαμόρφωση της πλατείας Ομονοίας από τον διευθυντή των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Βασίλη Τσαγρή, με την ευκαιρία της κατασκευής του υπόγειου σιδηρόδρομου και του απαιτούμενου εξαερισμού του χώρου.

Η εργολαβία της κατασκευής των 14 διακοσμητικών αγαλμάτων-φανοστατών, προϋπολογισμού 750.000 δρχ., που είχε κατακυρωθεί στον μηχανικό Απόστολο Κασδόνη, κρίθηκε ασύμφορη λόγω της αστάθειας των τιμών της εποχής. Η κατασκευή τους ανατέθηκε τελικά στο Σωματείο των Ελλήνων Γλυπτών και περιελάμβανε δώδεκα αγάλματα από λευκό τσιμέντο (τα αγάλματα των τριών Μουσών και των εννέα Χαρίτων) και δύο από πεντελικό μάρμαρο (της Εστίας και της Δήμητρας), που παραδόθηκαν στον Δήμο το 1932 [σημ. 8]. Τελικά τοποθετήθηκαν μόνο τα οκτώ γλυπτά, συνεπεία της τροποποίησης του αρχικού σχεδίου της πλατείας. Τα υπόλοιπα, κόστους 459.000 δρχ., αφού αποπληρώθηκαν το 1935, μεταφέρθηκαν στις αποθήκες του Δήμου. Από την πλατεία αποσύρθηκαν το 1937 λόγω δημόσιας κατακραυγής και ορισμένα από τα γλυπτά αυτά κοσμούν σήμερα την Καρδίτσα, τη Θήβα, την Αμοργό και τις Καρυές Λακωνίας.

Οι δημόσιες κρήνες της Αθήνας αποτέλεσαν και αυτές σημαντική ευκαιρία για τον καλλωπισμό της πόλης. Είναι γνωστή η μαρμάρινη κρήνη που βρίσκεται σήμερα στην πλατεία Μεταξουργείου, προσπάθεια απομίμησης του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτους. Πρόκειται για κυκλική θόλο με ιωνικό περιστύλιο σε οκτάπλευρο βάθρο, όπου από ανάγλυφες λεοντοκεφαλές έτρεχε παλιά το νερό. Παρότι δεν γνωρίζουμε από ποιον φιλοτεχνήθηκε, τα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου αναφέρουν ότι το αναβρυτήριο είχε κατασκευαστεί στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονος [σημ. 9] το 1852, κόστισε 5.500 δρχ., σημαντικό ποσό για την εποχή εκείνη, και λειτούργησε το 1853 με συμπληρωματικά έργα δεξαμενής και σωληνώσεων και για την πρόληψη πυρκαγιάς. Επί δημαρχίας Σπύρου Πάτση (1922-29), στο πλαίσιο της νέας διαμόρφωσης της πλατείας που καταλήφθηκε από εμπορικά δημοτικά παραπήγματα, μεταφέρθηκε στο Μεταξουργείο (εικ. 3). Την ίδια εποχή κατασκευάστηκαν τέσσερις ακόμη μαρμάρινες κρήνες στις οδούς Αδριανού, Αθηνάς και Κολοκοτρώνη [σημ. 10].

Άλλη μαρμάρινη κρήνη που μεταφέρθηκε ήταν αυτή της πλατείας Κολωνακίου, όταν ύστερα από αίτημα του Δημάρχου Αίγινας εγκρίθηκε το 1887 η δωρεά και η τοποθέτησή της στην πλατεία Αιγίνης, για να χρησιμοποιηθεί ως στυλοβάτης της προτομής του Κυβερνήτη της Ελλάδας Καποδίστρια [σημ. 11] (εικ. 4).

Ο Δήμος δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα στην ανέγερση τιμητικών μνημείων.

Ο κίνδυνος να αγοραστεί από Γάλλο πολίτη το πρόπλασμα του ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έργο του γλύπτη Λάζαρου Σώχου που βρισκόταν στο ελληνικό περίπτερο της έκθεσης των Παρισίων, οδήγησε το Δημοτικό Συμβούλιο να εγκρίνει το 1900 ποσό 5.000 δρχ. για την αγορά του προπλάσματος και τη σύσταση ερανικής επιτροπής για την κάλυψη του συνολικού ποσού αγοράς και χύτευσής του, ύψους 16.000 φράγκων.

Αργότερα το Δημοτικό Συμβούλιο συνέδραμε το Δημοτικό Βρεφοκομείο με το συνολικό ποσό των 3.100 δρχ., κατά τα έτη 1894-5 [σημ. 12], για ανέγερση προτομής του ευεργέτη του Ανδρέα Συγγρού, ενώ με δημοτική πρωτοβουλία ανεγέρθηκαν το 1917 οι προτομές του μουσουργού Σπύρου Σαμάρα, έργο του Μιχαήλ Τόμπρου, και το 1923 η προτομή του λογοτέχνη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, έργο του Θωμά Θωμόπουλου, δαπάνης 5.000 δρχ., με παρότρυνση λογίων της εποχής. Τελικά, αντί προτομής, τοποθετήθηκε ανάγλυφο πορτραίτο του συγγραφέα στην τοιχοποιία της Δεξαμενής.

Με την ευκαιρία του εορτασμού της εκατονταετηρίδας του Άγγλου ποιητή λόρδου Βύρωνα, ο Δήμος δηλώνοντας την ευγνωμοσύνη του προς αυτόν, αλλά και προς τον ποιητή λόρδο Σέλλεϋ ενέκρινε το 1924 τη μετονομασία της οδού Τριπόδων σε Σέλλεϋ και ποσό 5.000 δρχ. για την ανέγερση αναθηματικής στήλης στην οδό Βύρωνος, όπου κατοικούσε ο ποιητής (εικ. 5).

Αρκετές σχετικές πρωτοβουλίες τελικά δεν υλοποιήθηκαν. Για το μνημείο του Γεωργίου Καραϊσκάκη, αν και αρχικά υπήρχε η σκέψη ενός Μαυσωλείου, αποφασίστηκε το 1874 η ανέγερση ενός ανδριάντα σε πλατεία της πόλης. Το μνημείο δεν πραγματοποιήθηκε τότε, αλλά περίπου έναν αιώνα αργότερα [σημ. 13].

Με αφορμή τον εορτασμό της Εκατονταετηρίδας του βασιλέα Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας στο Μόναχο, αποφασίστηκε το 1888 η ανέγερση στην ομώνυμη πλατεία της Αθήνας μαρμάρινου ανδριάντα φιλοτεχνημένου από Έλληνα γλύπτη, που επίσης δεν πραγματοποιήθηκε [σημ. 14].

3. Δωρεές

Σε αρκετές περιπτώσεις δωρήθηκαν στον Δήμο γλυπτά από πλούσιους ομογενείς ή συλλόγους. Σημαντική και πρώτη ήταν η δωρεά το 1884 του λόρδου de Bute, επτά χάλκινων αντίγραφων γλυπτών της Πομπηίας και της Ηράκλειας, φιλοτεχνημένα από Έλληνες γλύπτες της Ιταλίας κατά την Ελληνιστική περίοδο, που τοποθετήθηκαν το 1885 στον κήπο της πλατείας Συντάγματος [σημ. 15] (εικ. 6).

Από την οικογένεια του ίδιου δωρητή [σημ. 16] προσφέρθηκε το 1931 ο ανδριάντας του Άγγλου πολιτικού Γεωργίου Κάνινγκ, έργο του γλύπτη Francis Leggatt Chantrey.

Στις δωρεές συγκαταλέγονται ο μαρμάρινος ανδριάντας του Κωνσταντίνου Κανάρη, έργο του γλύπτη Λάζαρου Φυτάλη [σημ. 17] που παραχωρήθηκε από τις οικογένειες Νεγρεπόντη και Ράλλη το 1937, η μαρμάρινη προτομή του Ιωάννη Πολέμη, έργο του γλύπτη Λουκά Δούκα, από το περιοδικό Διάπλαση των Παίδων το 1927 [σημ. 18] και η μαρμάρινη προτομή του Εμμανουήλ Ξάνθου, έργο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου [σημ. 19], από τον Σύλλογο Δωδεκανησίων Φιλοπάτριδων το 1930.

Σπανιότερα παραχωρούνται στην πόλη μνημεία που αποκτήθηκαν με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, όπως το αντίγραφο του γλυπτού Δισκοβόλος, έργο του γλύπτη Κώστα Δημητριάδη [σημ. 20] που παραχωρήθηκε το 1927 και ο Έφηβος το 1939, έργο του γλύπτη Θανάση Απάρτη, παραγγελία της Διοίκησης Πρωτευούσης ως μνημείο της Ελληνικής Νεότητας [σημ. 21].

Τα αντίγραφα των προτομών του Περικλή και της Ασπασίας, που βρίσκονται στο Βατικανό και δωρήθηκαν στον Δήμο Αθηναίων το 1931 από το ζεύγος Παναγιώτη και Ιωάννας Αριστόφρονος, κόσμησαν την αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου.

4. Χωροθέτηση

Η χωροθέτηση των γλυπτών, ως στοιχείων του κοινόχρηστου χώρου της πόλης, αποτελούσε αρμοδιότητα του Δήμου, με την τελική έγκριση της Νομαρχίας.

Η τοποθέτησή τους επέφερε συνήθως διγνωμία ανάμεσα στους δημοτικούς συμβούλους, αντιρρήσεις από τη Νομαρχία και κριτική από τον Τύπο. Η ανέγερση ενός μνημείου σε δημόσιο χώρο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός και όλοι εξέφραζαν γνώμη κρίνοντας τη θέση, το βάθρο αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο.

Η επιλογή της θέσης των γλυπτών διαμορφωνόταν έπειτα από εισήγηση της αρμόδιας επιτροπής καλλωπισμού. Σεβαστή ωστόσο ήταν και η άποψη των δημιουργών των έργων. Αργότερα με την ανάπτυξη της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου, ρόλο εισηγητή ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες που τη στελέχωναν. Η χωροθέτηση ακολουθούσε τη διάταξη των χώρων, αναδεικνύοντας τις συμμετρικές γεωμετρικές συνθέσεις τους.

Τα πρώτα διακοσμητικά γλυπτά προορίστηκαν για τον καλλωπισμό του σημαντικότερου δημόσιου κήπου της πόλης. Οι Δορκάδες τοποθετήθηκαν το 1884 στον κήπο των Μουσών και η αρχική τους θέση [σημ. 22] καθορίστηκε συμμετρικά στην απόληξη της κεντρικής κλίμακας που συνέδεε τον κήπο και την πλατεία Συντάγματος, δεξιά και αριστερά αυτής. Τα επτά χάλκινα αντίγραφα της δωρεάς του de Bute κόσμησαν ένα χρόνο αργότερα την ίδια πλατεία.

Ο Ξυλοθραύστης τοποθετήθηκε το 1908 σε μαρμάρινο βάθρο στην πλατεία πίσω από τη Ρώσικη Εκκλησία (σήμερα πλ. Ραλλούς Μάνου), με φύτευση και μεταλλική περίφραξη του περιβάλλοντα χώρου (εικ. 7). Η θέση αυτή είχε θεωρηθεί τότε κατάλληλη λόγω του αρμονικού περιβάλλοντα χώρου και του μεγέθους της πλατείας που επέτρεπε τη χαμηλή βάση που απαιτούσε το έργο. Η επιλογή αυτή αργότερα κρίθηκε εγκληματική από καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής, αλλά και από τον αρχιτέκτονα και δημοτικό σύμβουλο Αλέξανδρο Νικολούδη, που υποστήριξε το 1927 στο Δημοτικό Συμβούλιο ότι το έργο έχασε την αξία του λόγω της ακατάλληλης τοποθέτησής του. Τελικά, το γλυπτό μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση στο Ζάππειο, μόλις το 1958.

Το σύμπλεγμα ο Θησεύς σώζων την Ιπποδάμειαν αφιερώθηκε και αυτό για τον καλλωπισμό της ενιαίας πλέον πλατείας Συντάγματος και τοποθετήθηκε το 1924 σε μαρμάρινο βάθρο, αξονικά με την κεντρική κλίμακα και την είσοδο των Ανακτόρων. Αλλά και για αυτήν την τοποθέτηση υπήρξαν προβληματισμοί. Σε δημοσίευμα της εποχής [σημ. 23] ασκήθηκε κριτική από τον Ιωάννη Δραγάτση, έφορο Αρχαιοτήτων Πειραιά, για τη συνολική τοποθέτηση. Η πλατεία Συντάγματος θεωρήθηκε ακατάλληλη, αφού σύμφωνα με τη γνώμη του τα διακοσμητικά έργα είχαν θέση σε κήπους, ενώ στο κέντρο των Αθηνών ήταν προτιμότερο να ανεγείρονται ανδριάντες από το ελληνικό Πάνθεον. Η διαδεδομένη αυτή αντίληψη οδήγησε πιθανά στη μεταφορά του γλυπτού το 1938 στην πλατεία Κυριακού (σημερινή πλατεία Βικτωρίας).

Για τη χωροθέτηση του γλυπτού Δισκοβόλος, αρχικά ο Δήμαρχος Σπύρος Πάτσης είχε προτείνει τον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου σε παραλληλισμό της αρχαίας με τη νεότερη τέχνη. Ύστερα όμως από αίτημα της Επιτροπής των Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, αποφασίστηκε η θέση του παλαιού Αγγλικανικού Νεκροταφείου μπροστά από το Στάδιο, με τη συνηγορία των δημοτικών συμβούλων αρχιτεκτόνων Αλέξανδρου Νικολούδη και Ανδρέα Κριεζή. Η τελική θέση και η κατασκευή του βάθρου καθορίστηκαν το 1927 από επιτροπή δημοτικών συμβούλων και του δημιουργού, υπό την προεδρεία του Δημάρχου (εικ. 8).

Ο Έφηβος, αν και αρχικά προοριζόταν να τοποθετηθεί στη λεωφόρο Β. Όλγας, τοποθετήθηκε το 1940 στο αλσύλλιο της οδού Μουστοξύδη, μπροστά από τη Σχολή Ευελπίδων [σημ. 24].

Οι προτομές και οι ανδριάντες τοποθετούνταν συνήθως στον προαύλειο χώρο δημόσιων κτηρίων, σε προβλεπόμενες θέσεις από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό [σημ. 25] που αναδεικνύονταν από την προτεινόμενη φύτευση [σημ. 26]. Οι θέσεις αυτές δεν απαιτούσαν τη συναίνεση του Δήμου και επιλέχθηκαν λόγω της σχέσης του απεικονιζόμενου με το κτήριο.

Για όσα έργα τοποθετήθηκαν σε κοινόχρηστους χώρους, προτιμήθηκαν από τον Δήμο κεντρικές, περίβλεπτες και ευρύχωρες θέσεις. Για το λόγο αυτό πολλά γλυπτά τοποθετήθηκαν στον κήπο του Ζαππείου, δημόσια γη παραχωρημένη από το 1869 στην Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, που προσφερόταν για το σκοπό αυτό. Το κεντρικότερο σημείο της πόλης, ο Κήπος των Μουσών-πλατεία Συντάγματος, στενά συνδεδεμένος με την πολιτική ζωή του τόπου, διαφυλάχθηκε για ένα πανελλήνιο ηρώο σε πραγματοποίηση ψηφίσματος της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους το 1829, που όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Στο πλαίσιο αυτό, είχε εκπονήσει ο γνωστός αρχιτέκτονας E. Ziller το 1870 σε ανάθεση του βασιλέα Γεωργίου Α’ πρόταση ενός κεντρικού μνημείου στην πλατεία Συντάγματος [σημ. 27] (εικ. 9).

Ως καταλληλότερη θέση για το μνημείο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη αποφασίστηκε από την επιτροπή καλλωπισμού το 1902 η είσοδος του Κήπου των Μουσών. Η θέση της πλατείας Κολοκοτρώνη θεωρήθηκε στενή, ενώ οι καλλιτέχνες Νικηφόρος Λύτρας και Γεώργιος Ιακωβίδης υποστήριξαν ότι το μέγεθος του ανδριάντα ήταν δυσανάλογο με το μέγεθος της συγκεκριμένης πλατείας. Προτάθηκε επίσης και ο κήπος του Πανεπιστημίου.

Τελικά η Νομαρχία ενέκρινε την πλατεία Κολοκοτρώνη, σύμφωνα και με τη γνώμη του καλλιτέχνη του έργου. Ο Λάζαρος Σώχος προτίμησε τη θέση αυτή, γιατί το γλυπτό θα είχε δική του οντότητα, ενώ απέρριψε το Ζάππειο γιατί θεώρησε ανάρμοστη την προβολή του γλυπτού στον Παρθενώνα. Σε αντίθετη περίπτωση προτίμησε την άκρη της πλατείας Συντάγματος, με την κατασκευή ενός άλλου ανδριάντα συμμετρικά, αφού στο μέσον ήταν πρέπον να τοποθετηθεί ένα πανελλήνιο ηρώο. Ο ανδριάντας τοποθετήθηκε τελικά το 1904 στην πλατεία Κολοκοτρώνη, αφού δεν δικαιώθηκε η έφεση του Δήμου κατά της απόφασης της Νομαρχίας (εικ. 10).

Οι υπόλοιποι ανδριάντες και οι προτομές είχαν άμεση σχέση με το συγκεκριμένο χώρο ανέγερσης, όπως ο ανδριάντας του Ιωάννη Βαρβάκη, για τον οποίο εγκρίθηκε το 1884 η τοποθέτησή του στη φερώνυμη πλατεία μπροστά από το Βαρβάκειο Λύκειο. Δύο χρόνια αργότερα το Δημοτικό Συμβούλιο, ύστερα από αίτηση του Βαρβακείου Κληροδοτήματος, αποφάσισε την τοποθέτησή του στο μεσημβρινό μέρος της πλατείας της Ομονοίας, απόφαση που ακυρώθηκε από τη Νομαρχία. Τελικά ο ανδριάντας που φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Λεωνίδα Δρόση τοποθετήθηκε το 1889 στον κήπο του Ζαππείου [σημ. 28]. Στην πλατεία του ίδιου χώρου αποφασίστηκε η τοποθέτηση του ανδριάντα του Ανδρέα Συγγρού το 1889 [σημ. 29] και η προτομή του Ιωάννη Πολέμη το 1930.

Σε φερώνυμες πλατείες αποφασίστηκε το 1888 να τοποθετηθούν ο ανδριάντας του βασιλέα Λουδοβίκου Α’, χωρίς τελικά να πραγματοποιηθεί, το 1931 ο ανδριάντας του Κάνινγκ και το 1938 η μαρμάρινη προτομή του Λορέντζου Μαβίλη, αντίγραφο έργου του γλύπτη Πέτρου Ρούμπου που βρίσκεται στην Κέρκυρα.

Με γνώμονα την ιδιότητα των προσώπων, η προτομή του Σπύρου Σαμάρα τοποθετήθηκε το 1917 στον κήπο του Δημοτικού Θεάτρου, λόγω της σχέσης του μουσουργού με το Θέατρο [σημ. 30] και η προτομή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη το 1923 στην πλατεία Δεξαμενής, όπου ήταν το ερημητήριο του συγγραφέα. Στο κέντρο της πλατείας των Φιλικών στο Κολωνάκι, ώστε να είναι ορατή από τους γύρω δρόμους και από τη λεωφ. Κηφισίας [σημ. 31], τοποθετήθηκε το 1930 η προτομή του Εμμανουήλ Ξάνθου, ενώ ο ανδριάντας του Κωνσταντίνου Κανάρη τοποθετήθηκε επτά χρόνια αργότερα στην πλατεία Κυψέλης κοντά στην κατοικία του ήρωα.

Η προτομή της Βασίλισσας Όλγας τοποθετήθηκε στο άλσος του Ευαγγελισμού το 1936, μετά τη διαμόρφωσή του από τον Δήμο σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Η χωροθέτηση δεν σχετιζόταν με το νοσοκομείο, αλλά με τη Φιλοδασική Ένωση Αθηνών που είχε την πρωτοβουλία ανέγερσης του μνημείου και στην οποία είχε παραχωρηθεί ο χώρος το 1925 από το Υπουργείο Γεωργίας.

Συνοψίζοντας, η δραστηριότητα που ανέπτυξε ο Δήμος Αθηναίων παρά τα οικονομικά του προβλήματα και τις πολλές αρμοδιότητες στις οποίες ήταν αδύνατον να ανταποκριθεί, δεν ήταν αμελητέα. Δεν κατόρθωσε όμως να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δημόσιας γλυπτικής στην πόλη, ενώ οι επεμβάσεις του ήταν αποσπασματικές. Το γεγονός αυτό δεν τον εμπόδισε να συμμετάσχει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της εικόνας της πόλης, παρότι στον τομέα αυτό πρωταγωνιστούσαν διάφοροι άλλοι φορείς.

 

Μαρία Δανιήλ, Αρχιτέκτων, Msc ΕΜΠ «Προστασία Μνημείων»

* Το άρθρο αποτελεί τμήμα της υπό εκπόνησης διδακτορικής διατριβής με θέμα «Το έργο της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων, 1835-1940», που εκπονείται από τη γράφουσα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ. Η βασική πληροφόρηση αντλήθηκε από τις Πράξεις του Δημοτικού Συμβουλίου των ετών 1842-1940.