Η κοινή υπουργική απόφαση από το Υπουργείο Οικονομικών και Τουρισμού «Τέλη φωτογράφησης-κινηματογράφησης και χρήσης οπτικοακουστικών έργων και απεικονίσεων αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων, μνημείων, μουσειακών εκθέσεων και συλλογών. Τέλη πραγματοποίησης εκδηλώσεων σε αρχαιολογικούς χώρους, ιστορικούς τόπους και ακίνητα μνημεία» που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 30.12.2011, προκάλεσε σωρεία δημοσιευμάτων στον ξένο Τύπο, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ μνημεία όπως η Ακρόπολη παρουσιάζονται ως υπό ενοικίαση χώροι. Τίτλοι όπως «Ενοικιάζεται η Ακρόπολη» (Le Point), «Η Ακρόπολη υποκύπτει στην κρίση χρέους» (Bloomberg), «Ενοικιάζεται η Ακρόπολη για λιγότερα από 2.000 $ την ημέρα» (The Sydney Morning Herald) μαρτυρούν το πνεύμα στο οποίο κινείται ο ξένος Τύπος σχετικά με το θέμα.
Συγκεκριμένα, το πρακτορείο AFP γράφει: «Με μια κίνηση που θα αφήσει εμβρόντητους πολλούς Έλληνες και ακαδημαϊκούς, το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε την Τρίτη ότι θα ανοίξει ορισμένους από τους πιο αξιόλογους αρχαιολογικούς χώρους της πληγείσας από την κρίση χώρας σε διαφημιστικές εταιρείες και άλλες επιχειρήσεις.
»Σύμφωνα με το Υπουργείο, η κίνηση αποτελεί έναν ευνόητο τρόπο “διευκόλυνσης” της πρόσβασης στα αρχαία ελληνικά μνημεία της χώρας, ενώ τα έσοδα που θα αποφέρει [η κίνηση αυτή] θα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότησης συντήρησης και φύλαξης των χώρων. Ο πρώτος αρχαιολογικός χώρος που θα ανοίξει θα είναι η Ακρόπολη.
»Οι αρχαιολόγοι, παρ’ όλα αυτά, επί δεκαετίες επικρίνουν σφοδρά μια τέτοια κίνηση ως ιεροσυλία.
»Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση που εκδόθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου, μια εμπορική εταιρεία θα μπορεί να ενοικιάζει την Ακρόπολη για επαγγελματικές φωτογραφικές λήψεις αντί ποσού που δεν θα ξεπερνά τα 1.600 ευρώ την ημέρα. Διαδηλωτές θα μπορούν επίσης να νοικιάζουν το σήμα κατατεθέν της αρχαίας Ελλάδας.
»Η Ελλάδα έχει ανάγκη από το κάθε ευρώ που μπορεί να κερδίσει. Τα δημόσια ταμεία της χώρας έχουν στραγγίξει (…).
»Η εμπορική χρήση των αρχαιολογικών μνημείων της χώρας μέχρι τώρα υπαγόταν στις αρμοδιότητες του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, που ήταν πολύ επιλεκτικό για το ποιος θα έχει πρόσβαση σε αυτά.
»Τις τελευταίες δεκαετίες ελάχιστοι άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους δύο σκηνοθέτες, η Ελληνοκαναδέζα Νία Βαρντάλος και ο Αμερικανός Φράνσις Φορντ Κόπολα, μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν [ως χώρο κινηματογράφησης] την Ακρόπολη, ενώ τα περισσότερα αιτήματα που προέρχονταν από εταιρείες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών και διαφημίσεων απορρίφθηκαν».
Το Υπουργείο Πολιτισμού εξέδωσε σήμερα Δελτίο Τύπου, διασαφηνίζοντας ότι «δεν αλλάζει ούτε το καθεστώς ούτε η ακολουθούμενη πολιτική στο ζήτημα της φωτογράφησης και κινηματογράφησης μνημείων και αρχαιολογικών χώρων και χρήσης/εμπορικής εκμετάλλευσης του εν λόγω υλικού». Επομένως, θα ακολουθείται η ίδια διαδικασία που ίσχυε μέχρι τώρα για τη χορήγηση άδειας, συγκεκριμένα «παραμένουν σε ισχύ οι σχετικές διατάξεις της ΥΑ του 2005».
Το Υπουργείο εξηγεί το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο προχώρησε στην υπουργική απόφαση του Δεκεμβρίου του 2011 ως εξής: «Νέα Υπουργική Απόφαση, με την οποία αναπροσαρμόζονται τα τέλη δημοσίευσης και αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού τους, επεξεργάστηκαν το Τ.Α.Π.Α. και οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟΤ, κατόπιν οδηγίας του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, Παύλου Γερουλάνου (η σχετική απόφαση δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 3046 Β/30.12.2011).
»Τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες εκδότες αδυνατούσαν να προβούν στην έκδοση βιβλίων, λευκωμάτων και άλλων εντύπων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, λόγω των ιδιαίτερα υψηλών τελών τα οποία θεσπίζονταν με τη σχετική Υπουργική Απόφαση του 2005.
»Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα: πρώτον, οι ελληνικές εκδοτικές επιχειρήσεις να στερούνται σημαντικά έσοδα, δεύτερον, τα πωλητήρια των Μουσείων και των Αρχαιολογικών Χώρων της χώρας να παραμένουν άδεια από ελληνικές εκδόσεις εκθέτοντας τη χώρα στους επισκέπτες της και τρίτον, να αποστερείται το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων από πολύτιμους πόρους.
»Mε τις ρυθμίσεις της νέας ΥΑ αφενός μεν ικανοποιείται ένα εύλογο και πάγιο αίτημα του ελληνικού εκδοτικού κόσμου, αφετέρου δε υπηρετείται η ανάγκη να μην αποστερείται η τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της χώρας από ένα μέσο (διεθνούς) προβολής της.»