Μια σειρά αρχαιολογικών θησαυρών του νομού Λάρισας, που κινδύνευαν από τη φθορά του χρόνου, με κάποιους απ’ αυτούς να έχουν λεηλατηθεί στο παρελθόν, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για τη διάσωση ιστορικών πολύτιμων στοιχείων τους, βρήκαν αισίως την προσοχή που τους αρμόζει.
Επί χρόνια αράχνιαζαν στα συρτάρια οι μελέτες για ανάδειξη, συντήρηση και αποκατάστασή τους, μέχρι που δόθηκε πρόσφατα το πράσινο φως, μέσω του ΕΣΠΑ και άμεσα ξεκίνησαν πυρετωδώς οι εργασίες.
Έτσι, αν και μέσω οικονομικής κρίσης, αυτή η περίοδος μπορεί να χαρακτηριστεί η καλύτερη των τελευταίων χρόνων για την αρχαιολογική σκαπάνη στο νομό Λάρισας, καθώς αναδεικνύονται, με ταυτόχρονες εργασίες, πέντε σπουδαίοι αρχαιολογικοί χώροι του, υπό την ευθύνη των δύο αρχαιολογικών Εφορειών, της ΙΕ′ Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Λάρισας και της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας.
Αναλυτικότερα για την ιστορική σημασία των πέντε αυτών αρχαιολογικών χώρων, οι δύο Εφορείες μας έδωσαν τα παρακάτω στοιχεία αντίστοιχα προκειμένου να τους γνωρίσουμε:
Κραννώνας
Σύμφωνα με στοιχεία της ΙΕ′ Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Λάρισας, όσο αφορά στον Κραννώνα, πρόκειται για τα λείψανα της αρχαίας Κραννώνας, σημαντικότατης πόλης της Πελασγιώτιδας, που άκμασε κυρίως κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους (6ος-4ος αι. π.Χ.) και έχουν εντοπιστεί 25 χλμ. νοτιοδυτικά της Λάρισας και 2 χλμ. προς την ίδια κατεύθυνση από την ομώνυμη σύγχρονη κοινότητα.
Αναλυτικότερα η αρχαιολογική υπηρεσία μας πληροφορεί ότι: «Η σπουδαία της θέση στο εύφορο νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδας, βόρεια του οροπεδίου που σχηματίζεται ανάμεσα στα όρη Χαλκηδόνιον και Φυλλήιον, φυσικό πέρασμα από την πεδιάδα της Λάρισας προς αυτή της Φαρσάλου, την καθιστούν μία από τις πλουσιότερες πόλεις της αρχαίας Θεσσαλίας. Από παλιότερους ερευνητές η πόλη συνδέθηκε με την ομηρική πόλη Εφύρα (Όμηρος, Ιλιάδα 13,301). Η ονομασία Κραννών, σύμφωνα με μια ετυμολογία, προέρχεται από την αιολική λέξη κράννα, που σημαίνει κρήνη.
Η Κραννών αποτέλεσε την έδρα της ισχυρής φατρίας των Σκοπάδων, η οποία διοίκησε την πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Ήδη από το 480 π.Χ. κόβει δικά της αργυρά και χάλκινα νομίσματα, γεγονός που αποδεικνύει τον πλούτο της πόλης. Την περίοδο αυτή ακολουθεί την πολιτική των Αλευάδων της γειτονικής Λάρισας. Από τον 4ο αι. π.Χ. αρχίζει σιγά-σιγά να έχει τον κυρίαρχο ρόλο στις εξελίξεις, καθώς οι συγκοινωνίες άρχισαν να επηρεάζουν την ανάπτυξη μιας πόλης. Τον 4ο αι. π.Χ. κυβερνά στην Κραννώνα ο τύραννος Δεινίας των Φερών, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές. Η περιοχή της Κραννώνας αποτέλεσε πεδίο σημαντικών μαχών, όπως αυτής του έτους 322 π.Χ., όταν ο μακεδόνας στρατηγός Αντίπατρος νίκησε τους Έλληνες στο λαμιακό πόλεμο. Σταδιακά η πόλη αρχίζει να χάνει τη σημασία της. Χαρακτηριστικό είναι ότι κανένας στρατηγός του Κοινού των Θεσσαλών δεν κατάγεται από την Κραννώνα μετά το 196 π.Χ.».
Σύμφωνα με πληροφορίες της ΙΕ′ Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Λάρισας, από ανασκαφές έχουν αποκαλυφθεί πυραμιδοειδείς τάφοι και κεραμικοί κλίβανοι-εργαστήρια. Αναλυτικότερα έχουν ανασκαφεί τρεις ταφικοί τύμβοι κλασικής περιόδου, πλήθος άλλων τάφων, κυρίως κιβωτιόσχημων Κλασικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου. Επίσης έχει ερευνηθεί νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου με πλούσια κτερίσματα, το οποίο είχε κατασκευαστεί πάνω σε προϊστορικό οικισμό (μαγούλα). Έχει εντοπιστεί ακόμη στο ψηλότερο σημείο της κλασικής πόλης η οχυρωμένη ακρόπολη και έχει επισημανθεί στην κάτω πόλη η αγορά της. Τέλος αποκαλύφθηκαν δύο κεραμικοί κλίβανοι υστεροεληνιστικών χρόνων και τμήμα ελληνιστικών οικιών.
Παλαιόσκαλα
Για τον αρχαιολογικό χώρο της Παλαιόσκαλας, η ΙΕ′ Εφορεία Κλασικών Αρχαιοτήτων, αναφέρει: «Ο προϊστορικός οικισμός στη θέση Παλαιόσκαλα, ήταν κτισμένος πολύ κοντά στην ανατολική όχθη της αποξηραμένης σήμερα λίμνης Κάρλας —ή Βοιβηίδος κατά την αρχαιότητα— και απλώνεται στις παρυφές των δυτικών κλιτύων του Μαυροβουνίου. Βρίσκεται περίπου 47 χιλ. νοτιοανατολικά της Λάρισας, 5 χιλ. νότια από το χωριό Καλαμάκι, του Δήμου Κιλερέρ του Νομού Λάρισας.
Στη θέση Παλαιόσκαλα διενεργήθηκε ανασκαφή που έφερε στο φως προϊστορικό οικισμό με τη μορφή μαγούλας. Με βάση τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και την κεραμική ο οικισμός μπορεί να χρονολογηθεί στην τελική Νεολιθική περίοδο. Η ανασκαφή στον οικισμό δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, έτσι τα δεδομένα και τα στοιχεία για τον οικισμό αυτό παραμένουν πενιχρά, χωρίς να μπορούν να αξιοποιηθούν περισσότερο. Στον οικισμό διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα κατά τα έτη 2001 και 2002 σε έκταση 3,5 στρεμμάτων, στα πλαίσια της κατασκευής του Συλλεκτήρα 3 του Ταμιευτήρα Κάρλας».
Ναός της Παναγίας στο Πύθιο
Η 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας αναφέρει για τον ιερό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Πύθιο του 16ου αιώνα (1638) ότι έχει αξιόλογες τοιχογραφίες και το μοναδικό κυκλικό καμπαναριό στην Ελλάδα. Οι εργασίες που θα γίνουν αφορούν στη συντήρηση και αποκατάσταση του ναού καθώς και του περιβάλλοντα χώρου του.
Κάστρο Βελίκας
Η 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μας πληροφορεί γι’ αυτό το μνημείο τα εξής: «Είναι οχύρωση των παλαιοχριστιανικών χρόνων (4ος-5ος αιώνας μ.Χ.), που βρίσκεται στο λόφο ανατολικά της μονής Θεολόγου Μελιβοίας, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. Κτίσθηκε στη θέση της ακρόπολης της αρχαίας Μελίβοιας, της πόλης του Ομηρικού βασιλιά Φιλοκτήτη, που καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ. Προσφέρει εποπτεία σε όλους τους παράλιους οικισμούς, από το ακρωτήριο Δερματάς μέχρι το Μαυροβούνι, που ανήκαν στην επικράτεια της αρχαίας πόλης και βρίσκονταν κατά μήκος του παραθαλάσσιου δρόμου από τη Μακεδονία προς τη νότια Ελλάδα. Το κάστρο έχει έκταση 23 στρεμμάτων με πάχος τείχους 2 μέτρα, ενώ το ύψος του φθάνει κατά τόπους τα 3 μέτρα. Στην ανατολική και νότια πλευρά, που σώζονται σε μεγαλύτερο ύψος, έχουν αποκαλυφθεί πέντε πύργοι και δύο πύλες. Στη νότια πλευρά, παράλληλα με το βυζαντινό τείχος, διατηρείται σημαντικό τμήμα της αρχαίας οχύρωσης.
Στο εσωτερικό του κάστρου σώζονται αρκετά κτίσματα, όπως φάνηκε από τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες, οι οποίες εκτός των άλλων, έφεραν στο φως πολλά τμήματα αποθηκευτικών αγγείων για τα κύρια προϊόντα της περιοχής, που ήταν το κρασί και το λάδι. Στους πρόποδες του λόφου σώζονται αρχαία νεκροταφεία, ενώ στην πεδινή παραθαλάσσια περιοχή, όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη, αποκαλύφθηκε μεγάλο παλαιοχριστιανικό συγκρότημα του 6ου αι. μ.Χ., με ελαιοτριβείο και αποθηκευτικούς χώρους, κτισμένο δίπλα σε παλαιοχριστιανική εκκλησία».
Μονή Αγίου Παντελεήμονα στην Αγιά
Πρόκειται για το μοναδικό μοναστήρι της ευρύτερης περιοχής της Αγιάς, που βρίσκεται σήμερα σε λειτουργία. Ο ναός είναι σημαντικό κτίσμα του 16ου αιώνα, κτισμένο σε θέση Παλαιολόγειου μνημείου.
Σύμφωνα με την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, «είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος αθωνίτικου τύπου με τρούλο, που τοιχογραφήθηκε στα 1724 από τον Πελοποννήσιο μοναχό Γαβριήλ και είναι κατάγραφος με πλήθος παραστάσεων. Σώζεται επίσης η τράπεζα, με τοιχογραφίες του 1616, όπου υπάρχουν σκηνές από τη ζωή των πρωτοπλάστων. Το σημαντικότερο στοιχείο του συγκροτήματος είναι ο διώροφος πύργος της εισόδου, με παρεκκλήσι τοιχογραφημένο στον όροφο, ενώ τα παλιά κελιά έχουν καταρρεύσει».