Διά γυμνού οφθαλμού η λευκή κονιώδης ουσία φαινόταν να είναι κάτι σαν ασβεστοκονίαμα. Αυτό τουλάχιστον υπέθεσαν αρχικά οι αρχαιολόγοι μιας ανασκαφής στο Ισραήλ.

Για να βεβαιωθούν υπέβαλαν τη «σκόνη» σε φασματοσκοπική ανάλυση και την εξέτασαν στο πετρογραφικό μικροσκόπιο, για να ανακαλύψουν ότι δεν επρόκειτο για μια τεχνητή ουσία, αλλά για αποσυντεθειμένο φυτικό και περιττωματικό υλικό.

Αυτό για τους αρχαιολόγος της Leon Levy Expedition στην Ασκελόν σήμαινε πως τα κτιριακά κατάλοιπα που πίστευαν ότι κατοικούνταν από ανθρώπους πιθανότατα φιλοξενούσαν ζώα. Η αποκάλυψη αυτή ανέτρεψε πλήρως την άποψή τους για την όλη ανασκαφή.

«Για τους αρχαιολόγους», όπως είπε ο συν-επικεφαλής της αποστολής Daniel M. Master, «πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα σε ένα ανάκτορο και σε ένα στάβλο».

Το πάντρεμα αυτό ανθρωπιστικών και φυσικών επιστημών είναι ένας νέος σχετικά επιστημονικός κλάδος τον οποίο ο Steve Weiner, διευθυντής του Kimmel Center for Archaeological Science στο Ινστιτούτο Weizmann στο Ισραήλ, που συμμετέχει στην ανασκαφή, έχει ονομάσει μικροαρχαιολογία.

Η προσέγγιση του Ινστιτούτου Weizmann «δεν έχει να κάνει ούτε με τα εργαλεία ούτε με τις μεθοδολογίες», λέει ο Δρ Weiner, «αλλά με το να επιλύεις αρχαιολογικά προβλήματα με τη βοήθεια σύγχρονων μεθόδων – τόσο επιτόπου, στο πεδίο, όσο και στο εργαστήριο».

Οι αρχαιολόγοι από το Ινστιτούτο Weizmann έχουν στήσει ένα μικρό εργαστήριο στην ανασκαφική θέση, και διαθέτουν τον απαραίτητο εξοπλισμό για να μπορούν να ερευνήσουν την αρχαιομεταλλουργία, το αρχαίο DNA, να κάνουν ραδιοχρονολογήσεις και μικροσκοπική μελέτη αρχαιολογικών ιζημάτων (μικρομορφολογία). Έχουν επίσης παραγγείλει μια συσκευή φασματογραφίας μάζας μέσω επιταχυντή, αξίας 2 εκατ. $.

Το Ινστιτούτο Weizmann έχει αναπτύξει μια νέα, ολιστική προσέγγιση της αρχαιολογίας, που ξεκινά από την ανασκαφή, όπου η ομάδα εντοπίζει ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις, και συνεχίζεται διαδραστικά ανάμεσα στην ανασκαφή και στο εργαστήριο.

Ο Δρ Master είπε: «Η ομάδα του Steve απέδειξε ότι η λεπτή στιβάδα που οι αρχαιολόγοι ονόμαζαν τμήματα ασβεστοκονιάματος ήταν στην πραγματικότητα φυτικά κατάλοιπα. Ύστερα, η ομάδα του παρουσίασε τρόπους ανάλυσης αυτών των φυτών, μέσω των οποίων μπορεί να εντοπιστούν οι διαφορές ανάμεσα σε σπόρους και σε φυτικά κατάλοιπα αναμεμειγμένα με ζωικά περιττώματα».

Ο Δρ Master και ο Lawrence E. Stager, διευθυντής του Semitic Museum του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ο οποίος επιβλέπει την ανασκαφή εδώ και 25 χρόνια, εγκαινίασε αυτή τη συνεργασία με το Kimmel Center, που αποδείχτηκε ωφέλιμη για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Για παράδειγμα, το κινητό εργαστήριο επιτρέπει στην αποστολή να αναλύει άμεσα τα δείγματα και να προσαρμόζει τις ανασκαφικές μεθόδους ανάλογα με τα αποτελέσματα του εργαστηρίου. Η εφαρμογή τεχνικών επιστημονικών μεθόδων για την επίλυση ερωτημάτων που προκύπτουν στην ανασκαφή ακονίζει τις ερευνητικές ικανότητες των ειδικών του Kimmel Center. Τέτοιου είδους συνεργασίες έχουν υπάρξει και σε άλλες περιπτώσεις, όμως είναι σπάνιες για έναν κλάδο που τοποθετείται ανάμεσα στις ανθρωπιστικές σπουδές και τις φυσικές επιστήμες.

«Στο Ισραήλ, η αρχαιολογία περιλαμβάνεται στους κλάδους ανθρωπιστικών επιστημών», λέει ο Δρ Weiner. Αυτό σημαίνει ότι οι αρχαιολόγοι δεν μαθαίνουν να χρησιμοποιούν και να επωφελούνται από τα σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία άλλων επιστημών.

Παρόλο που τόσο οι φυσικοί επιστήμονες, οι οποίοι έλκονται από τα συναρπαστικά αρχαιολογικά ερωτήματα, όσο και οι αρχαιολόγοι που ανυπομονούν για τις απαντήσεις της εργαστηριακής έρευνας, έχουν όλη την καλή θέληση, υπάρχει ένα χάσμα κακής επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο πεδία, εξηγεί ο Weiner. «Συχνά, αυτό έχει ως συνέπεια να γίνεται η μέγιστη προσπάθεια για το ελάχιστο αποτέλεσμα».

«Η συνεργασία με την Leon Levy Expedition σημαίνει ότι ανασκάπτουμε, αναλύουμε δείγματα μέσα σε μερικά λεπτά, παίρνουμε τα αποτελέσματα, αλλάζουμε τη στρατηγική μας, συλλέγουμε όσο το δυνατόν περισσότερα δείγματα και συνεχίζουμε τις αναλύσεις στο κινητό εργαστήριο και, ανάμεσα στις ανασκαφικές περιόδους, στα κανονικά εργαστήρια».

Έτσι, μπορεί να αλλάξει η αρχαιολογική ερμηνεία ενός ολόκληρου κτιρίου, με βάση τις ανθρώπινες δραστηριότητες που μαρτυρούν τα εξεταζόμενα δείγματα. Για παράδειγμα, η ανακάλυψη ότι η λευκή σκόνη δεν ήταν κονίαμα οδήγησε τους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι στο κέντρο μιας πόλης της Εποχής του Σιδήρου υπήρχε μια αγροτική οικονομία.

«Προσπαθούμε να επιλύσουμε τα αρχαιολογικά ερωτήματα χρησιμοποιώντας τα μακροσκοπικά δεδομένα –ό,τι βλέπουμε- και τα μικροσκοπικά δεδομένα – τα οποία αποκαλύπτονται στο εργαστήριο», λέει ο Weiner.