Όταν ένα χρόνο μετά των Πόλεμο των Έξι Ημερών ήρθαν οι μπουλντόζες για την εκσκαφή των θεμελίων σπιτιών στο λόφο Givat Hamivtar της ανατολικής Ιερουσαλήμ, ο οποίος είχε καταληφθεί από το Ισραήλ, έπεσαν πάνω σε τάφους. Αναμενόμενο για μια περιοχή που κατοικούνταν επί περισσότερα από 5.000 χρόνια. Κανονικά, σε τέτοιες περιπτώσεις, τα οστά αφαιρούνται από τους τάφους, εξετάζονται από αρχαιολόγους και στη συνέχεια θάβονται ξανά σε κάποιο άλλο σημείο. Αυτή τη φορά όμως, οι μπουλντόζες έπεσαν πάνω σε κάτι για το οποίο δεν μπορούσε να ακολουθηθεί χωρίς δεύτερη σκέψη η πεπατημένη: ήταν μια λίθινη λειψανοθήκη. Σε αυτήν υπήρχαν τα οστά μια γυναίκας, ενός παιδιού και κάποιου Jehohanan.

O Jehohanan βρήκε το θάνατο το έτος 7 μ.Χ. Στη δεξιά του φτέρνα υπήρχε ένα σιδερένιο καρφί μήκους 11,5 εκ., και κάτω από αυτό τα υπολείμματα από τον κορμό μιας ελιάς. Συμπέρασμα: Ο Jehohanan πέθανε στο σταυρό.

Το εύρημα προκάλεσε αίσθηση. Δεν είχαν υπάρξει αρχαιολογικά ευρήματα εσταυρωμένων ποτέ πριν. Κι αυτό γιατί, κατά κανόνα, όσοι εκτελούνταν με αυτόν τον τρόπο, δεν θάβονταν. Οι σοροί τους κατέληγαν συνήθως ως τροφή για τα ζώα ή σε μεγάλους αποθέτες απορριμμάτων της πόλης. Το ίδιο και τα δοκάρια των σταυρών, δεν σώζονταν. Το ξύλο ήταν ένα σπάνιο αγαθό και, κατά συνέπεια, το «ανακύκλωναν». Τα καρφιά, τέλος, θεωρούνταν μέθοδος ίασης για ένα σωρό ασθένειες. Ο Πλίνιος, π.χ., συνέστηνε τη χρήση ενός καρφιού που προερχόταν από σταύρωση τυλιγμένου σε βαμβάκι ως φάρμακο για την αντιμετώπιση του πυρετού. Άρα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η φτέρνα του Jehohanan παραμένει μέχρι σήμερα το μοναδικό γνωστό αρχαιολογικό τεκμήριο σταύρωσης.

Σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο, τα οστά του Jehohanan τάφηκαν ξανά, αφότου μετρήθηκαν, φωτογραφήθηκαν και στάλθηκαν σε εργαστήρια για να εξεταστούν. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων και αναλύσεων εμπλούτισαν τις γνώσεις των ανθρωπολόγων σχετικά με το θάνατο από σταύρωση.

Με σκαπάνη και πινέλο, στο δρόμο της αναζήτησης του Σωτήρα

Η αρχαιολογία φιλοδοξεί να φωτίσει την ιστορική προσωπικότητα του Ιησού Χριστού και της εποχής του. Η πρόκληση είναι μεγάλη. Ίσως η γη να κρύβει σκελετούς ανθρώπους, των οποίων ο Λυτρωτής έσφιξε το χέρι. Θραύσματα σκευών από τα οποία να έφαγε. Κατάλοιπα από σκάφη, στα οποία επέβαιναν οι μαθητές του για να ψαρέψουν. Τμήματα οικιών στην κατασκευή των οποίων είχε συμμετάσχει ο πατέρας του.

Παρ’ όλα αυτά, η αναζήτηση κρύβει και κινδύνους παρερμηνειών. Γιατί όποιος ξεκινά κρατώντας στο ένα χέρι τη Βίβλο και στο άλλο τη σκαπάνη θα βρει μοιραία εκείνο μονάχα για το οποίο ψάχνει. Δεν θα ανασυνθέσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της Γαλιλαίας εκείνου του καιρού, αλλά ένα τμήμα της μόνο, κι αυτό πιθανότατα διαστρεβλωμένο.

Η Γαλιλαία στα χρόνια του Ιησού του Ναζωραίου, ήταν μια πόλη σε στρατηγική θέση, ένας κόμβος απ’ όπου περνούσαν οι δρόμοι του εμπορίου από το Βορρά προς το Νότο και από τη Δύση στην Ανατολή. Ένας τόπος όπου η παλαιά πίστη και η παράδοση ανταγωνίζονταν τις νέες ιδές, αξίες και μορφές εξουσίας – με όλες τις αναταραχές που συνεπαγόταν αυτό. Και παρ’ όλα αυτά, ήταν ένα κομμάτι γης, όπου οι αγρότες όπως κάθε μέρα επί αιώνες πήγαιναν στα χωράφια τους και οι ψαράδες έβγαιναν με τις βάρκες τους. «Άρα το ερώτημά μας δεν είναι “Πώς ζούσε ο Ιησούς;“, αλλά πιο πολύ “Πώς ζούσαν τότε οι άνθρωποι στη Γαλιλαία”» εξηγεί ο αρχαιολόγος Γύργκεν Τσάνγκενμπεργκ του Πανεπιστημίου του Λάιντεν.

Ένα μεγάλο χωριό 600-1.000 κατοίκων

Ο Ιησούς Χριστός επέλεξε την Καπερναούμ, στην όχθη της Τιβεριάδας ως τόπο κατοικίας και δράσης. Σήμερα, μεγάλα τμήματα της περιοχής ανήκουν στο Τάγμα των Φραγκισκανών, οι οποίοι από τις αρχές του 20ού αιώνα διενεργούν αρχαιολογικές ανασκαφές. Στα γειτονικά τμήματα ανασκάπτει η ελληνορθόδοξη εκκλησία. Από τις ανασκαφές προκύπτει ότι η Καπερναούμ της εποχής είχε 600-1.000 κατοίκους και άρα μπορεί να χαρακτηριστεί «μεγάλο χωριό». Η καθημερινότητα των κατοίκων θα πρέπει να κυλούσε ήσυχα και γαλήνια. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούν τα κατάλοιπα οικιών που έχουν έρθει στο φως από τη σκαπάνη των Φραγκισκανών. Επρόκειτο για μεγάλα κτίσματα καμωμένα από ακανόνιστους λίθους. Οι σταύλοι, οι χώροι κατοικίας και οι αποθήκες ήταν διατεταγμένοι γύρω από μικρές αυλές. Τα οικοδομικά τετράγωνα χωρίζονταν από μικρές παρόδους.

Έτσι, ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη μεγάλες οικογένειες μαζί με το υπηρετικό προσωπικό τους και τα ζωά. Απ’ ό,τι φαίνεται κανένας δεν είχε να ζηλέψει κάτι από το γείτονά του – τα σπίτια που βρέθηκαν εμφανίζουν ομοιομορφία. Δεν υπήρχαν μεγαλύτερες οικίες που να υποδηλώνουν μεγαλύτερο πλούτο, αλλά ούτε και μικρότερα κτίσματα.

Οι κάτοικοι της Καπερναούμ περνούσαν τις μέρες τους με τη γεωργία και την αλιεία. Δεν ζούσαν όμως απομονωμένοι. Καραβάνια από την Ιερουσαλήμ, την Τιβεριάδα, την Πτολεμαΐδα ή τη Δαμασκό περνούσαν τακτικά από το χωριό. Έφερναν μαζί τους όχι μόνο ειδήσεις από τον έξω κόσμο αλλά και όμορφα αντικείμενα από γυαλί ή κεραμικά.