Πολλοί τον γνωρίζουν από τη Βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στο ομώνυμο νησάκι των Πρεσπών, την οποία έφερε στο φως και μελέτησε. Για τους ειδικούς όμως, ο Νίκος Μουτσόπουλος δεν είναι απλώς ένας δάσκαλος. Είναι ένας θρύλος.
Σήμερα, στα 85 του χρόνια, ομότιμος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΑΠΘ, συνεχίζει να εργάζεται ακούραστα για να διασώσει, να μελετήσει και να μεταδώσει τη γνώση για τα βυζαντινά μνημεία της Βόρειας Ελλάδας.
Ήδη ολοκληρώνει έναν τόμο στον οποίο παρουσιάζονται 1.000 άγνωστα κάστρα της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας. Το ερευνητικό του έργο πάνω στα βυζαντινά κάστρα και τους οικισμούς της Άνω Μακεδονίας, το οποίο ξεκίνησε πριν από 40 χρόνια, αποτυπώνει σε ένα τρίτομο έργο με τίτλο: «Κάστρα και Πολιτείες της Άνω Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και του Ανατολικού Ιλλυρικού». Ο κάθε τόμος αποτελείται από περίπου 800 σελίδες και συνοδεύεται από εικονογραφικό υλικό, το οποίο αναλύεται σε περίπου 700 σχέδια, χάρτες και φωτογραφίες.
Σε διάλεξή του, με την οποία άνοιξαν την Τρίτη οι διήμερες εκδηλώσεις με τίτλο «Παραδοσιακοί Οικισμοί της Περιφέρειας Κ. Μακεδονίας – Άνω Πόλη 33 χρόνια μετά», που οργάνωσε το Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας του ΤΕΕ (ΤΕΕ/ΤΚΜ), ο Νίκος Μουτσόπουλος μίλησε για το έργο του και τις δυσκολίες που συνάντησε, αλλά και για το πώς η πολιτεία πολλές φορές αποτελεί τροχοπέδη στην ανάδειξη της πιο πρόσφατης ιστορίας της χώρας.
Ύπνος σε σπηλιές
«Στόχος μου ήταν όχι μόνο να επισημάνω τα κάστρα και τους οχυρωμένους οικισμούς της ανώτατης περιοχής του Ιλλυρικού, από τον Δούναβη (Ίστρο) μέχρι τη Θεσσαλία, αλλά να αποτυπώσω —σχεδιαστικά και φωτογραφικά— το χώρο και τη δομή τους και να συγκεντρώσω κάθε δυνατή πληροφορία για τον ιστορικό τους βίο, τα αντικείμενα που έχουν βρεθεί, όπως κεραμικά, επιγραφές και νομίσματα», είπε. Η προσπάθεια δεν ήταν εύκολη. Μερικές πολυτέλειες, όπως ένα κρεβάτι για ύπνο, δεν ήταν πάντα δεδομένες. «Κοιμηθήκαμε σε σπηλιές και αναγκαστήκαμε μέχρι και να βγάζουμε τσιμπούρια από πάνω μας για να συνεχίσουμε το έργο μας», είπε για να αναδείξει τον επίπονο χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος.
Για τον ίδιο η αρχαιολατρία είχε ως αποτέλεσμα να περάσει σε δεύτερη μοίρα η βυζαντινή κληρονομιά της χώρας. «Αυτή η αρχαιολατρία, εκτός από τα αγαθά τα οποία πρόσφερε στην εθνική μας υπόθεση, υπήρξε παράλληλα και τροχοπέδη, που εμπόδιζε τους πολλούς να κατανοήσουν τη σημασία και την αξία που είχαν οι άμεσοι κληρονόμοι της δομημένης μεταβυζαντινής κληρονομιάς, και εννοώ τους παραδοσιακούς οικισμούς που είχαν διασωθεί, σαν από θαύμα, στα εδάφη της ελληνικής πατρίδας, αλλά καθημερινά κινδύνευαν τον έσχατο κίνδυνο».
Ο Ν. Μουτσόπουλος έχει διατελέσει πρόεδρος του ελληνικού παραρτήματος ICOMOS της UNESCO —με αντικείμενο τα μνημεία και οικιστικά σύνολα των νεότερων χρόνων— και του διοικητικού συμβουλίου της Διεθνούς Επιτροπής Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής (CIAV). Σε ένα συνέδριο για τα ιστορικά σύνολα στη Σαντορίνη συμπεριέλαβε στους ομιλητές τους γέροντες παραδοσιακούς οικοδόμους. «Άρχισαν να μιλούν και να εξηγούν στους ξένους επιστήμονες από πολλές χώρες των Βαλκανίων, της Ευρώπης και της Τουρκίας τις παραδοσιακές τεχνικές της θολοδομίας και τα τυπικά παραδοσιακά κονιάματα που χρησιμοποιούσαν (αναμίξεις ασβέστου, άμμου, θηραϊκής γης – puzzolana). Οι λύσεις που οι ντόπιοι παραδοσιακοί τεχνίτες έδωσαν σε προβλήματα στην ανέγερση των οικισμών εντυπωσίασαν τους ξένους επιστήμονες όσο και οι εμπειρίες που απέκτησαν από το χώρο των ανασκαφών στο Ακρωτήρι της Θήρας».
Όπως είπε, Ελλάδα δεν είναι μόνο οι αρχαιότητες των κλασικών και αρχαϊκών χρόνων. Είναι η παρακαταθήκη των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων. Τα «άγνωστα» κάστρα της Μακεδονίας, τα μνημεία άλλων λαών επί ελληνικού εδάφους και οι παραδοσιακοί οικισμοί, όπως αυτός της Άνω Πόλης στη Θεσσαλονίκη. Υπογράμμισε την «υπερβολική καθυστέρηση» που σημειώθηκε —στο παρελθόν— από τις αρμόδιες αρχαιολογικές εφορείες στο να δώσουν την προσοχή και τη σημασία που άξιζε στα νεότερα αρχιτεκτονικά σύνολα. «Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά παραδείγματα, π.χ., τις “αδυναμίες” για τις αναγκαίες ενέργειες για τη διάσωση των αξιόλογων νεοκλασικών αρχοντικών (στην ουσία εκλεκτικιστικών) όπως αυτών της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου και Βασιλίσσης Ολγας, στη Θεσσαλονίκη», τόνισε. Όπως είπε, το γεγονός ότι —όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικά— τα αξιόλογα μνημεία της λαϊκής, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής έμεναν απροστάτευτα, οδήγησε την UNESCO στη δημιουργία ενός ειδικού οργάνου, παραρτήματός της, που ονομάστηκε ICOMOS, με όλες τις σχετικές αρμοδιότητες επί όλων των μνημείων και των οικιστικών συνόλων, που ανήκουν σε νεότερες εποχές.
Ο Ν. Μουτσόπουλος υπογράμμισε τέλος πως φορείς όπως το ΤΕΕ θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία τεχνικών «πανεπιστημίων» υψηλού επιπέδου, κάτι που, όπως είπε, έχει πολλές προϋποθέσεις να έχει την έδρα του στη Θεσσαλονίκη, αρκεί να υπάρχει συνεργασία. «Όταν τα χέρια των Ελλήνων είναι ενωμένα, δεν υπάρχει κανένας φόβος από την τρόικα», τόνισε.