Τα κατάλοιπα του αρχαίου ναού βρίσκονται κρυμμένα πίσω από μεταλλική κατασκευή . Τα θεμέλιά του, χαμένα κάπου μεταξύ της πυκνής βλάστησης και της άναρχης σύγχρονης δόμησης πιυ χαρακτηρίζει τη σύγχρονη πόλη είναι απροσπέλαστα και άγνωστα στον ανυποψίαστο περαστικό. Κι όμως. Ο ναός για τον οποίον γίνεται λόγος είναι πολύ αρχαιότερος από τον Παρθενώνα και έχει τη δική του μακραίωνη ιστορία αδιάσπαστη από την πολεοδομική εξέλιξη του χώρου όπου χτίστηκε.
Πρόκειται για τον υστερο-αρχαϊκό ναό της Αφροδίτης , στην πλατεία Αντιγονιδών στη Θεσσαλονίκη. Ένα σημαντικό παράδειγμα ιωνικού ναού του 6ου αι. π.Χ. που μετακινήθηκε στη σημερινή του τοποθεσία στα ρωμαϊκά χρόνια, για να αποτελέσει τμήμα ενός προαστίου γεμάτου ιερά και δημόσια κτίρια. Μετά από ανασκαφές στο χώρο το 1936 ο ναός κέντρισε για λίγο το σύγχρονο ενδιαφέρον για να πέσει όμως και πάλι στην αφάνεια κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έπρεπε να φτάσουμε στο τέλος της χιλιετίας – το 2000 – για να ξαναρχίσουν οι έρευνες, από τον αρχαιολόγο της ΣΤ΄ΕΠΚΑ Α. Τάσσιο. Τότε ήταν που αποκαλύφθηκαν, μετά και την κατεδάφιση σύγχρονου κτιρίου που τα κάλυπτε, τα κατάλοιπα του ναού: ελληνορωμαϊκά αγάλματα αλλά και σημαντικά αρχαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη. Ορισμένα από αυτά είναι που εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, εντυπωσιάζοντας αλλά παράλληλα αδυνατώντας να αποτυπώσουν το μεγαλείο του κτίσματος. Χαρακτηριστικό είναι ότι, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, «Το ύψος των κιόνων φτάνει τα επτά μέτρα και, ρεαλιστικά, (οι κίονες) δεν μπορούν να εκτεθούν σε καμία αίθουσα του μουσείου έτσι ώστε να προβληθεί το ακριβές μέγεθός τους». Αδιαμφισβήτητα λοιπόν, ο ναός της Αφροδίτης στη Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο τεκμήριο αρχαίου ελληνικού κλέους όπως πιθανότατα πολλοί τον βλέπουν αλλά δείγμα πολιτιστικής κληρονομιάς παγκόσμιου ενδιαφέροντος.
Δεν έχουν όμως όλοι οι αρμόδιοι για τον χώρο την ίδια άποψη. Και αυτό γιατί η θέση του ναού δεν αποτελεί κτήμα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αλλά ανήκει σε ιδιώτη. Αν λοιπόν ο χώρος δεν απαλλοτριωθεί από το ΥΠΠΟΤ, θα πρέπει να καταχωθεί για προστατευθεί και παράλληλα να επιτραπεί η δόμηση όσων ενδεχομένως επιθυμεί ο ιδιοκτήτης. Φυσικά, η εφαρμογή της «Σολομώντειας» αυτής πρακτικής – ιδιαίτερα διαδεδομένης στη χώρα μας – θα καταστεί αποτρεπτική την οποιαδήποτε μελλοντική έρευνα αλλά και τη γνωριμία με τον χώρο ενώ θα καταδικάσει το μνημείο στη «λησμονιά».
Από το πέρας των ανασκαφών και μέχρι σήμερα, δεν σπανίζουν οι συζητήσεις και οι προτάσεις για το μέλλον της θέσης: ήδη επί γεν. γραμματείας Χρ. Ζαχόπουλου προωθούνταν στο τότε ΥΠΠΟ η απαλλοτρίωση του χώρου, ενώ και μετά είχαν διατυπωθεί προτάσεις αναστήλωσης του μνημείου και αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του περιβάλλοντός του. Σήμερα, αν και το θέμα έχει «παγώσει», έρχεται ξανά στην επικαιρότητα από διεθνή μέσα. Και είναι ευχής έργον να λυθεί σύντομα προς όφελος του πολιτισμού.