«Οι Έλληνες δεν διαχώριζαν την τέχνη από την τεχνική, την υψηλή κουλτούρα από την διασκέδαση. Δεν είχαν γκαλερί, μουσεία με τουρίστες, δεν πίστευαν στην “τέχνη για την τέχνη”, δεν είχαν “ημιπολύτιμους” λίθους», λέει ο κ. Δημήτρης Πλάντζος, επίκουρος καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στο βιβλίο του «Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία (1100-30 π.Χ.)», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Καπόν».
Γιατί, όπως προσθέτει «Ο υλικός πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας είναι κομμάτι αυτού που ονομάζουμε ελληνική ιστορία: ο πρώτος και ο δεύτερος αποικισμός, η οπλιτική φάλαγγα, οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, η δημοκρατία του Περικλή ως ιστορικές διαδικασίες διέπονται από την ίδια πίστη στον άνθρωπο, στη φύση, στη συμμετρία».
Μία επισκόπηση της ελληνικής αρχαιολογίας από την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων ως το τέλος των ελληνιστικών βασιλείων είναι αυτό το βιβλίο, στο οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί, όπως άλλωστε και η κλασική αρχαιολογία να παρουσιάσει συγκροτημένα την ερμηνεία φαινομένων, όπως είναι η εξέλιξη των οικισμών και των πόλεων, ο πολιτισμικός ρόλος της θρησκείας, της πολιτικής και του πολέμου, το δίκαιο, η οικονομία και το εμπόριο, το ήθος της καθημερινότητας, η αισθητική και θεωρητική εμβέλεια της τέχνης.
Μέσα από τις 288 σελίδες του με τις 480 έγχρωμες εικόνες αλλά και τα αρχιτεκτονικά σχέδια και τις αναπαραστάσεις παρουσιάζονται οι κυριότερες κατηγορίες μνημείων της κλασικής αρχαιότητας ως ένα πρώτο βήμα στη μελέτη, την κατανόηση και την ερμηνεία του πολιτισμού της κλασικής Ελλάδας όσον αφορά την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, τη γλυπτική και τη μικρογλυπτική, τη ζωγραφική και την αγγειογραφία, τη μεταλλοτεχνία, την κοσμηματοτεχνία και τη νομισματική.
Πρόκειται για μία ψύχραιμη, επιστημονική παρουσίαση, ιδιαίτερα χρήσιμη για τους μη ειδικούς καθώς η πρόσληψη της αρχαιότητας γίνεται συχνά αποσπασματικά και ωραιοποιημένα.
Όπως λέει ο συγγραφέας του βιβλίου: «Η αρχαία ελληνική τέχνη φθάνει σε μας εξιδανικευμένη από τη νεοκλασική λατρεία του λευκού μαρμάρου (αγνοώντας ότι τα αρχαία έργα ήταν έντονα χρωματισμένα), μυθοποιημένη από την ρομαντική “γοητεία του ερειπίου” (αγνοώντας ότι οι αρχαίοι χώροι ήταν τόποι ζωής και όχι καταφύγια αναπόλησης), παραποιημένη εν τέλει από τη μετακλασική (ρωμαϊκή, αναγεννησιακή, νεωτερική, μετανεωτερική) οικειοποίηση, τη χρήση και την κατάχρηση του κλασικού παρελθόντος».
Τι σημαίνει αυτό; «Ότι διαβάζουμε στους Έλληνες περισσότερα δικά μας χαρακτηριστικά, ιδιότητες και ποιότητες παρά δικά τους», απαντά ο κ. Πλάντζος «Τους ταυτίζουμε δηλαδή με τη φιλοσοφία, τη δημοκρατία, την τέχνη και τη λογοτεχνία που (νομίζουμε ότι) μας κληροδότησαν αλλά δύσκολα κατανοούμε την κοινωνική δικαιοσύνη που διείπε την ελληνική “πόλιν”, το αρχαιοελληνικό πολεμικό ήθος ή τις ερωτικές πρακτικές των αρχαίων Ελλήνων», όπως λέει.
Να σημειωθεί ότι η έκδοση έχει σχεδιαστεί με εκπαιδευτικό και εποπτικό τρόπο και φέρει πλήρη τεκμηρίωση με αναλυτικούς πίνακες, σχεδιαγράμματα, χάρτες, ορισμούς και παραδείγματα, χρονολόγιο και πλήρες ευρετήριο. Από το ακαδημαϊκό έτος 2011-12 θα διανέμεται στους πρωτοετείς φοιτητές αρχαιολογίας ως πανεπιστημιακό εγχειρίδιο.