Στην Κρήτη των Σκοτεινών Χρόνων ((ΥΜΙΙΙΓ-Πρωτογεωμετρική περίοδος) και στη λατρεία της “θεάς με υψωμένα χέρια”  θα ταξιδέψει το κοινό του ο αρχαιολόγος Θεόδωρος Ηλιόπουλος, στα πλαίσια του Μινωικού Σεμιναρίου που διοργανώνει η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία  στις 11 Νοεμβρίου (ώρα 7.30μ. μ.).

Βρισκόμαστε στην Κρήτη, γύρω στα 1000 π.Χ. Ο λαμπρός πολιτισμός που είχε ακμάσει στο νησί κατά την αμέσως προηγούμενη χιλιετία ήταν πλέον παρελθόν και οι άλλοτε κραταιοί Μινωίτες ζούσαν τώρα σε μικρούς, σχετικά απομονωμένους οικισμούς. Λίγα είναι αυτά που συνέδεαν τους φτωχούς εκείνους αγροποιμένες με το ένδοξο, θαλασσοκρατορικό παρελθόν τους. Και το σημαντικότερο από αυτά φαίνεται ότι ήταν η μεγάλη θεά τους, την οποία συνέχιζαν να τιμούν στην παρακμή τούς όπως και στα χρόνια της δόξας.

Ένα δείγμα της λατρείας αυτής είναι και το άγαλμα της θεότητας που αποκαλύφθηκε στον λόφο Κεφάλα, κοντά στη Βασιλική Ιεράπετρας, κατά τις ανασκαφές που έγιναν εκεί μεταξύ του 1994 και του 1998. Σχετικά μεγάλου μεγέθους – το μισό από εκείνο ενός κανονικού ενηλίκου – το άγαλμα, που παριστάνει τη θεά ένθρονη, βρέθηκε σε ένα κτίριο οκτώ δωματίων (γνωστό στους ανασκαφείς ως Κτίριο Ε΄), το οποίο έχει ταυτιστεί με λατρευτικό συγκρότημα αφιερωμένο στη “θεά με υψωμένα χέρια”. Η αποκάλυψη ήταν συγκλονιστική. Για πρώτη φορά στα σύγχρονα ανασκαφικά χρονικά ανασκαπτόταν συστηματικά ένας οργανωμένος λατρευτικός χώρος των Σκοτεινών Χρόνων όπου εντοπιζόταν ένα τόσο μεγάλο άγαλμα της  – γνωστής κατά τα άλλα- θεότητας.

Το εύρημα αποτελούσε πράγματι τον συνδετικό κρίκο των δεκάδων μέχρι τότε γνωστών αγαλμάτων της θεάς και της λατρείας της κατά τα Σκοτεινά Χρόνια. Κατά μία περίεργη σύμπτωση των ανασκαφών, τα ιερά της περιόδου αυτής στην Κρήτη ήταν ως πρόσφατα ατελώς γνωστά, ενώ πολύ καλύτερα γνωστή ήταν η λατρευόμενη σε αυτά θεότητα. Εκτός από το ιερό στο Καρφί, που δημοσιεύτηκε όμως συνοπτικά λόγω του πρόωρου θανάτου του θρυλικού ανασκαφέα του Pendlebury, όλες οι άλλες “θεές” που είχαν βρεθεί μέχρι τη δεκαετία του 1980,  είχαν εντοπιστεί είτε σε περιορισμένες σωστικές ανασκαφές (Γάζι), είτε σε κτίσματα “ανακαταλήψεως” (Κνωσός, Καννιά Γόρτυνoς, Γουρνιά), είτε σε αμφίβολες ανασκαφικές συνθήκες πρώιμων ερευνών (Πρινιάς), είτε είχαν παραδοθεί ή κατασχεθεί. Κατά τα τελευταία 20 χρόνια όμως ανασκάφτηκαν επιτέλους δύο καλά σωζόμενα ιερά της θεάς, στα πλαίσια αντίστοιχων οικισμών στον Βροντά του Καβουσιού και στον Χαλασμένο. Κατά ευτυχή συγκυρία τα ιερά αυτά απέχουν ελάχιστα χιλιόμετρα από την Κεφάλα Βασιλικής.

Το βόρειο τμήμα επομένως του Ισθμού της Ιεράπετρας αποτελεί ήδη τον πανελληνίως σημαντικότερο χώρο για την μελέτη της μετεξέλιξης της κρητομυκηναϊκής θρησκείας σε αυτήν των ιστορικών χρόνων. Η μελέτη των δεκάδων πλέον όρθιων αγαλματίων θεών από τα ιερά αυτά και του μεγάλου ένθρονου παραδείγματος από την Κεφάλα Βασιλικής, προσφέρει και μία μαρτυρία για την πολυπλοκότητα των λατρευτικών μορφών. Προμηνύει επίσης στον κάθε αρχαιολόγο που ανασκάπτει  έναν από τους δεκάδες κρητικούς οικισμούς των Σκοτεινών Χρόνων τις εκπλήξεις που τον περιμένουν και το μέλλον που έχει η έρευνα της περιόδου αυτής στο νησί.