Η Νέα Υόρκη ζει από σήμερα το πολυαναμενόμενο αραβικό της φθινόπωρο. Το 2003, οι αίθουσες ισλαμικής τέχνης του Μητροπολιτικού Μουσείου Νέας Υόρκης έκλεισαν για να ανακαινισθούν, και μία από τις σημαντικότερες παγκοσμίως συλλογές ισλαμικής τέχνης χάθηκε -λίγο πολύ- στις αποθήκες του μουσείου.

Η χρονική συγκυρία, ούτε δύο χρόνια μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, ήταν μάλλον ατυχής. Κι αυτό γιατί ήταν η στιγμή ακριβώς που ο κόσμος χρειαζόταν να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για τον ισλαμικό πολιτισμό, και ένα κρίσιμο «μαθησιακό εργαλείο» εξαφανίστηκε.

Από σήμερα, όμως, η Ισλαμική Συλλογή του Μητροπολιτικού Μουσείου Νέας Υόρκης εκτίθεται και πάλι στις αίθουσες που φιλοξενούν την τέχνη των Αραβικών Χωρών, της Τουρκίας, της Κεντρικής και της Νότιας Ασίας.

Η νέα, μεγαλύτερη πλέον, πτέρυγα, είναι έξυπνα διαμορφωμένη αλλά και οπτικά ευχάριστη. Τα ίδια τα εκθέματα, περί τα 1.200 έργα που καλύπτουν περισσότερα από 1.000 χρόνια ιστορίας, είναι εξαιρετικά. Ένα τεράστιο πολιτιστικό πανόραμα επανήλθε στην πόλη της Νέας Υόρκης.

Η έκθεση έχει σχεδιαστεί προσεκτικά. Αντί να παρουσιάσει την ισλαμική τέχνη ως το προϊόν ενός θρησκευτικά κατευθυνόμενου μονοπολιτισμού, που περιλάμβανε αιώνες ολόκληρους και διαφορετικές χώρες, το Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης τώρα την προσεγγίζει –πολύ πιο ρεαλιστικά- ως ένα πολυποίκιλο, μεταλλασσόμενο, και ευρύτατα κοσμικό φαινόμενο, που ναι μεν είχε θρησκευτικές ρίζες, αλλά δεχόταν και αφομοίωνε ξένα πρότυπα, επηρεαζόταν από τις ταραγμένες περιόδους και τους καιρούς σύγχυσης της ιστορίας, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας που η ίδια η τέχνη συνδιαμόρφωσε.

Οι αίθουσες του Μουσείου αποπνέουν ένα είδος μνημειακότητας μέσα από γνωστά έργα. Το μεγάλο μιχράμπ του 14 αιώνα, από μια θρησκευτική σχολή του Ισφαχάν είναι ένα από αυτά. Η αίθουσα υποδοχής με τα ξυλόγλυπτα, γνωστή ως Αίθουσα της Δαμασκού, διακοσμημένη με ποιητικούς στίχους που έχουν τοποθετηθεί στη σωστή σειρά μετά την ανακαίνιση, είναι άλλο ένα.

Ύστερα είναι τα χαλιά, κινητά μνημεία. Το Μουσείο διαθέτει εξαίσια δείγματα. Ο Τάπητας Σιμονέττι, υφασμένος γύρω στο 1500 στο Κάιρο, ο οποίος έχει πάρει την ονομασία του από τον ιδιοκτήτη του τον 20ό αιώνα, φτάνει τα 30 πόδια μήκος. Στις ανεπαρκώς φωτισμένες παλαιές αίθουσες της ισλαμικής τέχνης, δεν μπορούσε να εκτιμηθεί δεόντως. Τώρα, εκτεθειμένο σε μια ευρύχωρη, ψηλοτάβανη αίθουσα, σχεδιασμένη από τον Michael Batista, υπεύθυνο για τον σχεδιασμό εκθέσεων του Μουσείου, και κάτω από τον ατμοσφαιρικό φωτισμό των Clint Ross Coller και Richard Lichte, τα χρώματά του, ερυθρά και πράσινα, μοιάζουν πιο ζωηρά από ποτέ.

Αυτού του είδους οι τάπητες, που προέρχονται από αυτοκρατορικά εργαστήρια, αφενός θέλουν να επιβληθούν και να εντυπωσιάσουν με το μέγεθός τους. Αφετέρου όμως, απαιτούν και μια προσεκτικότερη ματιά, μια ματιά στη λεπτομέρεια – και αυτή είναι η αληθινή ιστορία της τέχνης του ισλαμικού κόσμου. Πρόκειται για μια τέχνη της οικειότητας, όπου έρχεται κανείς αντιμέτωπος με μεμονωμένα αντικείμενα και τις άπειρες παραλλαγές στην ενορχήστρωση ενός μικρού αριθμού οπτικών μοτίβων και υλικών. Το εξασκημένο μάτι αμέσως θα εντοπίσει μερικές από τις παραστάσεις αυτές: εκτός από τα κείμενα, υπάρχουν άνθινα μοτίβα, μορφές και αφηρημένα σχήματα, το καθένα από τα οποία μεταφέρεται από το ένα είδος αντικειμένου στο άλλο μέσα στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου ρεπερτορίου υλικών: υφάσματα, κεραμική, χειρόγραφα κ.λπ.