Μία από τις πιο σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων χρόνων έχει κάνει με ανασκαφές του το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου στη θέση «Καταλύματα των Πλακωτών», η οποία εμπίπτει στην περιοχή δικαιοδοσίας των βρετανικών βάσεων Ακρωτηρίου.
Η θέση βρίσκεται μέσα στο δάσος της δυτικής ακτής της χερσονήσου και είχε εντοπισθεί ήδη από το 1954. Πρόκειται, σύμφωνα με τους ειδικούς αρχαιολόγους, για σημαντικό μνημείο της πρωτοβυζαντινής περιόδου, που αναδύεται μέσα από τον χρόνο, αφού η ανασκαφή άρχισε το 2007 και, όπως εκτιμάται, θα συνεχιστεί για αρκετά ακόμη χρόνια.
Το όλο οικοδόμημα χαρακτηρίζεται ως «μνημειώδες οικοδόμημα με τον κυρίως ναό, οι διαστάσεις και η μορφή του οποίου δεν έχουν ακόμα εξακριβωθεί». Έχει ήδη αποκαλυφθεί μεγάλο τμήμα ενός εκκλησιαστικού συγκροτήματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ένα «μαρτύριο», δηλαδή ένα ταφικό μνημείο, που έχει τη μορφή βασιλικής με εγκάρσιο κλίτος (σχήμα Τ), σε αντίστροφη διάταξη, το οποίο φέτος διαπιστώθηκε ότι εφάπτεται της δυτικής στοάς ενός περίστυλου μάλλον αιθρίου (αυλής που περιβάλλεται από στοές). Το «μαρτύριο» έχει πλάτος 36 μ. και μήκος 29 μ., χωρίς την εξέχουσα στα δυτικά πολυγωνική αψίδα, στην οποία υπάρχει εγγεγραμμένη μικρότερη ταφική αψίδα διαμέτρου 2,25 μ.
Ανάλογες ταφικές αψίδες της ίδιας διαμέτρου υπάρχουν στο κέντρο της δυτικής πλευράς και των πλαγίων πλευρών του βορείου και νοτίου σκέλους, ενώ στα ανατολικά του νοτίου σκέλους υπάρχει, αντί αψίδας, μικρή τετραγωνική κόγχη, πλησίον της οποίας βρέθηκε το κάλυπτρο μικρής μαρμάρινης λειψανοθήκης.
Στη νότια αψίδα σωζόταν αδιατάρακτη σε λάρνακα, διακοσμημένη με εξαίρετο διάτρητο σταυρό, μία ταφή ανδρός προχωρημένης ηλικίας, με δύο χάλκινες περόνες και 5 μικρά χάλκινα νομίσματα, μικρής αξίας (πεντανούμμια, εξανούμμια, δεκανούμμια), που χρονολογούνται στην πρώτη δεκαετία της βασιλείας του Αυτοκράτορος Ηρακλείου (610-620). Χάλκινο νόμισμα, χρονολογημένο με ασφάλεια στο 616, βρέθηκε σε στρώμα θεμελίωσης και υπέδειξε χρονολογία ανέγερσης κατά ή λίγο μετά από το έτος αυτό.
Η ιδιαιτερότητα του χώρου αυτού δεν έγκειται μόνο στο μέγεθος, την αρχιτεκτονική του διάταξη σε σχέση με τον κυρίως ναό, ή ακόμα και την ταφική του χρήση «μαρτύριον», αλλά και στον συνδυασμό με αυτά στοιχείων, που αντανακλούν αρχαίους λειτουργικούς τύπους της Ανατολής, αλλά και εξελίξεων, συνδεδεμένων με την εποχή και τα εκκλησιαστικά δρώμενα.
Ταυτοποίηση υλικών κατασκευής και τεχνολογίας
Δεν αποκλείεται, δήλωσε στον «Φιλελεύθερο» η Αρχαιολογική Λειτουργός Α’ του Τμήματος Αρχαιοτήτων δρ Ελένη Προκοπίου, υπό τη διεύθυνση της οποίας γίνεται η ανασκαφή, «αν υπάρξει βέβαια η απαραίτητη επιγραφική μαρτυρία, να υπάρξει ταύτιση, και δεν αποκλείεται αυτή να σχετίζεται με τον θεϊκό οίκο, που γνωρίζουμε ότι κάπου στην περιοχή της Βυζαντινής Επαρχίας Αμαθούντας ανήγειρε ο Άγιος Πατριάρχης, για την εναπόθεση και απόδοση τιμών σε άγια λείψανα, που παρέλαβε από το εμπερίστατο τότε Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, και ανήκαν στον Πρωτομάρτυρα Στέφανο και τον αδελφόθεο Ιακώβο (υιό του Ιωσήφ από τον πρώτο του γάμο και πρώτο Πατριάρχη Ιεροσολύμων)».
Σε άριστη κατάσταση σώζεται η επιγραφή στη μικρή ασπίδα του νοτίου κλίτους, στην οποίαν αναγράφεται ο πρώτος στίχος από τον 142ο ψαλμό του Δαυίδ: «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου».
Οι διαστάσεις, ο αρχιτεκτονικός τύπος, η πολυτέλεια στη διακόσμηση των ψηφοθετημένων δαπέδων, και των επενδυμένων με μάρμαρα της Κωνσταντινούπολης (Προκόνησος, νησί στη θάλασσα του Μαρμαρά) τοίχων, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη τιμή που φαίνεται να αποδίδεται στους φιλοξενηθέντες κεκοιμημένους των αψίδων, αποτελούν ισχυρές ενδείξεις γι’ αυτή την υπόνοια.
Στη συγκεκριμένη ανασκαφή εργάζονται εθελοντικά Κύπριοι αρχαιολόγοι και φοιτητές, καθώς και μεταπτυχιακοί φοιτητές βρετανικών πανεπιστημίων μέσα από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Leonardo Da Vinci. Ο κ. Χαράλαμπος Ελευθερίου, ο οποίος έχει διδακτορικό στην αρχαιομετρία και εργάστηκε στη συντήρηση των ψηφιδωτών της Πάφου και αλλού, δήλωσε στον «Φ» ότι γίνεται ταυτοποίηση όλων των υλικών κατασκευής και τεχνολογίας των ψηφιδωτών.
Στη διαδικασία αυτή, πρόσθεσε, προέκυψαν στοιχεία αναφορικά με τη σύσταση και προέλευση των πετρωμάτων, τα οποία κατά κύριο λόγο προέρχονται από την περιοχή Μαμωνιών, κοντά στην Πέτρα του Ρωμιού της Πάφου. Έχουμε, σύμφωνα με τον ίδιο, ασβεστοκονιάματα, που στη σύστασή τους υπάρχει στάχτη, άχυρα και αδρανή από γύρω περιοχές. Αυτό το πρόγραμμα, συμπλήρωσε, είναι βασικό αναφορικά με την τεχνολογία της κατασκευής και μας δίνει πληροφορίες για να χαράξουμε τον τρόπο συντήρησης των ψηφιδωτών.
Ο κ. Χαραλάμπους μάς δήλωσε ότι αναφορικά με την τεχνολογία και τα μοτίβα των ψηφιδωτών έχουμε γνώση για την καλλιτεχνική τους αξία. «Τα ψηφιδωτά είναι ξεχωριστά και μοναδικά και δεν τα συναντάμε συχνά στο νησί μας», τόνισε.
Πέρσι στη νότια πλευρά του ανατολικού αυτού σκέλους αποκαλύφθηκαν βοηθητικοί χώροι (προσκτίσματα), ενώ στα βόρεια, παράλληλα με το βόρειο κλίτος, συνεχίζεται, χωρίς διαχωριστικά, η αποκάλυψη μίας μακρόστενης αίθουσας (κατηχούμενον) και μίας στοάς με πεσσοστοιχία. Διαπιστώθηκε ότι τα στρώματα καταστροφής της καμαροσκεπούς ανωδομής, που είχε υποδειχθεί από τις προηγούμενες ανασκαφές, δεν καταλαμβάνουν παρά μόνο τα πλάγια κλίτη και όχι τα κεντρικά, γεγονός που υποδεικνύει ότι πάνω από αυτά (δηλ. τα κεντρικά κλίτη) υπήρχε μάλλον ξύλινη δίρρυτη στέγη, η οποία απομακρύνθηκε, από το μνημείο κατά την εγκατάλειψή του και πριν από την κατάρρευσή του από τον καταστροφικό σεισμό των μέσων του 7ου αιώνα, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί μέχρι σήμερα στο στρώμα καταστροφής.
Στη διασταύρωση των κεραιών του Τ, πάνω δηλαδή από το μυτατώριο (μία υπερυψωμένη λειτουργικής χρήσης εξέδρα) φερόταν, κατά πάσα πιθανότητα, ξύλινος τρούλος, τον οποίο βάσταζαν τέσσερα σύνθετα στηρίγματα σχήματος Τ και Γ στα άκρα απόληξης των εσωτερικών κιονοστοιχιών των τριών σκελών, που συνθέτουν κανονικό τετράγωνο με πλευρά 6,15 μ. Εξ αυτών οι δύο κεντρικοί τάπητες, του κεντρικού και του βορείου κλίτους, αναπτύσσονται γύρω από ενεπίγραφα μετάλλια/ασπίδες.
Τα κινητά ευρήματα από τα στρώματα καταστροφής εξακολουθούν να μαρτυρούν την πολυτέλεια του οικοδομήματος. Σε αυτά συγκαταλέγονται πάμπολλα θραύσματα μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών και ορθομαρμαρώσεων από μάρμαρα της Προκονήσου, μικρές κρούστες από συνθέσεις εντοίχειου μαρμαροθετήματος και πολλές μικρές διάσπαρτες ψηφίδες από εντοίχεια ψηφιδωτή διακόσμηση, κυρίως γυάλινες επιχρυσωμένες και μη, καθώς και πολύτιμες ψηφίδες από κογχύλια μαργαριταριών.
Βρέθηκαν επίσης πολλά χάλκινα νομίσματα, που συνετέλεσαν στην εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τη χρονολόγηση του μνημείου, χάλκινοι σύνδεσμοι για τις ορθομαρμαρώσεις, σιδερένια καρφιά, θραύσματα από μαρμάρινες τράπεζες προσφορών, υαλοπίνακες φωτιστικών διαφραγμάτων και πολλά θραύσματα από γυάλινες καντήλες.
Κορυφαίο μνημείο της εποχής του
Τα δεδομένα αυτά, καθώς και ο περίτεχνος διάκοσμος των ψηφιδωτών του δαπέδων, αλλά και των υπόλοιπων μερών του, υποδεικνύουν ότι πρόκειται για κορυφαίο μνημείο της εποχής του, το οποίο είχε σχεδιασθεί και εκτελεστεί με πολύ μεγάλη επιμέλεια υπό την καθοδήγηση Ιεράρχη με μεγάλη εμβρίθεια στα τελούμενα της Θείας Λειτουργίας, και είχε εκτελεστεί από εκλεκτά συνεργεία της νήσου ή της αυτοκρατορίας για να τιμηθούν κεκοιμημένοι και λείψανα αγίων, η μνήμη των οποίων για άγνωστους ακόμα λόγους δεν διατηρήθηκε στην παράδοση της περιοχής.
Η ύπαρξη δε συμβόλων στα μοτίβα των ψηφιδωτών δαπέδων (ασπίδα Δαυίδ – Ηράκλειος ο νέος Δαυίδ), που μπορούν να συνδεθούν με την προπαγάνδα του Ηρακλείου για τον εν εξελίξει πόλεμο εναντίον των Περσών, το εντάσσει σε ένα πολύ συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο δραματικών γεγονότων της εποχής εκείνης, ως συνέπεια των περσικών επιδρομών και καταλήψεων σημαντικών εδαφών της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, που φαίνεται να επηρέασαν το νησί μας, αφού έγινε χώρος υποδοχής προσφύγων, ιδιαίτερα μάλιστα του κλήρου.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις πηγές ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ηράκλειος φαίνεται ότι χρησιμοποίησε την Κύπρο ως ναυτική βάση εναντίον των Περσών για την ανάκτηση από τα Ιεροσόλυμα του Τιμίου Σταυρού. Επίσης, είναι ενδεικτικό ότι η περιοχή της ανασκαφής απέχει περί τα 15 χλμ. από την παραλία του Κουρίου.
Σημαντική πηγή για την ανασύνθεση των γεγονότων της εποχής αυτής είναι ο βίος του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος, ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, αλλά και ενόσω βρισκόταν στην Κύπρο, μεταξύ των ετών 617-619, εργάζεται για την αποκατάσταση των θυμάτων των περσικών επιδρομών, αλλά και των τιμών προς τα άγια λείψανα και τα κειμήλια που είχαν φυγαδευθεί ή εξαγορασθεί, με δικές του ενέργειες.
Σημαντικότατο ρόλο μεταξύ άλλων σε αυτή τη δραστηριότητα κατείχε ο βοηθός του Θεόδωρος, που ανέλαβε αργότερα, με δική του προτροπή και σύσταση την Επισκοπή της Αμαθούντας και ο οποίος πιθανότατα συνέχισε το έργο του και μετά την Κοίμηση του Αγίου το 619. Το πρωτοβυζαντινό μνημείο, που ανασκάπτεται τώρα ανήκε στην τότε Επισκοπή Αμαθούντος.