Το βακτήριο της πανώλης, το Yersinia pestis, εξακολουθεί να προκαλεί κρούσματα της ασθένειας ακόμα και σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα συμπτώματα όμως που δημιουργεί είναι διαφορετικά από εκείνα της πανδημίας της μαύρης πανώλης που αποδεκάτισε τον ευρωπαϊκό πληθυσμό στα μέσα του 14ου αιώνα, κάνοντας πολλούς ιστορικούς να πιστεύουν πως πρόκειται για μία διαφορετική ασθένεια.
Οι αμφιβολίες σταμάτησαν να υφίστανται πέρυσι, όταν εντοπίστηκε DNA του βακτηρίου σε μαζικούς τάφους θυμάτων της πανώλης, σε διάφορες ευρωπαϊκές τοποθεσίες. Το επόμενο βήμα ήταν να χαρτογραφηθεί ολόκληρη η γονιδιωματική αλληλουχία του βακτηρίου. Αυτό επιτεύχθηκε φέτος από μία διεθνή ομάδα γερμανών και καναδών ερευνητών, οι οποίοι απέσπασαν τμήματα του DNA από τα δόντια τεσσάρων θυμάτων που είχαν θαφτεί στο ανατολικό Λονδίνο το 1348.
Είναι η πρώτη φορά που ανασυντίθεται το γονιδίωμα ενός αρχαίου παθογόνου βακτηρίου. Ετσι ανοίγει ο δρόμος για τη μελέτη άλλων αρχαίων επιδημιών και την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο εξαπλώθηκαν και εξελίχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου. Η μεγάλη πρόοδος που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στη γονιδιωματική, έχει επεκτείνει σημαντικά τις δυνατότητες της γενετικής ανάλυσης αρχαίων ευρημάτων, επιτρέποντας στους επιστήμονες να εντοπίζουν την ιστορική πορεία μιας ασθένειας.
Τα ευρήματα της ομάδας, που δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Nature», δείχνουν πως το βακτήριο που σκότωσε 50 εκατομμύρια ανθρώπους μέσα σε πέντε χρόνια δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου στα 660 χρόνια που έχουν περάσει από την πρώτη του εμφάνιση στην Ευρώπη.
Οι ερευνητές, αφού κατάφεραν να εξαγάγουν και να απομονώσουν το DNA του παθογόνου βακτηρίου, μπόρεσαν να προσδιορίσουν την ηλικία του. Η ημερομηνία ορίζεται κάπου μεταξύ του 12ου και του 13ου αιώνα, δηλαδή την εποχή που η πανδημία είχε αρχίσει να πλήττει την κεντρική Ασία πριν έρθει στη Μεσόγειο μέσω των εμπορικών διαδρομών που τις συνέδεαν. Αυτό σημαίνει πως τα παλαιότερα ξεσπάσματα, όπως η μεγάλη πανώλη της εποχής του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα που είχε πλήξει ολόκληρη την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σκοτώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους, είχαν προκληθεί από άλλο βακτήριο, το οποίο δεν έχει εντοπιστεί ακόμα.
Το επόμενο βήμα για την ερευνητική ομάδα είναι να προσδιορίσουν γιατί το Yersinia pestis ήταν τόσο φονικό. Παρότι μπόρεσαν να ανακατασκευάσουν τη γενετική δομή του βακτηρίου, δεν κατάφεραν να προσδιορίσουν την ακριβή σειρά με την οποία τα γονίδια ήταν οργανωμένα. Έτσι ενδέχεται να ήταν περισσότερο παθογόνο επειδή το γονιδίωμά του είχε διαφορετική διάταξη.
Για να λύσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα, θέλουν να τροποποιήσουν το γονιδίωμα ενός ζωντανού βακτηρίου πανώλης, κάνοντάς το πανομοιότυπο με εκείνο του προγόνου του που προκάλεσε την πανδημία του μαύρου θανάτου. Ένα τέτοιο μικρόβιο πρέπει να φυλαχθεί σε ειδικά διαμορφωμένες εγκαταστάσεις υψίστης ασφαλείας, αλλά ακόμα και εάν μολύνει κάποιον άνθρωπο θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί με αντιβιοτικά, όπως όλα τα σημερινά κρούσματα πανώλης.
Τα δόντια που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη θα επανατοποθετηθούν στα κρανία των νεκρών που τώρα βρίσκονται σε ένα μουσείο στο Λονδίνο. Πριν μεταφερθούν στο μουσείο οι σκελετοί είχαν ανασυρθεί από έναν μαζικό τάφο στο ανατολικό Σμίθφιλντ, κοντά στον πύργο του Λονδίνου. Το νεκροταφείο είχε προετοιμαστεί ειδικά για τα θύματα της μαύρης πανώλης και εκεί θάφτηκαν περίπου 2.500 άνθρωποι.
Το χρονικό της πανδημίας
Τον 14ο αιώνα η πανδημία της μαύρης πανώλης σάρωσε την Ευρώπη. Η εξάπλωσή της ήταν ταχύτατη και εκτιμάται πως μέσα σε πέντε χρόνια, από το 1347 έως το 1351, αφάνισε το 30%-60% του ευρωπαϊκού πληθυσμού, σκοτώνοντας δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους.
Η πιο δημοφιλής θεωρία για την προέλευση της πανδημίας λέει πως ξεκίνησε από την κεντρική Ασία, ακολούθησε τις εμπορικές διαδρομές του μεταξιού και των μπαχαρικών και έφτασε στην Κριμαία το 1346. Από εκεί τα εμπορικά πλοία τη μετέφεραν στα λιμάνια της Μεσογείου και συγκεκριμένα στην Ιταλία. Μέσα σε ένα χρόνο είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη.
Τα συμπτώματα ήταν μαύρα σημάδια και όγκοι γεμάτοι πύον και αίμα στη βουβωνική περιοχή, τις μασχάλες ή τον λαιμό που σταδιακά εξαπλώνονταν σε ολόκληρο το σώμα. Ο ασθενείς ανέβαζαν υψηλό πυρετό με εσωτερική αιμορραγία και οι περισσότεροι πέθαιναν μέσα σε μία εβδομάδα. Υπήρχε πλήρης άγνοια για τα αίτια, την πρόληψη ή τη θεραπεία της ασθένειας, με τις θρησκευτικές προκαταλήψεις να κυριαρχούν επιδεινώνοντας την κατάσταση.
Η φρίκη της πανώλης δεν διήρκεσε μόνο πέντε χρόνια και δεν περιορίστηκε μόνο στην Ευρώπη. Ξεσπάσματα σημειώνονταν στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και την Ευρώπη έως και τον 17ο αιώνα. Στη Μέση Ανατολή και την Ασία εκατομμύρια άνθρωποι συνέχισαν να πεθαίνουν ανά διαστήματα έως και τον 19ο αιώνα. Η τελευταία πανδημία ξεκίνησε στην Κίνα στα μέσα του 19ου αιώνα, σκοτώνοντας 12 εκατομμύρια ανθρώπους σε Κίνα και Ινδία.