Μέχρι το περασμένο καλοκαίρι, οι περισσότεροι καταναλωτές που έκαναν τα εβδομαδιαία τους ψώνια στα σούπερ μάρκετ και τις λαϊκές αγορές, στον φούρνο ή τον χασάπη, ίσως αγνοούσαν πόσο κόστιζε ένα κιλό χοιρινό, τα λαχανικά και τα φρούτα της οικογένειας, ακόμη και το ψωμί της ημέρας. Να όμως που η κρίση, ο φόβος της χρεοκοπίας, οι αμοιβές που συρρικνώνονται και κυρίως τα αλλεπάλληλα φοροεισπρακτικά μέτρα, μας έκαναν Γερμανούς. Όχι μόνο να ψωνίζουμε πιο συνετά χωρίς να γεμίζουμε ασφυκτικά το καλάθι, αλλά κυρίως να αρχίσουμε να μαθαίνουμε για το κόστος της καθημερινής διατροφής.
Το Νομισματικό Μουσείο της Αθήνας είχε γρήγορα αντανακλαστικά. Εκμεταλλευόμενο την κρίση αλλά και το ενδιαφέρον των επισκεπτών να μάθουν περισσότερα για τις τιμές των βασικών προϊόντων στον ελλαδικό χώρο από τον 5ο αι. π.Χ. έως τον 20ό αι., ετοίμασε την περιοδική έκθεση «Το κόστος της Διατροφής. Πόσο κοστίζει τι, από την αρχαιότητα έως σήμερα», που παρουσιάζεται εδώ και λίγες ημέρες με μεγάλη επιτυχία στο Μουσείο Ιστορίας της Κυπριακής Νομισματοκοπίας στο Πολιτιστικό ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου στη Λευκωσία.
Το άγχος και οι συνήθειες
«Θέμα ιδιαίτερα δημοφιλές ειδικά στις εποχές που ζούμε» παραδέχεται η διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου, Δέσποινα Ευγενίδου. Τα προϊόντα που προμηθεύονταν οι άνθρωποι της κάθε εποχής από την αγορά, το πώς τα επεξεργάζονταν, τα συντηρούσαν και τα μαγείρευαν στην κουζίνα τους, εντυπωσιάζουν το κοινό. Ειδικά στις μέρες που διανύουμε, όπου το κόστος της διατροφής αποκτά έναν πολύ επίκαιρο χαρακτήρα. Άλλωστε, η εξασφάλιση των ειδών διατροφής σε τέτοιες περιόδους είναι βασικός σκοπός και άγχος των ανθρώπων. Όσο για μας σήμερα, το νέο μοντέλο ζωής απαιτεί αλλαγές στις συνήθειές μας. «Αθηναϊκά τετράδραχμα, ρωμαϊκά δηνάρια, βυζαντινοί σόλιδοι, βενετσιάνικα δουκάτα, οθωμανικά σουλτανί και νεοελληνικές δραχμές τεκμηριώνουν τις τιμές από το σιτάρι, το λάδι, το κρασί και άλλα προϊόντα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, στον ρωμαϊκό, στον βυζαντινό, στην Ελλάδα υπό ξένη κυριαρχία, ενετική ή οθωμανική, και στο σύγχρονο ελληνικό κράτος», λέει η κ. Ευγενίδου για τα 397 νομίσματα της έκθεσης. Μαζί τους, εκτίθεται και ένα θραύσμα επιγραφής από το Επιγραφικό Μουσείο, με τις ανώτατες τιμές το 301 μ.Χ. Είναι το διάταγμα που εξέδωσε ο Διοκλητιανός στην προσπάθειά του να τα βγάλει πέρα με τον καλπάζοντα πληθωρισμό στην εποχή του.
Το κοινό μαθαίνει πόσο κόστιζε το λάδι στη Δήλο, το 174 π.Χ., ένα γουρουνάκι το 194 π.Χ., τι μπορούσε να αγοράσει ένας Ρωμαίος με ένα ασσάριο στην αγορά, τι ημερομίσθιο έπαιρνε ο λεγεωνάριος το 14 μ.Χ., πόσα άσπρα έπρεπε να πληρώσει κάποιος το 1641 στις Σέρρες για να αγοράσει μία οκά κρέας. Οι τιμές είναι η αφορμή για να δούμε τα κυριότερα νομίσματα της κάθε ιστορικής περιόδου. «Η έρευνα για το κόστος της διατροφής δεν αποτελεί ένα πρωτογενές ερευνητικό πρόγραμμα. Χρησιμοποιήσαμε κυρίως ιστορικές πηγές. Οι χρονικογράφοι και οι ιστορικοί όλων των προηγούμενων περιόδων δεν ενδιαφέρονταν για τα στοιχεία της καθημερινής ζωής αλλά για μεγάλα πολεμικά γεγονότα, τα πολιτικά κι όχι πόσο κόστιζαν τρεις κοτύλες λάδι στην αρχαία Αθήνα. Εμείς δουλέψαμε με κέφι αυτή τη δύσκολη σταχυολόγηση των πληροφοριών και είδαμε ότι οι πληροφορίες αυξάνονταν όσο αυξάνεται και ο βαθμός εγχρηματισμού των κοινωνιών μέσα στον χρόνο» μας λέει η νομισματολόγος Γιόρκα Νικολάου, που είχε όλη τη φροντίδα της υλοποίησης και της μεταφοράς της έκθεσης στην Κύπρο. Στο μεταξύ, το 2012 θα παρουσιαστεί στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών η νομισματοκοπία της Κύπρου από την αρχαιότητα έως σήμερα, έκθεση που θα στείλει η Κύπρος και εν όψει της ανάληψης της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε., ενώ είναι η κατάλληλη ευκαιρία να εκτεθούν και τα νομίσματα της δωρεάς του Αδώνιδος Κύρου. Αλλά επειδή η Κύπρος πέφτει μακριά, μπορεί ο «χτυπημένος» οικονομικά Έλληνας να αναζητήσει ανάλογες πληροφορίες και από το Νομισματικό Μουσείο στην Αθήνα, στην οδό Πανεπιστημίου. Στους εκθεσιακούς χώρους του μουσείου στο Ιλίου Μέλαθρον, ο επισκέπτης μπορεί να μάθει κάθε λεπτομέρεια για τα οικονομικά κάθε εποχής και τον τρόπο διαβίωσης. Άλλωστε από το 2007 που παρουσίασε στο κοινό την έκδοση «Πόσο κοστίζει τι», βρήκε αμέσως την ανταπόκριση του κόσμου. Τότε, όπως λέει η διευθύντρια του μουσείου, βρήκαν ένα τρόπο να αναδείξουν την πλευρά του νομίσματος. Άλλωστε τα νομίσματα δεν είναι εύκολα εκθέματα σε ένα μουσείο για το κοινό.
Όμως, η κρίση που ζούμε δεν είναι μόνο δική μας. Είναι γενική, και το σημαντικότερο είναι ότι μεταβάλλει τις αξίες των πραγμάτων. «Οι επισκέπτες εντυπωσιάζονται με τέτοιες πληροφορίες, κάτι που διαπιστώνουμε συχνά στους εκθεσιακούς χώρους του Νομισματικού Μουσείου» λέει η κ. Γιόρκα Νικολάου. Από την εμπειρία της με τις ξεναγήσεις στο μουσείο παραδέχεται ότι το κοινό δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον ειδικά για τα θέματα της καθημερινής ζωής. «Άλλωστε, το νόμισμα έχει ένα διττό χαρακτήρα. Μπορεί να το δει κανείς ως μικροαντικείμενο και δείγμα μικρογλυπτικής αν είναι αρχαιοελληνικό, αλλά μην ξεχνάμε ότι είναι χρήμα. Κάθε επισκέπτης θέλει να φανταστεί τι θα μπορούσε να αγοράσει με αυτό το νόμισμα. Οι ενότητες που δείχνουν την εικόνα της αγοραστικής αξίας κάθε νομίσματος σε κάθε χρονική περίοδο, στον δεύτερο όροφο του μουσείου, είναι απ’ αυτές που προσελκύουν περισσότερο τους επισκέπτες».
Το κόστος της διατροφής από την αρχαιότητα αποτελούσε καθημερινό πρόβλημα. «Οι ιστορικές πηγές των παλαιότερων κοινωνιών δεν μας δίνουν πολλά στοιχεία για τις αγοραπωλησίες προϊόντων. Οι πληροφορίες πληθαίνουν όσο αυξάνεται η χρήση των νομισμάτων σε κάθε χρονική περίοδο, δηλαδή όσο μεγαλύτερος είναι ο εγχρηματισμός μιας κοινωνίας» σημειώνει η κ. Δ. Ευγενίδου.
Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. το σιτηρέσιο για έναν στρατιώτη και έναν ναύτη στην Αθήνα είναι δύο αττικοί οβολοί και προκειμένου αυτός να αγοράσει ένα ποδαράκι χοιρινό, έπρεπε να δώσει μια αττική δραχμή, δηλαδή, τρεις φορές περισσότερο απ’ αυτά που έπαιρνε. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν και στη Ρώμη πολλά. Στα χρόνια της δημοκρατίας ένας λεγεωνάριος έπαιρνε ως ημερομίσθιο 3 χαλκά νομίσματα. Αν αυτός χρειαζόταν να αγοράσει σιτάρι για να φτιάξει η γυναίκα του ψωμί, έπρεπε να πληρώσει για τα 6,5 κιλά σταριού 4 χαλκά νομίσματα, δηλαδή δεν έφτανε το ημερομίσθιό του.
Πολλά όσπρια, λίγο κρέας
Αν στις μέρες μας το κρέας θεωρείται απαραίτητο στο καθημερινό τραπέζι, για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μάλλον τελευταία επιλογή. Είχε άμεση σχέση με τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, όπως και για τους χριστιανούς. Οι Βυζαντινοί, εξηγεί η κ. Γ. Νικολάου, κρατούσαν με μεγάλη ευλάβεια 180 ημέρες, περίπου τον μισό χρόνο, νηστεία. Θερμιδικά προτιμούσαν τα όσπρια, τους ξηρούς καρπούς, το κρασί και το λάδι, τα ψάρια, ενώ έφτιαχναν γλυκά από μέλι και σύκα. Είχαν δηλαδή τις βασικές αρχές της μεσογειακής δίαιτας. Βέβαια, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τάξη που ανήκε ο καθένας, ανάλογα έτρωγε. «Οι ανώτατοι αξιωματούχοι του ρωμαϊκού στρατού ή ο κύκλος του αυτοκράτορα στο παλάτι ή οι συγκλητικοί δεν έτρωγαν τα ίδια με τους λεγεωνάριους ή τους απλούς πολίτες της Ρώμης».
Ανταλλαγές και περιβολάκια
Η τροφή στην αρχαιότητα ήταν ακριβή στην αγορά, επειδή οι κοινωνίες αυτές είχαν έναν βαθμό αυτάρκειας. Στηρίζονταν στις ανταλλαγές, ενώ όσοι ζούσαν λίγο πιο έξω από τις πόλεις είχαν τα περιβολάκια τους και κάποια ζώα. Η ανταλλαγή ήταν χαρακτηριστικό και της ελληνικής κοινωνίας και όλης της Βαλκανικής ως τη δεκαετία του ’50. «Σε περιόδους που έχουμε πολιορκίες, πολέμους, φυσικές καταστροφές -επομένως χαλάνε οι σοδειές-, οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη» εξηγεί η Γιόρκα Νικολάου. Ο επισκέπτης του Νομισματικού Μουσείου έχει πολλά να ανακαλύψει στο Ιλίου Μέλαθρον, αλλά θα είναι λάθος να αναζητήσει την αντιστοιχία των αποδοχών και της διατροφής με τις αποδοχές του σήμερα. «Γιατί 50 χρόνια μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β’, το ημερομίσθιο του γενίτσαρου είναι 3 με 5 άσπρα, τους ακτσέδες, τα μικρά αργυρά νομίσματα των Οθωμανών. Αν όμως ήθελε να αγοράσει μια οκά πρόβειο κρέας θα έπρεπε να δώσει όλο του το ημερομίσθιο: 3 άσπρα».
Ας δούμε όμως τι γινόταν και τον καιρό του Όθωνα στην Αθήνα. Ο μισθός ενός δασκάλου τότε ήταν 100 δρχ. τον μήνα κι αν ο δάσκαλος έπρεπε να αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια, έδινε πέντε δραχμές. Όσο για τον καφέ, τον πλήρωνε κάτι παραπάνω ως είδος πολυτελείας: 2,10 δρχ. το κιλό. Τότε το 80% του ημερομισθίου πήγαινε στη διατροφή. Σήμερα δίνουμε μόνο το 30%. Τον 5ο αι. π.Χ. το γουρουνάκι γάλακτος κόστιζε 3 δραχμές το κιλό, σήμερα κοστίζει 8-10 ευρώ.