Δικαίως το βιβλίο του Neil McGregor A History of the World in 100 Objects συζητήθηκε τόσο πολύ στη φετινή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης. Ο συγγραφέας του, διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου τα τελευταία δέκα χρόνια, διάλεξε 100 αντικείμενα της συλλογής του μουσείου, τα ταξινόμησε ανά πέντε σε κατηγορίες χρονολογικές και θεματικές και έδωσε την ερμηνεία του κάθε αντικειμένου. Σκοπός του δεν ήταν να καταρτίσει μια λίστα του τύπου «τα εκατό σημαντικότερα…» – άλλωστε συνειδητά επέλεξε το αόριστο άρθρο στον τίτλο. Τα κείμενα περιγράφουν με ακρίβεια τα αντικείμενα, δίχως να λαμβάνουν υπόψη τις φωτογραφίες τους, καθώς το βιβλίο προέκυψε από μια σειρά για το Radio 4, του BBC. Στις 15λεπτες ραδιοφωνικές εκπομπές ακούστηκαν και άλλες φωνές, εκτός από εκείνη του McGregor, επιστημόνων, καλλιτεχνών, αλλά και ανθρώπων η κουλτούρα των οποίων συνδεόταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το εκάστοτε αντικείμενο. Αυτές οι φωνές συμπεριλήφθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους στα κείμενα του βιβλίου.
Το βιβλίο μπορεί κανείς να το διαβάσει με διάφορους τρόπους, όπως, ας πούμε, ως ένα σχόλιο για την πολιτιστική κληρονομιά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο McGregor σε συνέντευξη που έδωσε στην «Süddeutsche Zeitung» αναφέρεται στην ίδρυση του Βρετανικού Μουσείου, που έγινε το 1753 με κοινοβουλευτική απόφαση, άρα ήταν εξαρχής μια μη βασιλική συλλογή και μέχρι σήμερα έχει δωρεάν είσοδο – και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του μουσείου: «Προέρχεται από την ιδιωτική συλλογή, χαρακτηριστική για έναν τζέντλεμαν, του Σερ Hans Sloane – βιβλία, χειρόγραφα, νομίσματα, αρχαιότητες. Ποτέ δεν απέκτησε τμήμα ζωγραφικών έργων – οι πίνακες που προορίζονταν αρχικά για το Βρετανικό Μουσείο, αποτέλεσαν τη βασική συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης. Έκτοτε, οι πινακοθήκες έγιναν η κυρίαρχη, αρχετυπική μορφή του Μουσείου παραγκωνίζοντας τις εγκυκλοπαιδικές συλλογές. Γι’ αυτό και σήμερα, όταν λέμε Λούβρο ή Ερμιτάζ ο νους μας πηγαίνει πρώτα απ’ όλα σε ζωγραφικά έργα. Οι πίνακες ζωγραφικής, όμως, είναι μια ευρωπαϊκή μορφή τέχνης, γι’ αυτό και η αντίληψη αυτή είναι πολύ ευρωκεντρική. Στη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου, αντιθέτως, η Ευρώπη παίζει έναν μάλλον περιφερειακό ρόλο. Το μουσείο δεν ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα, αλλά στα μέσα του 18ου, όταν η Ευρώπη δεν κυριαρχούσε ακόμη τον κόσμο, όταν για παράδειγμα το Κάιρο ήταν σημαντικότερο από το Λονδίνο ως κέντρο εμπορίου. Πρόκειται για ένα προ-αυτοκρατορικό μουσείο, που ταιριάζει απόλυτα στον μετα-αποικιακό κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο η Μεσόγειος δεν βρίσκεται στο επίκεντρο». Παρ’ όλα αυτά, ναι μεν η Μεσόγειος, οι πολιτισμοί της αρχαιότητας, δεν αποτελούν το νοερό επίκεντρο των συλλογών, αλλά ότι ο κόσμος του Βρετανικού Μουσείου δεν είναι «επικεντρωμένος» δεν ισχύει – είναι απλώς επικεντρωμένος στο Λονδίνο και όχι στη Μεσόγειο. Ύστερα, όπου κι αν πάτησαν το πόδι τους οι Άγγλοι δείχνοντας ενδιαφέρον για άλλους πολιτισμούς, το ενδιαφέρον αυτό ήταν πάντα αυτοκρατορικό, όπου ο όρος «αυτοκρατορικό» δεν σημαίνει μόνο την πολιτική κυριαρχία, αλλά και να θεωρείς τους άλλους υποδεέστερους λόγω της πνευματικής-εκπαιδευτικής σου ανωτερότητας.
Τα αντικείμενα έπρεπε «να προέρχονται από όλο τον κόσμο και από όλες τις περιόδους της εξέλιξης του ανθρώπου, από τα πρώτα λίθινα τσεκούρια μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Και θελήσαμε να παρουσιάσουμε μια οικουμενική ιστορία: Υπάρχει ένας παγκόσμιος πολιτισμός – καθώς όλοι οι άνθρωποι χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν με την ίδια λογική [που διέπει το ανθρώπινο είδος] τα ίδια προβλήματα. (…) Τα αντικείμενα θέλαμε να λένε κάτι για αυτές τις παγκόσμιες εξελίξεις. Άλλωστε το ζητούμενο είναι η σημασία και οι συνθήκες της ανθρώπινης ζωής. Και γι’ αυτά μπορούμε συχνά να μάθουμε περισσότερα από μικρά, ταπεινά αντικείμενα απ’ ό,τι μέσα από μεγάλα έργα τέχνης. Όλα τα αντικείμενα κατασκευάστηκαν από ανθρώπους σαν εμάς, αυτό και μόνο δημιουργεί μια άμεση σχέση προς τον τεχνίτη ή τον καλλιτέχνη». Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια προσέγγιση, κατά τα πρότυπα του Ηροδότου, που θεωρεί σημαντικότερο το θαυμασμό για τα επιτεύγματα και την περιέργεια στις ανθρώπινες πράξεις και τα γεγονότα (τα γενόμενα εξ ανθρώπων) παρά την απαρίθμηση των θυμάτων και των εγκλημάτων που χρεώνονται στην «Ευρώπη».
Το σκεπτικό της επιλογής των αντικειμένων ορίζεται και από άλλον έναν αμφιλεγόμενο ισχυρισμό του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείο: «Το αντικείμενο, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το κείμενο, έχει μια δική του ιστορία ερμηνειών που αλλάζουν μέσα στο χρόνο. Τα κείμενα οδηγούν πάντα στη χρονική στιγμή της δημιουργίας τους. Αντιθέτως, τα αντικείμενα μάς συνοδεύουν διά μέσου των αιώνων. Το καλύτερο παράδειγμα γι’ αυτό είναι η «Στήλη της Ροζέτας», που έκανε δυνατή την αποκωδικοποίηση των ιερογλυφικών. Αρχικά, ήταν ένα μνημείο των πρώτων Ελλήνων ηγεμόνων της Αφρικής. Ανακαλύφθηκε ξανά κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αφρική και τελικά περιήλθε στην κατοχή των Βρετανών. Από αυτό και μόνο, το πώς δηλαδή απέκτησε το Μουσείο μας αυτό το αντικείμενο, μαθαίνουμε πολλά για την ιστορία του 19ου αιώνα». Βεβαίως, αυτό που λέει ο McGregor για τα τεχνουργήματα ισχύει και για τα κείμενα, εξ ου και δημοσιεύονται πολλές φορές διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις για το ίδιο κείμενο. Το βιβλίο μπορεί επομένως να διαβαστεί και ως αμφισβήτηση της άποψης ότι η ιστορία υπάρχει μόνο όπου υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες. Ωστόσο, γραπτές μαρτυρίες υπάρχουν και ανάμεσα στα 100 αντικείμενα.
Γνωστά αντικείμενα της αρχαιότητας εμφανίζονται στην κατάταξη του McGregor ως μάρτυρες ενός πλούσιου θησαυρού ποικίλων συμβόλων της ιστορίας. Μία από τις μετόπες του Παρθενώνα στο τέταρτο μέρος με τίτλο «Ο κόσμος την περίοδο του Κομφούκιου, 500-300 π.Χ.» παρουσιάζεται πλάι σε ένα πολεμικό άρμα από το θησαυρό του Όξου, που εκπροσωπεί την Περσική Αυτοκρατορία, κέλτικες καράφες, μια πέτρινη μάσκα από τον πολιτισμό των Ολμέκων στο Μεξικό κ.ά. Η εποχή των ιδρυτών μεγάλων αυτοκρατοριών παρουσιάζεται με ένα νόμισμα στο οποίο παριστάνεται ο Μεγάλος Αλέξανδρος. Ο McGregor κάνει τη σύνδεση από το νόμισμα, το οποίο έκοψε ένας διάδοχος του Μεγάλου Αλέξανδρου, στα σύγχρονα νομίσματα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το θεατή στη σκέψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες κυβερνώνται από τον Τζωρτζ Ουάσιγκτον ή η Κίνα από τον Μάο Τσε Τουνγκ. Σε μια στήλη του Ινδού βασιλιά Ασόκα εντοπίζει τις αρχές μιας παράδοσης που «οδηγεί απευθείας στα ιδανικά του Μαχάτμα Γκάντι και παραμένει σήμερα ζωντανή – μια παράδοση πλουραλιστικής, φιλικής προς την ανθρωπότητα, ισχυρής τέχνης κρατικής διακυβέρνησης». Το ουμανιστικό πνεύμα που διαπνέει το βιβλίο δεν διακρίνεται όμως μόνο μέσα από αυτό το παράδειγμα. Ο McGregor αναφερόμενος στην προσχώρηση του Ασόκα στο βουδισμό γεφυρώνει και πάλι το χάσμα με τη σύγχρονη εποχή, συγκεκριμένα με το Μπουτάν όπου πρόσφατα ο γάμος του βασιλιά με μια «κοινή θνητή» φοιτήτρια προκάλεσε αίσθηση. Ο ειδήμων που σχολιάζει εδώ το αντικείμενο είναι ένας Βρετανός, ο οποίος είναι αυτή τη στιγμή κάτοικος του Μπουτάν και επίτιμος πρόξενος της χώρας του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μακάριοι οι ιστορικοί σε μια χώρα που δεν χρειάζεται να κοπιάσει για να ορίσει την «παγκόσμια ιστορία», αλλά μπορεί να την αντλήσει από τα βάθη των διασυνδέσεών της! Οι λιγοστές σελίδες για τη Στήλη της Ροζέτας είναι ένα μικρό αριστούργημα. Το κινέζικο σκεύος από τη Δυναστεία Χαν, που βρέθηκε στην Πιονγιάνγκ, συμβολίζει την κυριαρχία μέσω δώρων, το κεφάλι του Αυγούστου από τη σουδανική Μερόη, αντιθέτως, την πανταχού παρουσία του ηγεμόνα στην εξιδανικευμένη, αιωνίως νεαρή μορφή του. Ένας από τους «ειδικούς» που χρησιμοποιεί εδώ ο McGregor είναι ο Boris Johnson, ο οποίος έχει κλασική παιδεία και είναι Δήμαρχος του Λονδίνου – αυτός λέει λοιπόν πως «αν θέλαμε να φτιάξουμε μια ενδεκάδα των καλύτερων πολιτικών του κόσμου, των πιο ικανών διπλωματών και ιδεολόγων όλων των εποχών, ο Αύγουστος θα ήταν κάτι σαν μέσος playmaker, αρχηγός της ομάδας». Στο κεφάλαιο «Αρχαίες απολαύσεις, σύγχρονο αλατοπίπερο» πλάι σε μια βορειοαμερικανική πίπα με μορφή ενυδρίδας, με τη βοήθεια της οποίας μας παρουσιάζεται η ιστορία του καπνίσματος, βρίσκουμε το «κύπελλο του Warren», έναν αργυρό σκύφο με δύο εύγλωττες ομοφυλοφιλικές σκηνές. Αυτά που έχει να μας πει ο συγγραφέας για το συγκεκριμένο αντικείμενο αξίζουν από μόνα τους την αγορά ενός βιβλίου που παλαιότερα θα το χαρακτηρίζαμε πιθανότατα ως «οικογενειακό λεύκωμα».
Uwe Walter