Σε νεαρό άτομο ηλικίας 17 – 18 ετών εκτιμάται ότι ανήκει ο ανθρώπινος σκελετός, που χρονολογείται-πιθανόν- από την περίοδο χρήσης της νησίδας Λαζαρέτα ως λοιμοκαθαρτήριο, όπως αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, κατά τη διάρκεια της πρώτης ανασκαφικής έρευνας που πραγματοποιείται στη νησίδα.
Ειδικότερα, πριν λίγες ημέρες αρχαιολόγοι από την 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μετά από συνεννόηση με το Λιμενικό Ταμείο του Δήμου Χανίων, το οποίο είχε πληροφορηθεί τον εντοπισμό σκελετικού υλικού, μετέβησαν στη νησίδα απέναντι από τη Νέα Χώρα, γνωστή ως «Λαζαρέτα», η οποία είχε χρήση λοιμοκαθαρτηρίου κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας.
Όπως επεσήμανε στα «Χ.Ν.» η βιοαρχαιολόγος της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, δρ Χρύσα Μπούρμπου «στη νότια πλευρά της νησίδας, σε μικρό προστατευμένο αμμώδη κολπίσκο και σε ελάχιστη απόσταση από τη θάλασσα, εντοπίστηκαν τα ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα. Αρχικά ορατή ήταν μία κνήμη, η οποία και ανήκε σε νεαρό άτομο (ηλικίας περίπου 17 – 18 ετών). Η αφαίρεση των πρώτων επιφανειακών χωμάτων (μικρές πέτρες, άμμος και χώμα) αποκάλυψε και δεύτερη κνήμη (και τις επιφύσεις τους) μετατάρσια και ταρσικά οστά καθώς και τις περόνες».
Ο σκελετός που αποκάλυψε η ανασκαφή της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων βρισκόταν σε πλήρη ανατομική διάταξη και η κατάσταση διατήρησης των οστών ήταν εξαιρετική.
Σύμφωνα με τη βιοαρχαιολόγο της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, επειδή πρόκειται για ανήλικο άτομο, το φύλο δεν ήταν εφικτό να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια και σε αυτό ίσως απαντήσει η ιατροδικαστική έρευνα από το Εργαστήριο Δικαστικής Ανθρωπολογίας στην Αθήνα.
Επίσης όσον αφορά τη σωστική ανασκαφή στη νησίδα Λαζαρέτα, η δρ Μπούρμπου επεσήμανε ότι ο χώρος της ταφής δεν αποτελεί κάποια ιδιαίτερη ή επιμελημένη κατασκευή. Πιθανόν η ταφή να έγινε σε μία προστατευμένη κοιλότητα των βράχων που υπάρχουν στο σημείο αυτό και σε σχετικά αβαθές όρυγμα.
Η κατολίσθηση των υπερκείμενων βράχων καθώς και η συνεχής εναπόθεση χώματος, άμμου και λίθων είχαν ως αποτέλεσμα να συσσωρευτεί μεγαλύτερος όγκος επιχώσεων.
Στον χώρο της ταφής δεν βρέθηκε κανένα συνοδευτικό αντικείμενο.
Η κα Μπούρμπου υπογράμμισε, ακόμη, πως παρόλο που η αρχιτεκτονική μορφή του λοιμοκαθαρτηρίου δεν είναι σαφής, σε κοντινή απόσταση από το σημείο που εντοπίστηκε η ταφή, διατηρούνται λείψανα κτηρίων που ανήκαν στις εγκαταστάσεις του. «Είναι σαφές ότι η πλευρά αυτή της νησίδας επιλέχθηκε για την ανέγερση των κτηρίων καθώς είναι η πιο εύκολα προσβάσιμη και προσφέρεται για ελλιμενισμό», σημείωσε.
Όπως εξήγησε η βιοαρχαιολόγος της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η λειτουργία των λοιμοκαθαρτηρίων είχε διττό χαρακτήρα, προληπτικό και κατασταλτικό και ως θεσμός υπήρξε δημιούργημα της Βενετικής Πολιτείας καθώς ύστερα από τη δοκιμασία της πανώλης (μέσα 14ου αι.) που έπληξε την Ευρώπη, λαμβάνονται τα πρώτα οργανωμένα μέτρα για την πρόληψη νέων επιδημιών.
Στα λοιμοκαθαρτήρια, επιβάτες και εμπορεύματα περιορίζονταν για ορισμένο χρονικό διάστημα (η γνωστή «καραντίνα») και υποβάλλονταν σε υγειονομικό έλεγχο ως ύποπτοι φορείς μολυσματικών ασθενειών.
Σε περίοδο έξαρσης επιδημιών αποτελούσαν χώρο υποδοχής και απομόνωσης των ασθενών, στους οποίους παρεχόταν ιατρική περίθαλψη. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τα πρώτα λοιμοκαθαρτήρια στις βενετικές κτίσεις στην Ανατολή δημιουργήθηκαν στην Κρήτη (Χάνδακα, Ρέθυμνο, Χανιά, Σητεία, Ιεράπετρα) σημαντικό σταθμό του βενετικού εμπορίου στην περιοχή, ενώ ειδικότερα στην Κρήτη η πανώλη αποτελούσε μόνιμη απειλή την περίοδο της Βενετοκρατίας.
Ν σημειωθεί ότι όλα τα οστά συλλέχθηκαν και μεταφέρθηκαν στο Τμήμα Ασφάλειας του Λιμενικού.
Για την ακριβή χρονολόγηση των οστών και την τελική εκτίμηση, τα οστά θα μεταφερθούν στο Εργαστήριο Δικαστικής Ανθρωπολογίας και εάν τελικά επιβεβαιωθεί ότι δεν είναι σύγχρονα, θα πρέπει να επιστραφούν στην αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία (28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων).