Παρίσι, στα εγκαίνια της πολυαναμενόμενης έκθεσης «Στο Βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου – Η Αρχαία Μακεδονία». Μετά την ξενάγηση των Ελλήνων και Γάλλων επίσημων προσκεκλημένων, η Γαλλίδα επιμελήτρια της έκθεσης και υπεύθυνη του Τμήματος Ελληνικών, Ετρουσκικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Μουσείου, Sophie Descamps, με βλέμμα εμφανώς κουρασμένο αλλά γεμάτο ικανοποίηση, μας μιλά για τη μοναδική αυτή έκθεση που το διεθνές κοινό θα μπορεί να επισκεφθεί μέχρι τις 16 Ιανουαρίου του 2012.
Η έκθεση συνδιοργανώθηκε από το Μουσείο του Λούβρου και το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, με χορηγό, από ελληνικής πλευράς, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, καθώς και το Ίδρυμα Ι.Φ. Κωστόπουλου (για τον κατάλογο της έκθεσης) και το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (επιστημονική χορηγία). Τη διοργάνωση στήριξε επίσης το γραφείο του ΕΟΤ στο Παρίσι.
– Sophie Descamps, πότε γεννήθηκε η ιδέα αυτής της έκθεσης;
– Πριν από περίπου επτά χρόνια. Ήξερα ότι η Βόρεια Ελλάδα ήταν πολύ πλούσια σε αρχαιολογικά ευρήματα, πράγμα άγνωστο στο γαλλικό κοινό, παρά τις πολύ σημαντικές ανακαλύψεις που έγιναν ιδιαίτερα από το 1977 και μετά. Διοργανώσαμε λοιπόν στο Λούβρο ένα συνέδριο για να παρουσιάσουμε στους επιστήμονες και στο κοινό δείγματα ελληνικής ζωγραφικής που βρέθηκαν σε υπέροχα διακοσμημένους νεοανακαλυφθέντες αρχαίους τάφους της περιοχής. Ο Ανρί Λουαρέτ, μάλιστα, ο πρόεδρος-διευθυντής του Λούβρου, εξέφρασε την επιθυμία να γνωρίσει προσωπικά την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας.
Έτσι, τον Δεκέμβριο του 2005 ήρθαμε μαζί στην Ελλάδα, πήγαμε στο Δίον, στη Βεργίνα, στη Θεσσαλονίκη, στα Στάγειρα, στην Αμφίπολη και αλλού και μαζί με άλλους Έλληνες συναδέλφους τού δείξαμε ότι θα μπορούσε να γίνει μια έκθεση στο Λούβρο σε συνεργασία με τα πιο σημαντικά μουσεία της Βόρειας Ελλάδας. Όταν είδε τις δυνατότητες που υπήρχαν, δέχτηκε αμέσως.
– Το θέμα της έκθεσης εσείς το είχατε ήδη σκεφτεί…
– Ναι. Θέλαμε να παρουσιάσουμε την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας από τον 15ο αι. π.Χ. μέχρι τις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. Ήξερα ότι υπήρχαν πολλές δυνατότητες για μια τέτοια έκθεση, γιατί, ήδη από τον 19ο αι., το Λούβρο είχε στην κατοχή του πολλά ευρήματα από την περιοχή, αφού οι πρωτοπόροι της μακεδονικής αρχαιολογίας ήταν Γάλλοι. Στην αρχή οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις γινόταν εντελώς τυχαία. Οι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης που είχαν καλές σχέσεις με τις τοπικές αρχές και την Εκκλησία αποκτούσαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα που έβρισκαν, για παράδειγμα, στους τοίχους των αγροτόσπιτων…
– Η επιστημονική και οργανωμένη όμως αρχαιολογική έρευνα άρχισε το 1855 με τον Λεόν Εζέ…
– Ακριβώς. Ο Εζέ ήταν ένας Γάλλος αρχαιολόγος, ο οποίος μάλιστα μιλούσε ελληνικά, και στον οποίον ο Ναπολέοντας Γ’ ανέθεσε να πάει να μελετήσει τα Φάρσαλα και τους Φιλίππους ως τόπους μεγάλων ρωμαϊκών μαχών. Ο Εζέ δέχτηκε, ζητώντας όμως τη δυνατότητα να κάνει και ανασκαφές. Έτσι ανακάλυψε δύο πτέρυγες του παλατιού της Βεργίνας και τους δύο μακεδονικούς τάφους των Αιγών και της Πύδνας.
Μια άλλη σημαντική περίοδος στην ιστορία των ανασκαφών στη Βόρεια Ελλάδα ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, καθώς όταν ο γαλλικός και ο αγγλικός στρατός βρίσκονταν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, συχνά έβρισκαν αρχαία όταν έσκαβαν στο σημείο όπου στρατοπέδευαν. Το 1916 δημιουργήθηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία του Στρατού της Ανατολής για να ελέγχει τις ανασκαφές αυτές, τα ευρήματα των οποίων μοιράστηκαν στη Θεσσαλονίκη και το Λούβρο. Αυτά τα ευρήματα συγκεντρώνουμε σήμερα για πρώτη φορά από την εποχή εκείνη. Είναι πολύ σημαντική στιγμή για την αρχαιολογία.
– Γιατί η υλοποίηση της έκθεσης πήρε τόσο πολύ χρόνο;
– Η έκθεση περιέχει άγνωστα ευρήματα, πολλά από τα οποία είναι πολύ πρόσφατα. Κι έπειτα, τον σχεδιασμό της τον κάναμε μαζί με τους Έλληνες συναδέλφους μας. Έτσι, από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ορίστηκαν τρεις επιμελητές, η Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, η Λίλιαν Αχειλαρά και η Μαρία Ακαμάτη. Συμμετείχαν και όλοι οι άλλοι διευθυντές των εφορειών προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων, και οι καθηγητές Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, αλλά σε ένα δεύτερο στάδιο.
Οπότε με τους συναδέλφους μας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, με την Κατερίνα Τζαναβάρη και άλλους, δουλέψαμε πάνω στη φιλοσοφία της έκθεσης και επιλέξαμε από κοινού τα εκθέματα, ο κατάλογος των οποίων έκλεισε τον Δεκέμβριο του 2009. Έναν μήνα μετά όμως, η Πολυξένη Αδάμ-Βελένη μού έστειλε ένα μέιλ όπου μου έλεγε ότι η Χρυσούλα Παλιαδέλη μού πρότεινε το χρυσό στεφάνι που είχε ανακαλύψει το 2008! Ήταν δυνατόν να μην το προσθέσουμε στη λίστα; Πρόκειται για ένα μοναδικό έργο, με το οποίο αρχίζει μάλιστα η έκθεση. Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί η υλοποίηση της έκθεσης πήρε τόσο χρόνο. Ο χρόνος όμως είναι σημαντικός, αφού επέτρεψε να δουλέψουμε όλοι μαζί σε ατμόσφαιρα απόλυτης σύμπνοιας και εμπιστοσύνης.
– Πώς σας υποδέχτηκαν οι Έλληνες συνάδελφοί σας;
– Με μεγάλη ζέση και ενθουσιασμό. Η συνεργασία μας ήταν άψογη από τη σύλληψη της έκθεσης έως την ολοκλήρωσή της. Δεν υπήρξε κανένα εμπόδιο, καμιά δυσκολία. Να φανταστείτε ότι ο κατάλογος των εκθεμάτων είχε ολοκληρωθεί πριν ακόμα ζητηθεί επίσημα από το Λούβρο. Τον Σεπτέμβριο του 2010 ο κ. Γερουλάνος είχε στείλει την επιστολή έγκρισης του δανεισμού των περίπου εξακοσίων εκθεμάτων πριν καν τη ζητήσουμε. Τα πράγματα έγιναν σχεδόν αντίστροφα. Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία.
– Ποια είναι τα μέρη της έκθεσης;
– Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην ιστορία των αρχαιολογικών ανασκαφών της αρχαίας Μακεδονίας. Στο δεύτερο μέρος ακολουθούμε την ιστορία χρονολογικά από τον 15ο αι. π.Χ. μέχρι το τέλος του 6ου αι. π.Χ. Το τρίτο μέρος είναι αφιερωμένο στη δυναστεία των Τημενιδών (5ος-4ος αι. π.Χ.) από τον Αλέξανδρο Α’ μέχρι τον Αλέξανδρο Γ’, δηλαδή τον Μέγα Αλέξανδρο.
Τις κατακτήσεις του τις δείχνει ένας χάρτης του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, πάνω στον οποίον βρίσκεται ένας άλλος χάρτης με τον τότε γνωστό κόσμο, όπως τον περιέγραφε ο Αριστοτέλης. Σύμφωνα με αυτόν, ο κόσμος είχε σχήμα αμυγδάλου και περιβαλλόταν από νερό. Ο Αλέξανδρος πήγε μέχρι τα ανατολικά σύνορά του και ήθελε να συνεχίσει για να δει τι υπήρχε πέρα από αυτά. Ο στρατός του όμως αρνήθηκε. Φαίνεται μάλιστα πως προετοίμαζε και την κατάκτηση της Δύσης προς το Γιβραλτάρ, πράγμα το οποίο σίγουρα θα έκανε αν δεν τον προλάβαινε ο θάνατος. Αν το είχε κάνει, η Ιστορία θα ήταν εντελώς διαφορετική.
Το πέμπτο μέρος της έκθεσης είναι θεματικό και παρουσιάζει την κοινωνία του μακεδονικού βασιλείου, ενώ το έκτο τμήμα είναι αφιερωμένο στην καλλιτεχνική παραγωγή, όπου μπορούμε να δούμε αριστουργήματα χρυσοχοΐας, υαλουργίας και κεραμικής. Το έβδομο τμήμα είναι επίσης θεματικό και είναι αφιερωμένο στη θρησκεία και τον θάνατο.
Έπειτα επιστρέφουμε στη χρονολογική παρουσίαση με το όγδοο τμήμα που είναι αφιερωμένο στην κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους. Εκεί έχουμε ευρήματα ακόμα και του 17ου αι. μ.Χ. που δείχνουν ότι ο Αλέξανδρος εξακολούθησε να είναι παρών στη μνήμη των κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης, όπως, για παράδειγμα, των Σεφαραδιτών. Τέλος, το ένατο τμήμα είναι αφιερωμένο στη γέννηση του μύθου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα έργα που τον απεικονίζουν δείχνουν ότι θεοποιήθηκε πολύ νωρίς μετά τον θάνατό του και πως ο μύθος του εξαπλώθηκε γρήγορα σε Δύση και Ανατολή.
– Με ποια ευρήματα κλείνει η έκθεση;
– Με κεφαλές του Αλεξάνδρου, αλλά και με μια μεγάλη πέτρα όπου μπορεί κανείς να δει σκαλισμένη την επιγραφή «Θεσσαλονίκη Φιλίππου Βασίλισσα». Η Θεσσαλονίκη ήταν ετεροθαλής αδερφή του Αλεξάνδρου και σύζυγος του Κασσάνδρου, του ιδρυτή της πόλης, στην οποία έδωσε το όνομα της γυναίκας του. Η πέτρα αυτή βρισκόταν στο βόρειο μέρος της αγοράς της Θεσσαλονίκης. Εκεί υπήρχε ένα ιερό όπου λατρευόταν η οικογένεια του Αλεξάνδρου.
Η έκθεση τελειώνει με τέσσερα χρυσά μετάλλια του 3ου αι. μ.Χ., ένα από οποία απεικονίζει την Ολυμπιάδα, ένα άλλο τον Φίλιππο και τα άλλα δύο τον Αλέξανδρο. Βλέπουμε λοιπόν ότι πέντε και πλέον αιώνες μετά τον θάνατό του, η λατρεία των ανθρώπων προς την οικογένειά του ήταν το ίδιο ζωντανή κι αυτό αποτελεί σημαντική μαρτυρία της μεγάλης φήμης του. Ακόμα και σήμερα η χαρισματική του προσωπικότητα είναι γνωστή σε όλον τον κόσμο.
– Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν κατά την υλοποίηση της έκθεσης ετέθη κάποια στιγμή το θέμα της Μακεδονίας ως σύγχρονο γεωπολιτικό ζήτημα.
– Δεν αντιμετωπίσαμε κανένα τέτοιο πρόβλημα, διότι αντικείμενό μας ήταν η Αρχαία Μακεδονία που ήταν ελληνική. Σίγουρα το μακεδονικό βασίλειο συνόρευε με βαρβάρους, αλλά αποτελούνταν από την Πιερία, τους πρόποδες του Ολύμπου, τον Αλιάκμονα, τις Αιγές, την Πέλλα… Επιστημονικά, η Αρχαία Μακεδονία είναι μέρος της Ελλάδας. Οπότε κάθε άλλη προσπάθεια οικειοποίησης των συμβόλων της είναι εντελώς άτοπη. Είναι σαν η Ελβετία να θελήσει αύριο να κάνει έμβλημα της σημαίας της τον Πύργο του Άιφελ. Αναγνωρίζω ότι υπήρχαν στα σύνορα της Μακεδονίας πληθυσμοί που προσαρτήθηκαν σ’ αυτήν κάποια στιγμή, αλλά μέχρι εκεί. Δεν είχαν καμία σχέση με τον ελληνικό κόσμο του Αλέξανδρου. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που επιλέξαμε ως τίτλο της έκθεσης: «Στο βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Αρχαία Μακεδονία». Γιατί, για το ευρύ γαλλικό κοινό, τα πράγματα είναι μπερδεμένα. «Για ποια Μακεδονία;», θα αναρωτιόνταν. Η απάντηση είναι: «Για την Αρχαία Μακεδονία, το βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Για τους Γάλλους ο Αλέξανδρος είναι Έλληνας. Επιπλέον το Λούβρο πρόσθεσε στις αφίσες τη φράση: «Άγνωστα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης». Οπότε όλα δείχνουν ότι πρόκειται για την Ελλάδα. Για μας είναι κάτι αυτονόητο, για μια αλήθεια ιστορική. Άλλωστε όταν βρισκόμαστε στην Πύδνα ή στο Δίον, βρισκόμαστε στην Ελλάδα κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.