Ο πρώτος «αρχαιολόγος», με την έννοια που δίνουμε σήμερα στον επιστημονικό κλάδο της αρχαιολογίας, υπήρξε ο Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν (Johann Joachim Winkelmann), ο οποίος γεννήθηκε το 1717 στην Πρωσία. Από μικρό τον γοήτευαν οι παλαιοί σκελετοί των Ούννων του 4ου αι. μ.Χ., που είχαν κατακλύσει την Ευρώπη. Μεγαλώνοντας, απέκτησε έντονο ενδιαφέρον για την αρχαία τέχνη και επισκέφθηκε πολλά ιδιωτικά μουσεία και συλλογές των πλούσιων αστών.
Το σημαντικότερο από τα βιβλία που έγραψε είναι η Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας που τον έκανε ευρύτατα γνωστό. Ήταν ο πρώτος ερευνητής της αρχαιότητας που υποστήριξε πως η μελέτη της τέχνης και της μυθολογίας μπορεί να αποκαλύψει πολλά για έναν αρχαίο πολιτισμό. Ο Βίνκελμαν παρακολούθησε τις ανασκαφές στην Ηράκλεια (Herculaneum) και την Πομπηία.
Ωστόσο, ο άκρατος ενθουσιασμός του του κόστισε τελικά τη ζωή του. Καθώς επέστρεφε από τη Νάπολη, σε ένα πανδοχείο της Τεργέστης έπιασε κουβέντα με έναν ταξιδιώτη, ο οποίος όμως ήταν ληστής που μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Μες στον ενθουσιασμό του, ο Βίνκελμαν του διηγήθηκε για τα θαυμάσια ευρήματα των ανασκαφών, δείχνοντάς του επιπλέον και μερικά χρυσά νομίσματα που είχε αποκτήσει στη Βιέννη. Λίγο αργότερα εκείνη τη μέρα του 1768, ο ληστής, οπλισμένος με μαχαίρι και κρατώντας ένα σκοινί, αιφνιδίασε τον Βίνκελμαν που έγραφε στο δωμάτιό του. Προσπάθησε να τον πνίξει, αλλά ο αρχαιολόγος ήταν δυνατός και τον απώθησε. Τότε ο ληστής μαχαίρωσε τον πρώτο αρχαιολόγο στην ιστορία. Η είδηση του βίαιου και αιφνίδιου θανάτου του διαδόθηκε γρήγορα σε ολόκληρη την Ευρώπη, συγκλονίζοντας τους φιλολογικούς, επιστημονικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους, καθώς εκείνη την εποχή ο Βίνκελμαν είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στη Γηραιά Ήπειρο.