Σε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, τον Αγήνορα Αστεριάδη, και στο πολύπλευρο έργο του είναι αφιερωμένη η αναδρομική έκθεση που διοργανώνει το Μουσείο Μπενάκη.
Η έκθεση, με τίτλο «Αγήνωρ Αστεριάδης 1898-1977» θα εγκαινιαστεί την Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011, στο κτήριο της οδού Πειραιώς, και θα διαρκέσει έως τις 22 Νοεμβρίου 2011.
Ο Αστεριάδης ήταν ένας καλλιτέχνης πολυσχιδής που εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε όμως παράλληλα με την αγιογραφία και τη ζωγραφική εικόνων, με τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, την κεραμική και σποραδικά με τη σκηνογραφία. Ο χαρακτήρας του έργου του είναι καθαρά ελληνικός, κάτι που προκύπτει όχι μόνο από τη θεματική, αλλά και από την κατανόηση του τόπου και των ανθρώπων, καθώς και από μια οπτική χωρίς προσποίηση.
Ο Αστεριάδης ζωγράφισε κυρίως τοπία της υπαίθρου και της πόλης, πρόσωπα, σκηνές της καθημερινότητας, με αναγνωρίσιμη καταγωγή και φυσιογνωμία, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην ανάπτυξη της τοπιογραφίας. Πρόκειται για τη θεματική που ο ζωγράφος πραγματεύτηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και ανέδειξε σε σπουδαίο κεφάλαιο της ελληνικής ζωγραφικής. Η τοπιογραφία του εξελίχθηκε μέσα στις δεκαετίες, διατηρώντας βασικά στοιχεία δομής, ενώ χαρακτηρίζεται από την ελληνικότητα των παραστάσεων και την προβολή του τοπικού στοιχείου. Γίνεται αμέσως σαφές ότι τα πρόσωπα και οι τόποι, ιδίως του θεσσαλικού κάμπου, είναι πράγματι οικεία στον ζωγράφο και η ακρίβεια της μεταγραφής ευνόητη και χωρίς πειραματισμούς.
Τα ζωγραφικά έργα της έκθεσης καθώς και τα σχέδια, έχουν χωριστεί σε τρεις ενδεικτικές ενότητες. Η πρώτη από το 1921 ως το 1931, η δεύτερη από το 1932 ως το 1952 και η τρίτη από το 1953 ως τον θάνατό του, το 1977.
Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει τις πρώτες απόπειρες του Αστεριάδη στη ζωγραφική, καθώς και την εξαιρετική ενότητα με υδατογραφίες που χρονολογούνται από το 1925 έως το 1927 και οι οποίες εκτίθενται μεμονωμένα. Το διάστημα μετά το 1932 σημαδεύεται από τη βαθμιαία κατάκτηση του προσωπικού ύφους, την εισαγωγή νέων θεμάτων, την περαιτέρω διερεύνηση του χώρου, του χειρισμού των συνθέσεων και των σχέσεων του χρώματος. Ο χωρισμός του διαστήματος αυτού σε δύο περιόδους, 1932-1952 και 1953-1977, είναι μάλλον συμβατικός, αφού η μακρά αυτή περίοδος είναι συνεχής, εξελικτική μεν, αλλά χωρίς ανατροπές. Η τομή υπαγορεύεται από την ανάγκη να διακριθούν καλύτερα θεματικές ενότητες και τεχνικές αντιλήψεις που εισάγονται κατά την τελευταία περίοδο. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μετά το 1960 επιλέγει έναν νέο, διαφορετικό τρόπο έκφρασης, επιμερίζοντας τη ζωγραφική επιφάνεια και επιλέγοντας μια διαφορετική, πολλαπλή προοπτική.
Ο Αστεριάδης ασχολήθηκε αποσπασματικά και με τη χαρακτική και στην έκθεση παρουσιάζονται χαρακτικά και σχέδια, φιλοτεχνημένα στις περιόδους 1925-1927 και 1965-1958. Επίσης, εκτίθενται τα τρία μεγάλα λευκώματα που εικονογράφησε, μαζί με προπαρασκευαστικά σχέδιά τους (Το σπίτι του Σφαρτς στ’ Αμπελάκια, 1928, Χίος, 1939 και Έξη ακουαρέλλες και δύο λιθογραφίες, 1944), καθώς και βιβλία σχολικά και λογοτεχνικά, εικονογραφημένα με σχέδιά του.
Το σύνολο των έργων (ελαιογραφίες, ακουαρέλες, σχέδια και σπουδές) προέρχεται τόσο από συλλογές ιδρυμάτων και μουσείων, όσο και από ιδιωτικές συλλογές.
Η έκθεση, την επιμέλεια της οποίας έχει η ιστορικός τέχνης Ειρήνη Οράτη, συνοδεύεται από τεκμηριωμένο κατάλογο, με κείμενα των Μανόλη Βλάχου, Νίκου Ζία, Κατερίνας Περπινιώτη-Αγκαζίρ, Κατερίνας Πατσουμά και Ειρήνης Οράτη.