Και οι κλοπές έργων τέχνης έχουν τη μόδα τους. Μόδα που δεν αφορά μόνο τους στόχους, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η ληστεία. Το μόνο σταθερό σε αυτήν την υπόθεση είναι το χρήμα. Είναι πάντα πολύ και γι΄ αυτό η ζήτηση εξακολουθεί να παραμένει μεγάλη.
Περισσότερα από έξι δισ. δολάρια εκτιμά το FBI ότι αποφέρει διεθνώς η παράνομη διακίνηση έργων τέχνης (και αρχαιοτήτων) καθώς είναι μία από τις πιο πρόσφορες λύσεις για ξέπλυμα χρήματος. Στα ηλεκτρονικά αρχεία της Ιντερπόλ έχουν καταχωριστεί πάνω 30.000 κλεμμένα αντικείμενα, ενώ η μεγαλύτερη βάση δεδομένων για κλεμμένα έργα τέχνης, το Μητρώο Χαμένων Έργων Τέχνης περιλαμβάνει περισσότερα από 170.000 κομμάτια.
Ένα από αυτά είναι και ο πίνακας του σπουδαίου Φλαμανδού ζωγράφου Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς «Το κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου», το οποίο είχε κλαπεί το 2001 από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Γάνδης. Μόλις πριν από λίγες ημέρες και μία δεκαετία μετά την κλοπή, το έργο βρέθηκε στη Γλυφάδα όταν η φερόμενη ως κάτοχός του 40χρονη τηλεπαρουσιάστρια και ο 65χρονος συνεργός της, παλαιοπώλης, επιχειρούσαν να το πουλήσουν σε αστυνομικό που εμφανίστηκε ως επιχειρηματίας υποψήφιος αγοραστής.
«Αυθεντικό ή αντίγραφο;», είναι το ερώτημα που ταλανίζει από την πρώτη ημέρα ειδικούς και μη, καθώς τα νερά θόλωσε επιπλέον εκπρόσωπος του μουσείου που υποστήριξε ότι δεν πρόκειται για αυθεντικό Ρούμπενς αλλά για έργο των μαθητών του.
Οι απαντήσεις αναμένονται σήμερα πάντως, καθώς έχει προγραμματιστεί ενημέρωση από τους υπουργούς Προστασίας του Πολίτη Χρήστο Παπουτσή και Πολιτισμού και Τουρισμού Παύλο Γερουλάνο στην Εθνική Πινακοθήκη, παρουσία της διευθύντριάς της Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα.
Πώς βρέθηκε στην Ελλάδα, όπου κυρίως ανθεί η αρχαιοκαπηλία, ένα έργο του 1618 είναι απορίας άξιον για όσους δεν γνωρίζουν. Όσοι έχουν όμως εμπειρία σε θέματα παράνομης διακίνησης έργων τέχνης δεν εκπλήσσονται.
« Όταν ένα έργο μεγάλης αξίας δεν μπορεί να πωληθεί σε αγορές όπως αυτές της Γαλλίας ή της Ιταλίας, τότε διοχετεύεται προς τρίτες χώρες όπως η Ελλάδα ή οι αραβικές για δύο λόγους: πρώτον, διότι είναι εύκολη η διακίνησή του διά θαλάσσης και, δεύτερον, διότι δεν υπάρχει μεγάλη εμπειρία στην εξακρίβωση της ταυτότητας και της προέλευσης ενός τέτοιου έργου και είναι πιο εύκολο να βρεθεί ένας αδαής με χρήμα να το αγοράσει», λέει στα «ΝΕΑ» η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. «Σήμερα πάντως δεν υπάρχει τρόπος να εξαπατηθεί κάποιος. Αν θέλει να μάθει, θα ρωτήσει, θα πληρώσει και θα μάθει».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αστυνομικές Αρχές πιστεύουν πως πίσω από όλα αυτά βρίσκονται κυκλώματα που συνδέονται με την ιταλική Μαφία και σχετίζονται με το ξέπλυμα χρήματος. Διότι οι κλοπές από μουσεία, αν δεν γίνονται κατόπιν παραγγελίας – κάτι πολύ σπάνιο -, τότε είναι εξαιρετικά δύσκολο να διοχετευθούν στην αγορά.
«Είναι αδιανόητο να πωληθεί ένα έργο από μουσείο διότι φέρει πολλά ορατά διακριτικά. Οι οργανωμένες σπείρες βεβαίως μπορούν να εξαλείψουν κάποια από αυτά ή να τα παραποιήσουν, αλλά και πάλι τότε θα τεθεί θέμα αυθεντικότητας του έργου», εξηγεί η διευθύντρια συλλογών και μουσειακού προγραμματισμού της Εθνικής Πινακοθήκης, Όλγα Μεντζαφού.
Αν όμως πίσω από τις κλοπές έργων από μουσεία δεν βρίσκονται μόνο παθιασμένοι συλλέκτες ή κυκλώματα που σχετίζονται με το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, ποια είναι η τρίτη κατηγορία δραστών; Εκείνοι που προσεγγίζουν την υπόθεση όχι ως κλοπή αλλά ως απαγωγή. Ζητούν λύτρα και σε ορισμένες – λίγες – περιπτώσεις τα παίρνουν. Επιχείρηση που αν πετύχει θεωρείται «καλή δουλειά», καθώς αποφέρει άμεσα κέρδη και δεν χρειάζεται να περιμένουν οι δράστες τουλάχιστον μια δεκαετία, για λόγους ασφαλείας, μέχρις ότου βγάλουν το έργο στην αγορά. Σε ακραίες περιπτώσεις, στο παιχνίδι μπαίνουν και τα ίδια τα μουσεία, που θέλουν να εισπράξουν τα ασφάλιστρα. Πρόσφατα ήρθε στο φως σκάνδαλο, όπου το βρετανικό μουσείο Tate φέρεται να «παρήγγειλε» την κλοπή δύο έργων του ώστε με τα χρήματα της ασφάλειας να μπορέσει να χτίσει την Tate Modern!
Αν λοιπόν κάποιος θέλει να κερδίσει δεν θα «χτυπήσει» ένα μουσείο, καθώς δεν θα βρει εύκολα αγοραστή παρότι υπάρχουν υπόνοιες πως προϊόντα παράνομης διακίνησης έχουν βγει ακόμη και σε δημοπρασίες. Ευκολότεροι στόχοι είναι κυρίως σπίτια και ιδιωτικές συλλογές ή αφύλακτες αποθήκες. Οι τελευταίες είναι και οι πλέον «αγαπητές» στους δράστες, καθώς η κλοπή τους περνά για καιρό απαρατήρητη, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που στη ληστεία εμπλέκονται και εργαζόμενοι στον χώρο.
Μάλιστα, ανάλογα με τις περιόδους, αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο δρουν οι ληστές. Παλαιότερα προτιμούσαν τις νυκτερινές ώρες όταν δεν υπάρχουν επισκέπτες. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η μόδα τούς θέλει να χτυπούν μέρα μεσημέρι. Κινούνται κυρίως στις μπροστινές αίθουσες ώστε να μπορούν να ξεφύγουν εύκολα και αρπάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους, αφήνοντας πολλές φορές πίσω έργα μεγαλύτερης αξίας από αυτά που αφαίρεσαν, καθώς προφανώς δεν είναι διόλου διαβασμένοι. «Κάποιοι», λένε οι αστυνομικοί, «ίσως να μπήκαν πρώτη φορά σε μουσείο όταν πήγαν για να εξερευνήσουν τον χώρο και να σχεδιάσουν τις κινήσεις τους».
Μπορεί βεβαίως οι κλέφτες να είναι άσχετοι και να μη γνωρίζουν ποιο ακριβώς έργο πρέπει να κλέψουν, ξέρουν όμως ποια είναι τα μεγάλα ονόματα και πού πρέπει να δείξουν την προτίμησή τους αν θέλουν να έχουν τύχη στην αγορά.
Πρώτοι στις προτιμήσεις και με διαφορά είναι οι πίνακες του διασημότερου ζωγράφου του 20ού αιώνα Πάμπλο Πικάσο – έχουν κλαπεί περισσότερα από 640 έργα του -, ενώ ανάμεσα στους «αγαπημένους» των ληστών είναι οι Χουάν Μιρό, Μαρκ Σαγκάλ, Σαλβαντόρ Νταλί, Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ, Έντβαρντ Μουνκ.
Στο παιχνίδι των κλοπών ρόλο παίζουν, πολλές φορές, και πλαστά έργα. Ακριβή αντίγραφα που επιστρατεύονται είτε για να παραπλανήσουν τις Αρχές σε σχέση με την τύχη του αυθεντικού έργου είτε για να αντικαταστήσουν επιτόπου το έργο που εκλάπη. Χαρακτηριστική είναι άλλωστε η υπόθεση με έργο του Μονέ σε μουσείο της Πολωνίας, όπου επί ημέρες ένας νεαρός ζωγράφιζε αντίγραφο του έργου. Κάποια στιγμή που ο φύλακας απουσίασε, ο νεαρός αντικατέστησε το αυθεντικό με τη δική του δημιουργία και έφυγε με το πρωτότυπο. Το συμβάν αποκαλύφθηκε λίγες μέρες αργότερα όταν ξεκόλλησε ο μουσαμάς του πλαστού έργου.