Πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια —ίσως μέχρι και 15.000 χρόνια πριν— υπήρχε ένα μαύρο υαλώδες ημιδιάφανο ηφαιστειογενές πέτρωμα, το οποίο έκανε τους ανθρώπους της προϊστορίας να ταξιδεύουν στο Αιγαίο για να το αποκτήσουν, προκειμένου να φτιάξουν αιχμηρά όπλα και εργαλεία, για να θεραπευτούν ή απλώς για να θαυμάσουν την ομορφιά του. Τον έλεγαν οψιδιανό (κατά τους γεωλόγους) και οψιανό (κατά τους αρχαιολόγους) και στην καλύτερη μορφή του, εκείνα τα χρόνια, βρισκόταν κυρίως στη Μήλο.
Όλη την ιστορία του αρχαίου αυτού πετρώματος και τον τρόπο που διαμόρφωσε την κοινωνία των ανθρώπων της προϊστορίας αφηγείται η έκθεση «Συλλογή Οψιδιανού Ζαφείρη Βάου» που εγκαινιάστηκε το Σάββατο στο Μεταλλευτικό Μουσείο Μήλου. Μάλιστα, το ταξίδι αυτό ξεκινάει από τη διαμόρφωσή του οψιδιανού κατά τις εκρήξεις των ηφαιστείων πριν από 1,5 εκατομμύριο χρόνια, φτάνει μέχρι την ανακάλυψή του από τους ψαράδες του Αιγαίου, τη συστηματική εξόρυξη και μεταφορά του σε μεγάλες αποστάσεις (μέχρι και 400 χιλιόμετρα από τη Μήλο) και την ανάπτυξη της προϊστορικής τεχνολογίας για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, μέχρι το τέλος της χρήσης του πριν από περίπου 3.000 χρόνια.
Το χρονικό πώς αυτά τα περίπου 1.000 έργα της συλλογής βρέθηκαν στο Μουσείο της Μήλου μάς εξήγησε στα εγκαίνια ο γιος του λαογράφου, Αντώνης Βάος (εικαστικός-αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών): «Ο κύκλος της ιστορίας της συλλογής ξεκινάει τη δεκαετία του ’50 με μια πυκνή αλληλογραφία μεταξύ του πατέρα μου και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, προκειμένου να προστατευτούν οι τόποι εξόρυξης του οψιδιανού (από τη Λίθινη εποχή έως τότε, ήταν αφύλακτοι). Είκοσι χρόνια αργότερα, ξεκινάει μια άλλη προσπάθεια, προκειμένου να διασφαλιστεί ο κατάλληλος χώρος για τη στέγαση της συλλογής. Επιθυμία του πατέρα μου ήταν ο χώρος αυτός να βρίσκεται στη Μήλο και η συλλογή να διατηρηθεί στο ακέραιο». Και η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα.
Παρατηρώντας τα 500 περίπου αντικείμενα της συλλογής που θα μείνει μόνιμα στο μουσείο (τα υπόλοιπα 500 βρίσκονται στις αποθήκες του Μεταλλευτικού Μουσείου και είναι διαθέσιμα στους μελετητές), αναρωτιόμαστε τι ήταν αυτό που έκανε τους αρχαίους προγόνους μας να επιθυμούν τον οψιδιανό, σαν να ήταν σήμερα χρυσός, και οι καθηγητές μάς απαντούν.
Οι τεχνικές που ανέπτυξαν για την επεξεργασία του ήταν «τεχνολογικό αριστούργημα για την εποχή», μας εξηγεί η καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Αντίκλεια Μουνδρέα-Αγραφιώτη. «Στόχευαν κυρίως στην κατασκευή λεπίδων, δηλαδή μακρόστενων κοφτερών μαχαιριών». Ανακάλυψαν αργότερα την πίεση, «που είναι η πιο εξελιγμένη τεχνική κατασκευής τους, και η οποία γενικεύεται στο Αιγαίο κυρίως μετά την 3η χιλιετία π.Χ.» και κατασκεύαζαν έπειτα αιχμές βελών, δοράτων, αλλά και πριονάκια, τρυπάνια και ξέστρα.
Η επιθυμία για την απόκτηση του οψιδιανού ανέπτυξε και τους τρόπους για τη μεταφορά του, η οποία «προϋπέθετε μέσα για θαλάσσιες μετακινήσεις», εξηγεί ο καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρήστος Ντούμας. «Εφόσον η απόκτησή του ήταν βασικό κίνητρο, η πίεση για ασφαλέστερα μέσα ναυσιπλοΐας ήταν μεγάλη και συνεχής». Μάλιστα, η αρχαιότερη μαρτυρία για τη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο ήταν «η εύρεση μικρολιθικών εργαλείων από οψιδιανό στα Μεσολιθικά στρώματα της 9ης και 8ης χιλιετίας π.Χ. στο Σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας».
Ο καθηγητής εκτιμά πως η χρήση του οψιδιανού αφενός καλύπτει πρακτικές ανάγκες, αφετέρου ικανοποιεί «την ανθρώπινη ματαιοδοξία για προβολή και διάκριση», όμως προχωράει ακόμα περισσότερο και επισημαίνει τη «σημαντική συμβολή της στο πολυτιμότερο αρχαίο διάσωσης πληροφοριών, τη γλώσσα», καθώς πιστεύει πως δεν αποκλείεται «η Μήλος να συνέβαλε στη δημιουργία ενός πρώιμου ναυτικού λεξιλογίου», δίνοντας ως παράδειγμα τις ομόρριζες λέξεις «ναυς», «νέω» (κολυμπώ), «νήσος», «νήχω» (πλέω), «νήσσα» (πάπια).
Για τη χρήση του οψιδιανού στην ιατρική μάς μιλάει η κ. Αγραφιώτη. Αν και στα ομηρικά χρόνια σταματάει η χρήση του οψιδιανού και η αναφορά του στα κείμενα, ωστόσο τον 3ο αιώνα μ.Χ. ανακαλύπτεται ένα βιβλίο με «μαγικές» συνταγές. Μία από αυτές αναφέρει πως «αλέθουν τον οψιδιανό και τον ανακατεύουν με ρετσίνι για να γιατρέψουν ασθένειες των ματιών. Και μην ξεχνάμε ότι μέχρι το 1970, πριν από τη χρήση του λέιζερ δηλαδή, οι εγχειρήσεις στα μάτια πραγματοποιούνταν με οψιδιανό, καθώς είναι φυσικά αποστειρωμένο πέτρωμα».